Γαλακτοβιομηχανία Όλυμπος: Η ελληνική γεύση της παράδοσης
Μια εταιρεία-παράδειγμα για το πώς πρέπει να λειτουργούν οι επιχειρήσεις σ’ αυτόν τον τόπο, ώστε να βγούμε από την κρίση
Από τον Παναγιώτη Χριστόπουλο
Η εικόνα της Όλυμπος, η όλη αισθητική που χρησιμοποιεί στις διαφημίσεις της και στην επικοινωνία της είναι η εικόνα μιας Ελλάδας που γνωρίζουμε καλά, παρ’ ότι ελάχιστοι έχουμε επαφή μαζί της πια. Η Ελλάδα του χωριού, η Ελλάδα του βοσκού, η Ελλάδα της φύσης. Έχει έναν συμβολισμό όλο αυτό –σ’ αυτές τις παράξενες ημέρες που ζούμε.
Μπορεί η ίδια η Όλυμπος να θέλει απλά να μας παραπέμψει στην παράδοση, για να τονίσει την ποιότητα των προϊόντων της και την γεύση τους που είναι ό,τι πιο κοντινό σ’ αυτό που θα έφτιαχνε μόνος του ένας τοπικός παραγωγός, αλλά σε όλους εμάς λένε και κάτι ακόμη αυτές οι εικόνες…
Μας κάνουν να προβληματιστούμε για το πόσο εύκολα ξεχάσαμε την καταγωγή μας, το ποιοι είμαστε και το τι μπορούμε να κάνουμε, για το πόσο εύκολα στήσαμε μια καινούργια ζωή, βασισμένη στον καταναλωτισμό, για το πόσο εύκολα ροκανίσαμε δάνεια σε τρυφηλές συνήθειες, για το πόσο εύκολα γυρίσαμε την πλάτη στην τοπική παραγωγή, γιατί τα «σινιέ» προϊόντα της Δύσης μας υπόσχονταν ένα status symbol που μας άρεσε να πουλάμε στους γύρω μας.
Από την χρεοκοπία στην επιτυχία
Η Όλυμπος, βέβαια, δεν μπήκε στην λίστα της στήλης μας «Ψωνίζουμε Ελληνικά» επειδή νοσταλγήσαμε ξαφνικά το βουκολικό ή αγροτικό μας παρελθόν. Μπήκε γιατί είναι άλλη μια σημαντική εταιρεία – παράδειγμα για το πώς πρέπει να λειτουργούν οι επιχειρήσεις σ’ αυτόν τον τόπο, ώστε να καταφέρουμε να τον βγάλουμε από την κρίση: Φτιάχνει ποιοτικά προϊόντα, εξάγει, βασίζεται στον πλούτο της ελληνικής φύσης και διοικείται με μαεστρία.
Σε αντίθεση, μάλιστα με τις εταιρείες που σας έχουμε παρουσιάσει μέχρι σήμερα (Boxer Φειδάς, Bic-Βιολέξ, Apivita, Herbal Tea, Κορρές, Κρι-Κρι, Κύκνος), η Όλυμπος έχει και μια ιστορία παρ’ ολίγον καταστροφής να διηγηθεί. Μέχρι πριν λίγα χρόνια βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού, στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Ακριβώς όπως είναι σήμερα όλη η χώρα. Κι όμως, χάρη στην επιμονή της (νέας) ιδιοκτησίας της στην ποιότητα και σε μια πιο ανοικτόμυαλη διοίκηση, η εταιρεία όχι μόνο γλίτωσε από τα χειρότερα, αλλά πλέον σήμερα διάγει και τις καλύτερες μέρες της.
Το τέλος των βασάνων και η αρχή της ανάπτυξης
Το 2000, η συνεταιριστική γαλακτοβιομηχανία Όλυμπος που είχαν ιδρύσει το 1965 η Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Λαρίσης και η Αγροτική Τράπεζα βρισκόταν υπό μεγάλη πίεση. Το 1990 οι συνεταιριστές είχαν αποκτήσει το πλειοψηφικό πακέτο της εταιρείες και μέσα σε μία δεκαετία συσσώρευσαν χρέη 10 εκατ. Ευρώ. Η Αγροτική Τράπεζα αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο την χρηματοδότησή της. Λίγο πριν την χρεοκοπία, η Όλυμπος βγήκε σε πλειστηριασμό και την εξαγόρασαν οι αδελφοί Σαράντη, που είχαν την γνωστή γαλακτοβιομηχανία ΤΥΡΑΣ στην Πίνδο, για 6 εκατ. ευρώ, ένα ποσό 70% μεγαλύτερο από αυτό που πρόσφερε ο δεύτερος υποψήφιος αγοραστής.
