Newsbomb.gr
Πάρκο Τρίτση: Από την εγκατάλειψη και τη γραφειοκρατία στην ελπίδα αναγέννησης

Πάρκο Τρίτση: Από την εγκατάλειψη και τη γραφειοκρατία
στην ελπίδα αναγέννησης

Γράφει η Χρύσα Γρίβα

Ένα πάρκο με δέντρα, λίμνες, βλάστηση, νερά, λουλούδια και πουλιά, μια όαση ανάμεσα από το Ίλιον, τους Αγίους Αναργύρους και το Καματερό. Ένας τεράστιος χώρος πρασίνου, όχι μόνο για την Αττική, αλλά και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, στην καρδιά του Δυτικού Τομέα, της πιο «αδικημένης» περιοχής της πρωτεύουσας, κατά γενική ομολογία.

Είναι το «Πάρκο Τρίτση», όπως το γνωρίζουν οι κάτοικοι των περιοχών αυτών, που το επισκέπτονται καθημερινά και έχουν γίνει μάρτυρες της εξέλιξής του τα τελευταία χρόνια. Είναι το «Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης Αντώνης Τρίτσης», όπως ήταν η επίσημη ονομασία του μέχρι πρόσφατα, είναι το «Μητροπολιτικό Πάρκο Περιβαλλοντικών και Εκπαιδευτικών Δραστηριοτήτων και Ανάπτυξης Κοινωνικής Οικονομίας ’Αντώνης Τρίτσης’», όπως είναι σήμερα η ονομασία του.

Πηγή: intime

Με έκταση 1.200 στρέμματα, πέντε εισόδους ελεύθερες και ανοιχτές όλο το 24ωρο, με 15.000 επισκέπτες εβδομαδιαίως, είναι σαφές πως αποτελεί ένα «ορόσημο» για ολόκληρη την Αττική. Κι ενώ, θεωρητικά, ένας τέτοιος χώρος θα έπρεπε να είναι η «σημαία» της πολιτείας στα θέματα περιβάλλοντος, το Πάρκο Τρίτση ήταν επί χρόνια συνώνυμο της εγκατάλειψης και της αδιαφορίας. Οι λίμνες του στέρεψαν, τα νερά βάλτωσαν, τα κτήρια εγκαταλείφθηκαν και τα δρομάκια του γέμισαν σκουπίδια.

Το αιώνιο πρόβλημα της ελληνικής διοίκησης περί «αρμοδιότητας» χτύπησε και το πάρκο, με αποτέλεσμα, επί πολλά χρόνια, κάθε απόπειρα να μπει ένα τέλος στη φθίνουσα πορεία του, να βρίσκει τα ανυπέρβλητα εμπόδια της ελληνικής γραφειοκρατίας και να μην προχωρά. Υπό τη χρηματοδότηση του Πράσινου Ταμείου, μετά από πρόταση που υπέβαλε ο Φορέας Διαχείρισης του Πάρκου και η Περιφέρεια Αττικής, τον Μάιο ξεκίνησαν τα πρώτα έργα βιοκλιματικού σχεδιασμού και περιβαλλοντικής αναβάθμισης.

Το Newsbomb.gr και η ομάδα του Data Project επισκέφθηκαν το πάρκο, συνομίλησαν με εργαζόμενους, επισκέπτες, τη διοίκηση και την τοπική αυτοδιοίκηση και επιχειρούν να απαντήσουν στο «γιατί» το Πάρκο Τρίτση δεν είναι σήμερα αυτό που θα έπρεπε να είναι για τον Έλληνα πολίτη, τον Έλληνα φορολογούμενο, τον κάτοικο του Ιλίου, των Αγίων Αναργύρων και του Καματερού, αλλά και ολόκληρης της Αττικής.

Η προβληματική διαχείριση
Τα ζητήματα που χρειάζονται αντιμετώπιση
Έργα βιοκλιματικού σχεδιασμού και περιβαλλοντικής αναβάθμισης

