Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και η ελληνική παιδεία
Στις 25 Ιανουαρίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και στις 30 του ιδίου μηνός τον τιμούμε και πάλι μαζί με τον Μέγα Βασίλειο και τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Πρόκειται για τους Τρεις Ιεράρχες, κορυφαίους Πατέρες της Εκκλησίας μας και προστάτες της ελληνικής παιδείας. Είναι κατάλληλη, λοιπόν, η ευκαιρία να θυμηθούμε τις απόψεις του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού για την ελληνική παιδεία, την αρχαία γραμματεία και για το πολυσυζητημένο-σήμερα-ζήτημα της ελληνικότητας.
Ο Άγιος τον 4ο αιώνα μ.Χ. είχε να αντιμετωπίσει δύο διαφορετικές αμφισβητήσεις. Από τη μία πλευρά είχε τους «υπεράγαν Ορθοδόξους», οι οποίοι πίστευαν ότι ο Χριστιανός δεν πρέπει να μελετά τα αρχαιοελληνικά κείμενα για να μη αλλοτριωθεί η πίστη του. Από την άλλη πλευρά ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός, ο γνωστός και ως Παραβάτης ή Αποστάτης, είχε απαγορεύσει στους Χριστιανούς και να διδάσκουν και να διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά κείμενα. Τηρουμένων των αναλογιών βρίσκω κάποιες αντιστοιχίες με τις συζητήσεις που γίνονται στην εποχή μας. Αν και απέχουμε 17 αιώνες από την εποχή του Αγίου Γρηγορίου, έχουμε και σήμερα ορισμένους που μας καλούν να είμαστε μόνον Χριστιανοί και να μην τονίζουμε την ελληνιότητά μας και άλλους στην αντίπερα όχθη που ζητούν να είμαστε μόνον Έλληνες και όχι Χριστιανοί. Η ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο άκρων είμαι βέβαιος ότι βρίσκεται στα κείμενα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας και κατ’εξοχήν του Αγίου Γρηγορίου.
Προς τους Χριστιανούς που απέρριπταν την κλασική ελληνική παιδεία ο Άγιος Γρηγόριος, άριστος μελετητής και γνώστης των ελληνικής φιλοσοφίας, απαντά με μία χαρακτηριστική επισήμανσή του στον «Επιτάφιον εις τον Μέγαν Βασίλειον»(1), την οποία παραθέτω σε νεοελληνική απόδοση από τον Καθηγητή Ευάγγελο Θεοδώρου:
«Νομίζω πως έχει γίνει παραδεκτό απ’ όλους τους συνετούς ανθρώπους ότι η παιδεία είναι το πρώτο από τα αγαθά που έχουμε. Και όχι μόνο η χριστιανική μας παιδεία, που είναι η εκλεκτότερη και επιδιώκει τη σωτηρία και το κάλλος των θείων πραγμάτων, τα οποία μόνο με τον νού συλλαμβάνονται. Αλλά και η εξωχριστιανική παιδεία, την οποία πολλοί χριστιανοί, έχοντας σχηματίσει λανθασμένη αντίληψη γι’ αυτήν, την περιφρονούν, επειδή, λέγουν, κρύβει δόλιους σκοπούς, είναι επικίνδυνη και απομακρύνει από τον Θεό. Γιατί όπως ακριβώς δεν πρέπει να περιφρονούμε τόιν ουρανό, τη γη και τον αέρα, και όσα υπάρχουν σ’ αυτά, επειδή μερικοί έχουν σχηματίσει λανθασμένη αντίληψη και, αντί να λατρεύουν τον Θεό, λατρεύουν τα δημιουργήματά Του, αλλά αφού πάιρνουμε απ’ αυτά ο, τι είναι χρήσιμο για τη ζωή και την απόλαυσή μας, αποφεύγουμε ο, τι είναι επικίνδυνο.... Κατά τον ίδιο τρόπο και από αυτά που μας προσφέρει η εξωχριστιανική παιδεία παραδεχτήκαμε ο, τι είναι χρήσιμο στην έρευνα και στις θεωρητικές αναζητήσεις, ενώ αποκρούσαμε καθετί που οδηγεί στην ειδωλολτρεία, στην πλάνη και στο βάθος της καταστροφής. Μάλιστα από την εξωχριστιανική παιδεία έχουμε και ωφεληθεί στην ευσέβεια και στη λατρεία του Θεού, γιατί γνωρίσαμε καλά το ανώτερο από το χειρότερο και έχουμε κάμει δύναμη της διδασκαλίας μας τις αδυναμίες εκείνης. Λοιπόν δεν πρέπει να περιφρονούμε την παιδεία, επειδή μία τέτοια περιφρόνηση φαίνεται καλό σε μερικούς. Αντίθετα πρέπει να θεωρούμε αμαθείς και αμόρφωτους τους ανθρώπους που έχουν αυτή την αντίληψη».
