Βαρουφάκης: Δεν εκλεχτήκαμε για να κάνουμε ό,τι και οι προηγούμενοι
Σαφή μηνύματα με κύριο αποδέκτη την καγκελάριο της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ έσπευσε να στείλει ο Γιάνης Βαρουφάκης - Τι λέει για το δημόσιο χρέος και τη συμφωνία «που μας πιέζουν να υπογράψουμε για να μην χρεοκοπήσουμε», ταπεπραγμένα των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων, το παρασκήνιο των συνεδριάσεων του Eurogroup, τις συζητήσεις του με Γερμανούς αξιωματούχους, αλλά και για το τιπρέπει να γίνει ώστε να μπει τέλος στην ελληνική κρίση.
«Έντιμη συμφωνία ή θα μας ρίξει στη θάλασσα - Παρουσιάσαμε πρόταση που το Eurogroup αρνήθηκε να συζητήσει - Δεν δέχομαι μη βιώσιμα δάνεια από τους ευρωπαίους φορολογούμενους», τονίζει μεταξύ άλλων ο υπουργός Οικονομικών στο άρθρο του–ποταμός στη γερμανική «Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung» και ενώ οι διαπραγματεύσεις για την επίτευξη οριστικής συμφωνίας κλιμακώνονται σε Αθήνα και Βρυξέλλες.
Παράλληλα, ο κ. Βαρουφάκης απαντά «όχι, ευχαριστούμε» στο αίτημα των δανειστών «να επεκτείνουμε την κρίση κάνοντας ό,τι και οι προηγούμενοι».
«Να πράξω όπως οι προκάτοχοί μου τότε; Nα πάρω τα χρήματα και να επεκτείνω την κρίση στο μέλλον; Δεν εκλεχτήκαμε για να κάνουμε τα ίδια», καθιστά σαφές, για να συμπληρώσει αναφερόμενος στη Μέρκελ:
«Η Γερμανίδα Καγκελάριος βρίσκεται πριν από μια κρίσιμη συμφωνία τη Δευτέρα. Πρέπει να δεχθεί μια έντιμη συμφωνία με μια κυβέρνηση που απέρριψε το πακέτο διάσωσης και διαπραγματεύεται για μια λύση, ή να ακολουθήσει τις φωνές κάποιων από την κυβέρνησή της που επιθυμούν να πετάξουν στη θάλασσα τη μόνη ελληνική κυβέρνηση που παραμένει πιστή στις αρχές της και μπορεί να φέρει τον ελληνικό λαό στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων».
Ο κ. Βαρουφάκης «καρφώνει» μάλιστα τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αποκαλύπτοντας: «Στην πρώτη μου επίσκεψη ως Υπουργός Οικονομικών στο Βερολίνο, θυμάμαι μια συνάντηση με Γερμανό αξιωματούχο, καθώς πήγαινα να συναντήσω τον Σόιμπλε. Μισοαστεία με ρώτησε: “Πότε θα πάρω πίσω τα χρήματά μου;”», ενώ σχετικά με τη συνάντηση του Eurogroup την περασμένη Πέμπτη (18/6) επανέλαβε ότι παρουσίασε μια εμπεριστατωμένη πρόταση που, όπως είπε, «θα έδινε τέλος στην κρίση και στην Ελλάδα τη δυνατότητα να αποπληρώσει το χρέος της, αλλά δυστυχώς το Eurogroup αρνήθηκε να συζητήσει την πρότασή μας».
«Περιελάμβανε βαθιές μεταρρυθμίσεις, ένα μηχανισμό αυτόματου φρεναρίσματος του ελλείμματος που εξασφαλίζει ότι δεν θα ξαναϋπάρξουν πρωτογενή ελλείμματα, και μια ιδέα για ανταλλαγή μέρους του ελληνικού χρέους μεταξύ των θεσμών που δεν απαιτεί ούτε ένα ευρώ νέας χρηματοδότησης για το κράτος μας», αναφέρει χαρακτηριστικά και προσθέτει: «Πιστεύουμε ότι αυτή η συμφωνία θα έσπαγε τον φαύλο κύκλο που ξεκίνησε το 2010».
Καταλήγοντας, ο υπουργός Οικονομικών, αφού ξεκαθαρίζει ότι δεν έχει αλλάξει άποψη από την ημέρα που μπήκε για πρώτη φορά στο Υπουργείο Οικονομικών, υποστηρίζοντας ότι «υποσχέθηκα να μην παραδοθώ στη συνήθεια των προκατόχων μου να αποδέχονται μη βιώσιμα δάνεια από τους Ευρωπαίους φορολογούμενους ως βραχυπρόθεσμη λύση στα προβλήματά μας», υπογραμμίζει: «Η επίσημη Ευρώπη μάς ωθεί να υπογράψουμε τη συμφωνία. Να κάνουμε το σωστό και να αποδεχτούμε την τελική προσφορά των θεσμών για να αποφύγουμε τη χρεοκοπία. Αυτό είναι που έγινε και το 2010. Μου ζητούν να πράξω όπως οι προκάτοχοί μου είχαν πράξει τότε. Να πάρω τα χρήματα, να επεκτείνω την κρίση στο μέλλον, και να προσποιηθώ ότι έχει… ξεπεραστεί. Όχι, ευχαριστούμε! Δεν εκλεγήκαμε για να κάνουμε τα ίδια»!