Οι αδελφοί Σαράντη προφανώς και πίστευαν πολύ στην δυναμική της Όλυμπος. Πέρα από την εξαγορά της προχώρησαν άμεσα σε μια επένδυση 64 εκατ. ευρώ για να εκσυγχρονίσουν πλήρως τις εγκαταστάσεις της γαλακτοβιομηχανίας, αλλά και για να προχωρήσουν στην παραγωγή νέων προϊόντων με βάση τον θεσσαλικό κάμπο. Και η επένδυσή τους απέδωσε αμέσως: Οι χυμοί της Όλυμπος και το παστεριωμένο της γάλα κέρδισαν σημαντικά μερίδια στην αγορά. Το 2007 είχε ήδη φτάσει στο σημείο να κάνει τζίρο 75 εκατ. ευρώ και να έχει έσοδα κοντά στο 1,5 εκατομμύριο!
Η απόβαση στο εξωτερικό
Είναι εκείνη η χρονιά όταν οι αδελφοί Σαράντη αρχίζουν να βλέπουν και προς το εξωτερικό. Το στραγγιστό γιαούρτι και η φέτα Όλυμπος θα διακριθούν σε διαγωνισμό γευσιγνωσίας στην Ιταλία και θα αρχίσουν να κατακτούν την εκεί αγορά, ενώ δύο χρόνια αργότερα, το 2009, η εξαγορά της Ρουμανικής Prodlacta σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις του ομίλου Σαράντη αρχίζουν σιγά σιγά να κατακτούν και τα Βαλκάνια. Την ίδια χρονιά τα προϊόντα Όλυμπος αρχίζουν να πωλούνται σε επιλεγμένα σούπερ μάρκετ στις ΗΠΑ, ενώ σήμερα τα βρίσκει κανείς και στην Γερμανία και την Αγγλία.
Ο λόγος για την επιτυχία της Όλυμπος είναι, πάνω απ’ όλα, η ποιότητα των προϊόντων της. Η εμμονή της εταιρείας σε κάθε λεπτομέρεια είναι παροιμιώδης. Για παράδειγμα, φέτος, όταν μεγάλη συζήτηση έγινε για την χρήση προϊόντων γενετικά τροποποιημένης σόγιας με τα οποία έλληνες παραγωγοί τάιζαν τα ζώα τους, η Όλυμπος προχώρησε η ίδια στην προμήθεια ελεγμένων ζωοτροφών στους συνεργάτες της, ώστε να αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο το γάλα που την προμηθεύουν να μην αντικατοπτρίζει τις αυστηρές της προδιαγραφές.
Μια μικρή «μεγάλη επιχείρηση»
Τα προϊόντα της, βέβαια, -κυρίως το περίφημό της παστεριωμένο γάλα- ήταν για καιρό από τα ακριβότερα στην αγορά, αφού η Όλυμπος όχι μόνο διάλεγε την καλύτερη πρώτη ύλη, επιλέγοντας ανάμεσα στους εκατοντάδες Έλληνες παραγωγούς, αλλά και γιατί η τιμή της πρώτης ύλης αυτής αυξανόταν τα τελευταία χρόνια θεαματικά. Σε καμία περίπτωση, όμως, η εταιρεία δεν σκέφτηκε να φέρει γάλα από άλλες χώρες ή να διαπραγματευτεί την ποιότητα των προϊόντων της. Και το κοινό συνέχισε να την προτιμά, αυξάνοντας τις πωλήσεις της, παρά την σχετική διαφορά τιμής με άλλα προϊόντα που προωθούσαν μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού.
Πλέον οι μεγάλοι ανταγωνιστές της θεωρούν την Όλυμπος μια από αυτές. Οι αδελφοί Σαράντη, βέβαια, επιμένουν να χαρακτηρίζουν την εταιρεία τους «μικρή γαλακτοβιομηχανία». Ίσως γιατί πάνω απ’ όλα ενδιαφέρονται να διατηρήσουν αυτή την μυρωδιά και γεύσης Ελλάδας που επικοινωνούν με την εταιρική τους εικόνα. Το γάλα έρχεται στο τραπέζι της ελληνικής οικογένειας σχεδόν αμέσως μετά το άρμεγμα της αγελάδας και ο χυμός λίγο μετά το στύψιμο του φρούτου. Μερικές απολαύσεις στη ζωή είναι τόσο μα τόσο απλές.