Τα παλικάρια της Παναγιάς και της Πατρίδας
Μόνο ως θαύμα μπορεί να εκληφθεί ο Αγώνας της ΕΟΚΑ που κατάφερε να γονατίσει την παντοδύναμη Βρετανική αυτοκρατορία...
«Καθόμουν και έκλαιγα για την Ελλάδα. Παναγιά μου βοήθα κι αυτή τη φορά τους Έλληνες... ασπάσθηκα την εικόνα της, βγήκα από το εκκλησάκι, πήδηξα στο άλογό μου και έφυγα. Σε λίγο μπροστά μου ξεπετάγονταν οχτώ αρματωμένοι» Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Όταν νιώθεις το άδικο να σφίγγεται γύρω από τον λαιμό σου σαν αλυσίδα ατσάλινη και να σε καταβάλλει, μόνο ένας λόγος μπορεί να σε κάνει να σταθείς και να την σπάσεις: Η πίστη.
Τώρα που η στοργική Ελληνική φύση αναγεννιέται, ξεκλέψτε δύο στιγμές φευγαλέα στην αγκαλιά της και αναλογιστείτε τα παλικάρια που φώλιασαν στα στήθια της μέσα στους αιώνες. Από τον Βαγορή που μνημονεύουμε σήμερα, μέχρι τον Ανδρούτσο και τον Λεωνίδα.
Ένα πράγμα συνδέει το παλικάρι μέσα στους Ελληνικούς αιώνες: Το βάρος που έπρεπε να σηκώσει, σαν η μοίρα να ήθελε Σίσσυφους σε αυτά τα άγια χώματα. Πάντα οι λίγοι, οι εκλεκτοί απέναντι σε βράχο ασήκωτο και εφιάλτες να κεντάνε τα πλευρά τους. Όταν έρχεται η στιγμή που η σάρκα πρέπει να συγκρουστεί με τον γρανίτη, εκεί που ακόμα και το ατσάλι λυγίζει, δεν είναι η τρέλα, η αποκοτιά που κάνει τον άνθρωπο ατρόμητο. Είναι η Πίστη.
Η Πίστη που έκανε τον Παλαιολόγο αιώνιο σαν καθάριο μάρμαρο, τον Σαμουήλ να δώσει την άσβεστο Λάμψη στην Άπειρο Γη, τον Αυξεντίου να υπερβαίνει το μαρτύριο της αυτοκρατορικής λόγχης στα σωθικά του και να τραγουδά τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν», αυτή την καθάρια Κυρά, γλυκιά σαν Παναγιά.
Γιατί στον τόπο της Θυσίας, εκεί που ο αγώνας των Παλικαριών γινόταν Ύμνος και τα Κόκκαλα Ιερά, υπήρχε πάντα η Κυρά της Μάχης. Όπως την έβλεπαν οι σκοποί στην παγωμένη Πίνδο να τους κρατά συντροφιά σαν μάνα μαυροφορεμένη ή σαν Δόξα με δαφνοστέφανο, ένα με την καθάρια Γη. Πιστοί και άπιστοι την είδαν και γέμισαν δύναμη για να κάνουν τις μεγάλες υπερβάσεις που έμειναν χαραγμένες στους αιώνες της Ελληνικής Δόξας.
Μόνο στην Ελλάδα το δίκιο νίκησε το άδικο τόσες φορές όταν όλα έμοιαζαν χαμένα. Και όλες τις φορές όλοι εθαύμασαν. Και οι τεχνοκράτες και οι στρατοκράτες και οι γραφιάδες εθαύμαζαν μία χούφτα παλικάρια να αντιστέκονται και να νικούν τους τρανούς, τους πανίσχυρους, τους τρομερούς, τους Άδικους. Και η θυσία τους να γίνεται φλόγα θαυμαστή και να φωτίζει όλη την ανθρωπότητα που ήθελε Ανθρωπιά.
Γιατί μια χούφτα ήταν πάντα αυτοί που έφερναν την φλόγα στην Πατρίδα, μην γελιέστε. Τι και αν κάποιοι δεν μπορούσαν αυτή την λάμψη της Λευτεριάς να αντικρύσουν, τόσα χρόνια μαθημένοι στο σκοτάδι, τι και αν κάποιοι ήθελαν ν' ανταλλάξουν της Πατρίδας το καντήλι για μία χούφτα αργύρια...
Μία χούφτα παλικάρια πάντα έφθαναν να ξεσηκώσουν τους πολλούς και να ποτίσουν το δέντρο της ζωής, της Λευτεριάς. Φτωχοί και πλούσιοι, Λεβέντες και Λεβέντισσες, Λουλούδια πλασμένα από το χώμα της Πατρίδας, πάντα με τον ίδιο στρατηγό: Την Υπερμάχω.
Αυτό που πάντα «εθαύμαζαν» βλέπετε οι πολλοί, ήταν πραγματικά ένα Θαύμα.