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του Γιάνη Βαρουφάκη:
Στις αρχές του 2010 απογοήτευσα κάμποσα μέλη της Ελληνικής κυβέρνησης με τα οποία προηγουμένως είχα εγκάρδιες σχέσεις. Ο λόγος ήταν επειδή ήμουν αντίθετος στην απόφασή τους να ζητήσουν ένα μεγάλο δάνειο από τους Γερμανούς φορολογούμενους.
Παρόλο που δεν είναι από μόνο του κακό να δανείζεται κάποιος, είναι απαράδεκτο να ψάχνει δάνεια με σκοπό να αποκρύψει το γεγονός ότι έχει γίνει αφερέγγυος. Ο αφερέγγυος επιτρέπεται να ξαναδανειστεί, αλλά μόνο αφού έχει «μεταρρυθμιστεί» και το χρέος του έχει αναδιαρθρωθεί.
Τον Μάιο του 2010, η τότε κυβέρνηση με θεώρησε «εθνοπροδότη» επειδή αντιτέθηκα στην πρώτη «διάσωση», η οποία προσπάθησε να καλύψει το πρόβλημα της χρεοκοπίας του Ελληνικού κράτους μεταμφιέζοντάς το σε πρόβλημα έλλειψης ρευστότητας. Το σκεπτικό μου ήταν απλό: για πολλά χρόνια, ένα καταναλωτικό ξεφάντωμα που χρηματοδοτούνταν από τους ίδιους τους πωλητές, μετέτρεπε δάνεια από την βόρεια Ευρώπη σε BMW ελληνικής ιδιοκτησίας, και άλλα τέτοια αγαθά, στο πλαίσιο γενικευμένης πυραμιδικής δήθεν ανάπτυξης. Αλλά όταν η Lehman Brothers κατέρρευσε, και οι ροές κεφαλαίων σταμάτησαν, η οικονομία μας μπήκε σε ύφεση, το εθνικό εισόδημα έφθινε, και το βουνό του χρέους έπαψε να είναι εξυπηρετήσιμο.
Το 2010 η Ελλάδα δεν χρωστούσε ούτε ένα ευρώ στους Γερμανούς φορολογούμενους! Θα έπρεπε αυτό να το διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού. Οι ανεύθυνοι Έλληνες δανειζόμενοι και οι ανεύθυνοι Γερμανοί δανειστές θα έπρεπε να είχαν υποστεί τις συνέπειες. Όχι να πληρώσουν τα σπασμένα οι φτωχότεροι Έλληνες και οι ανυποψίαστοι Γερμανοί φορολογούμενοι. Αντί για αυτό, οι κυβερνήσεις μας, Ελλάδας και Γερμανίας, στο όνομα της Ευρωπαϊκής... «αλληλεγγύης» επέτρεψαν τη μεταβίβαση των ιδιωτικών ζημιών από τα βιβλία των ιδιωτικών τραπεζών στους ώμους των ασθενέστερων Ελλήνων και, κατά συνέπεια, των Γερμανών φορολογούμενων.
Αυτά τα νέα δάνεια, τα μεγαλύτερα στην ιστορία, δόθηκαν υπό τους όρους μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής. Κάτω από το άγρυπνο μάτι της τρόικας, το κρατικό δομικό έλλειμμα μετατράπηκε σε πλεόνασμα κατά ένα εντυπωσιακό 20% του εθνικού εισοδήματος, οι μισθοί μειώθηκαν 37%, οι συντάξεις έως και 48%, η απασχόληση στο δημόσιο 30%, η κατανάλωση 33%, ακόμα και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε κατά 16%.
Πέντε χρόνια μετά, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου, μετακόμιζα στο Υπουργείο Οικονομικών. Γιατί εκλεχτήκαμε; Διότι, εν τω μεταξύ, ως αποτέλεσμα της προαναφερθείσας «προσαρμογής», η οικονομική δραστηριότητα ασφυκτιούσε, το συνολικό εισόδημα μειώθηκε κατά 27%, η ανεργία πήγε στα ύψη του 27%, η αδήλωτη εργασία έφτασε στο 34%, οι επενδύσεις και οι πιστώσεις εξανεμίστηκαν, και οι νέοι Έλληνες έφυγαν για άλλες χώρες – πολλοί από αυτούς στη Γερμανία – εξάγοντας πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο στο οποίο είχε επενδύσει το Ελληνικό κράτος. Εν τω μεταξύ το δημόσιο χρέος έχει ανέλθει σε €312 δισ. (παρά το μεγάλο κούρεμα το 2012), ενώ το εθνικό εισόδημα έχει κατρακυλήσει από το επίπεδο των €250 δισ. σε λιγότερα από €179 δισ.