Μ’ αύτόν τον ωραίο τρόπο ο Άγιος συνιστά την «θύραθεν» ή «έξωθεν» παιδεία, δηλαδή τα ελληνικά γράμματα από τον Όμηρο μέχρι τους κλασικούς συγγραφείς, ως εισαγωγική και ως συμπληρωματική προς την ανώτερη αγωγή που είναι η χριστιανική. Σχετικά με το αίτημα του Ιουλιανού να μη διορίζονται οι Χριστιανοί ως δάσκαλοι των ελληνικών γραμμάτων ο Γρηγόριος έγραψε δύο πολύ ενδιαφέροντα κείμενα με τον τίτλο «Προς Ιουλιανόν Βασιλέα Στηλιτευτικός» και με αρίθμηση Α΄και Β΄ Στον Α΄Στηλιτευτικό, αφού αναλύει με θαυμαστή γνώση τι απορρίπτουν οι Χριστιανοί και τι διατηρούν από τα κείμενα των Αρχαίων, απευθύνει προς τον Ιουλιανό το ρητορικό ερώτημα: «Τίνος του ελληνίζειν εισίν οι λόγοι;»(2). Δηλαδή ποιος έχει το δικάιωμα να διδάσκει και να μελετά τα αρχαία ελληνικά κείμενα; Και συνεχίζει: «Ή θα μας πείς ότι είναι δικάιωμα μόνον των οπαδών της αρχαίας θρησκείας ή όλου του έθνους». Και δίνει αμέσως ο Γρηγόριος την απάντηση: «Δεν είναι δικάιωμα μόνον των οπαδών της αρχαίας θρησκείας η διδασκαλία των ελληνικών κειμένων».
Κατά τον Γρηγόριο το δικάιωμα αυτό το έχουν όσοι πιστεύουν ότι ανήκουν στο «έθνος» κατά την ορολογία που ο ίδιος χρησιμοποιεί. Πρόκειται για τον πρώτο χριστιανικό ορισμό περί έθνους, όπου ο Άγιος προσδίδει έννοια πολιτιστική, μορφωτική και όχι φυλετική, βιολογική. Αισθάνεται ότι και ο ίδιος ανήκει σ’ αυτό το έθνος του Οικουμενικού Ελληνισμού, που όπως μαρτυρεί και η ετυμολογία της λέξεως είναι κοινότητα ηθών και εθίμων ( έθνος: από τη λέξη έθος=συνήθεια). Μία πολιτιστική κοινότητα είναι ο Ελληνισμός κατά τον Άγιο Γρηγόριο θεμελιωμένη επάνω στην ελληνική κλασική παιδεία και στην Ορθόδοξη Χριστιανική αγωγή. Αυτό ήταν και το μορφωτικό πρότυπο των Τριών Ιεραρχών, το οποίο δυστυχώς εγκαταλείπεται στις ημέρες μας.
Την ευγνωμοσύνη του για την Ελλάδα όπου σπούδασε ( Αθήνα) και την εκτίμησή του για τους Έλληνες που γρήγορα και αβίαστα δέχθηκαν τον Χριστιανισμό εκφράζει ο Άγιος Γρηγόριος σε ένα επίγραμμά του από τη σειρά «Έπη εις εαυτόν»(3). Μιμούμενος αριστοτεχνικά τα αρχαιοελληνικά επιγράμματα γράφει:
«Ελλάς εμή, νεότης τε φίλη, κι όσσα πέπασμαι και δέμας ως Χριστώ είξατε προφρονέως». Που σημαίνει: Ελλάδα μου, αγαπημένη, όπου πέρασα τη νεότητά μου και όσσα με συγκροτούν και σώμα μου, σας αγαπώ, διότι προθύμως δοθήκατε στον Χριστό! Αυτό είναι το τελικό κριτήριο για κάθε παιδευτικό αγαθό που προσφέρει η ελληνική παιδεία, μας λέγει ο Άγιος. Η αναφορά στον Χριστό, ο πνευματικός προσανατολισμός μας προς τον αληθινό Θεό και το Ευαγγέλιό του. Η ελληνική παιδεία είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο αρκεί να οδηγεί στην Χριστιανική αγωγή και να μη μας αοκόπτει από αυτή.
Έτσι με τη βοήθεια των μεγάλων Πατέρων και με την συνεισφορά των δασκάλων του Γένους και του πιστού λαού δημιουργήθηκε η ελληνορθόδοξη παιδεία. Σ’ αυτό το πνευματικό και ηθικό έρεισμα στηρίχθηκε ο Ελληνισμός σε καλές αλλά και σε δύσκολες στιγμές και αυτό το πολιτιστικό αγαθό προσέφερε με οικουμενική διάθεση σε άλλους λαούς. Η ελληνορθόδοξη παιδεία των Τριών Ιεραρχών είναι ταυτοχρόνως πανανθρώπινη και ελληνική, διαχρονική και επίκαιρη. Γι’ αυτό μπορεί να μας κρατήσει όρθιους και σήμερα απέναντι στην υλιστική και ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση.
ΠΗΓΗ ekklisiaonline.gr