Στην πρώτη μου επίσκεψη ως Υπουργός Οικονομικών στο Βερολίνο, θυμάμαι μια συνάντηση με Γερμανό αξιωματούχο, καθώς πήγαινα να συναντήσω τον Δρα Schäuble. Μισοαστεία με ρώτησε: «Πότε θα πάρω πίσω τα χρήματά μου;». Μπήκα στον πειρασμό να του θυμίσω ότι πέντε χρόνια τραγικών πολιτικών έχει συρρικνώσει τα εισοδήματα από τα οποία «τα χρήματά του» θα μπορούσαν να αποπληρωθούν. Ή ότι 90% από τα δάνεια στο Ελληνικό κράτος πήγαν στις τράπεζες, και μεγάλο μέρος από αυτά σε Γερμανικές τράπεζες. Αλλά δάγκωσα τη γλώσσα μου. Εξάλλου, το 2010 είχα εκφραστεί ενάντια στον Μνημονιακό δανεισμό επειδή ήξερα ότι θα δηλητηρίαζε τις σχέσεις μεταξύ των λαών μας. Το να δώσω συνέχεια σε τέτοιες κουβέντες δεν θα βοηθούσε στον σκοπό να μειωθεί η ενδο-ευρωπαϊκή διχόνοια.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, αρκετά πριν αποφασίσω να πολιτευτώ, έγραψα ένα άρθρο ως απάντηση στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Είχε τίτλο «Δάκρυα και Αίμα», και δυσαρέστησε πολλούς από τους συντρόφους μου. Σε αυτό ισχυριζόμουν ότι, παρόλο που είχαμε δίκιο να υποσχόμαστε έναν νέο δρόμο που θα έσπαγε τον αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο της λιτότητας και της ύφεσης, ο δρόμος αυτός δεν θα ήταν εύκολος. Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας και οι θεσμοί δεν θα παραδέχονταν εύκολα ότι το πενταετές πρόγραμμά τους για την Ελλάδα είχε αποτύχει. Τα «δάκρυα» και το «αίμα», έγραφα, ήταν οι μόνες προεκλογικές υποσχέσεις που θα ήταν συνεπείς με το γιγαντιαίο έργο του να σπάσει ο φαύλος κύκλος και να αρνηθούμε νέα δάνεια μέχρι να έχουμε μια βιώσιμη συμφωνία.
Την ημέρα που μπήκα για πρώτη φορά στο Υπουργείο Οικονομικών υποσχέθηκα να μην παραδοθώ στην συνήθεια των προκατόχων μου να αποδέχονται μη βιώσιμα δάνεια από τους Ευρωπαίους φορολογούμενους ως βραχυπρόθεσμη «λύση» στα προβλήματά μας. Σήμερα, η «επίσημη Ευρώπη» μας ωθεί να «υπογράψουμε τη συμφωνία να «κάνουμε το σωστό και να αποδεχτούμε την τελική προσφορά των θεσμών για να αποφύγουμε τη χρεωκοπία». Αυτό είναι που έγινε και το 2010! Μου ζητάνε να πράξω όπως οι προκάτοχοί μου είχαν πράξει τότε – να πάρω τα χρήματα, να επεκτείνω την κρίση στο μέλλον, και να προσποιηθώ ότι έχει… ξεπεραστεί. Όχι, ευχαριστούμε! Δεν εκλεχτήκαμε για να κάνουμε τα ίδια.
Την περασμένη Πέμπτη, στη συνάντηση του Eurogroup, παρουσίασα μια εμπεριστατωμένη πρόταση που θα έδινε τέλος στην κρίση και θα έδινε στην Ελλάδα τη δυνατότητα να αποπληρώσει το χρέος της. Περιλάμβανε βαθιές μεταρρυθμίσεις, έναν μηχανισμό αυτόματου φρεναρίσματος του ελλείμματος που εξασφαλίζει ότι δεν θα ξαναϋπάρξουν πρωτογενή ελλείμματα, και μια ιδέα για ανταλλαγή μέρους του ελληνικού χρέους μεταξύ των θεσμών που δεν απαιτεί ούτε ένα ευρώ νέας χρηματοδότησης για το κράτος μας. Πιστεύουμε ότι αυτή η συμφωνία θα έσπαγε τον φαύλο κύκλο που ξεκίνησε το 2010.
Δυστυχώς το Eurogroup αρνήθηκε να συζητήσει την πρότασή μας. Ωστόσο, τη Δευτέρα η Γερμανίδα Καγκελάριος θα έρθει αντιμέτωπη με το εξής δίλημμα:
Έντιμη συμφωνία με μια κυβέρνηση που ήταν ενάντια στις «διασώσεις» και τα μη βιώσιμα Μνημονιακά δάνεια, και που προτείνει λύση η οποία θα θέσει τέλος στην Ελληνική κρίση μια για πάντα;
Ή να υποκύψει στις σειρήνες στο εσωτερικό της κυβέρνησής της που την ενθαρρύνουν να ανατρέψει την μόνη Ελληνική κυβέρνηση που έχει αρχές και την δυνατότητα να πείσει τον Ελληνικό λαό πως πρέπει να αγκαλιάσει μια γνήσια μεταρρυθμιστική ατζέντα;
Η επιλογή, πολύ φοβάμαι, είναι δική της.