Η ίδρυση Μητροπολιτικών Πάρκων στην Αττική ήταν ιδέα που γεννήθηκε επί υπουργίας Αντώνη Τρίτση, την περίοδο 1981-1984, στο τότε υπουργείο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΥΧΟΠ).
Το 1991, ο Αναπτυξιακός Σύνδεσμος Δυτικής Αθήνας (ΑΣΔΑ) σε συνεργασία με τους δήμους της περιοχής, ξεκίνησε τις πρώτες εργασίες στο χώρο, με χωματουργίες, φυτεύσεις και περιφράξεις, ενώ το 1992 άρχισε η κατασκευή του μικρού θεάτρου που βρίσκεται σήμερα κοντά στην κεντρική είσοδο του πάρκου και στα γραφεία διοίκησης. Το 1993, η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (ΚΕΔ) παραχώρησε έκταση 913 στρεμμάτων στον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Αθήνας (ΟΡΣΑ) και το τότε υπουργείο Περιβάλλοντος (ΥΠΕΧΩΔΕ) με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση (URBAN), άρχισε σημαντικά έργα διαμόρφωσης στο πάρκο.Η Τοπική Αυτοδιοίκηση έμεινε εκτός της όλης διαδικασίας και όπως καταγγέλλεται σε σχετικό έγγραφο του ΑΣΔΑ το 2007, «ο πρώτος εργολάβος δεν ολοκλήρωσε τις εργασίες που προβλέφτηκαν, ενώ το έργο του δεύτερου, που θα αποκαθιστούσε τα προβλήματα από τις εργασίες του πρώτου, δεν παραλήφθηκε ποτέ από τον ΟΡΣΑ. Μετά από πίεση των δήμων της περιοχής και του ΑΣΔΑ το ΥΠΕΧΩΔΕ δημιούργησε κοινή Επιτροπή Παραλαβής, που συνήλθε μία μόνο φορά και παρά την επιμονή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με ευθύνη του ΥΠΕΧΩΔΕ, δεν ξανασυνήλθε. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν πολλές κακοτεχνίες στα υλοποιημένα έργα, που χειροτέρεψαν με την εγκατάλειψη στη διάρκεια του χρόνου». Χαρακτηριστικό της προβληματικής διαχείρισης που ακολούθησε, μπορεί να θεωρηθεί και το γεγονός πως το Πάρκο Τρίτση, ως έργο, δεν παραδόθηκε ποτέ επισήμως. Εν τούτοις, ήταν ένας χώρος που έδωσε ανάσες στη Δυτική Αττική και αμέσως έγινε «μήλον της Έριδος», ως προς την εκμετάλλευσή του - αλλά και «καυτή πατάτα» την ίδια στιγμή. Επί σχεδόν 20 χρόνια, το Πάρκο Τρίτση υπάγεται στο υπουργείο Περιβάλλοντος απευθείας, καθώς ουσιαστικά στην Ελλάδα δεν λειτούργησε ποτέ κανένα άλλο από συνολικά 11 Μητροπολιτικά Πάρκα, όπως είχαν σχεδιαστεί από τον Αντώνη Τρίτση – με πολύ απλά λόγια, όπως είπε ένας εργαζόμενος στο Newsbomb.gr, «δεν ήξεραν τι να το κάνουν». Ακόμα και για την παραμικρή επέμβαση που έκρινε απαραίτητη η εκάστοτε διοίκηση του πάρκου, απαιτούνταν μια σειρά εγκρίσεων από διάφορες υπηρεσίες του υπουργείου και βεβαίως, χρηματοδότηση, που ποτέ, όσα χρόνια υφίσταται το Πάρκο Τρίτση, δεν ήταν ικανοποιητική. Παρότι πέρασαν από το πάρκο στελέχη με όρεξη και γνώσεις και προσπάθησαν να δώσουν λύσεις στα προβλήματα που συσσωρεύονταν, οι αγκυλώσεις και οι δαιδαλώδεις κινήσεις μέσα στο γραφειοκρατικό λαβύρινθο, έκανε όσους προσπαθούσαν να μοιάζουν με τον Σίσυφο, καταδικασμένοι στην αιώνια προσπάθεια χωρίς αποτέλεσμα. Από την άλλη, όπως υποστηρίζουν κάτοικοι της περιοχής που παρακολουθούν από κοντά – κυριολεκτικά και μεταφορικά – την κατάσταση, η μεγάλη πλειοψηφία όσων πήραν εντολή από την πολιτεία να αναλάβουν τη διαχείριση του πάρκου, το αντιμετώπισαν μάλλον ως «πάρεργο», παρά ως έναν οργανισμό που απαιτεί πλήρη και ουσιαστική αφοσίωση. Το 2016, συστάθηκε το νέο νομικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία του Πάρκου και ορίζει σαφώς τις αρμοδιότητες του Φορέα Διαχείρισης, με σκοπό ο οργανισμός να στελεχωθεί και να αναλάβει, πράγματι, τη συνολική διαχείριση του χώρου. Χρειάστηκε να φτάσει 2019 ώστε να δημοσιευθεί σε ΦΕΚ ο Κανονισμός Λειτουργίας και μόλις το 2020, το Πάρκο «έφυγε» από την αρμοδιότητα του υπουργείου Περιβάλλοντος και πέρασε στην αρμοδιότητα της Περιφέρειας Αττικής. «Είναι διαφορετικό να έχει την εποπτεία ενός τέτοιου έργου το κράτος, που έχει ακόμα 37 πάρκα σε όλη τη χώρα και διαφορετικό να την έχουμε εμείς, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, που κρινόμαστε από τους πολίτες για το έργο μας, καθημερινά», δήλωσε κατά την επίσημη έναρξη των έργων βιοκλιματικού σχεδιασμού και περιβαλλοντικής αναβάθμισης του πάρκου στις 7 Ιουνίου, ο Περιφερειάρχης Αττικής Γιώργος Πατούλης.

Ο Περιφερειάρχης Αττικής Γιώργος Πατούλης, κατά την επίσημη έναρξη των έργων βιοκλιματικού σχεδιασμού και περιβαλλοντικής αναβάθμισης του Πάρκου Τρίτση

«Το πρόβλημα για την, επί σειρά ετών, εγκατάλειψη αυτού του πνεύμονα πρασίνου είχε διττή αφετηρία: Τη διαχρονική έλλειψη χρηματοδότησης για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών του και τις ανεδαφικές, εκ του αποτελέσματος, αποφάσεις της πολιτείας για τη δημιουργία Φορέων, εκτός Τοπικής Αυτοδιοίκησης, χωρίς διακύβευμα. Ο Δήμος Ιλίου έκρουσε, πολλές φορές στο παρελθόν, τον κώδωνα του κινδύνου στην πολιτεία για την τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει το Πάρκο, με άμεσο κίνδυνο ανεπανόρθωτης καταστροφής του οικοσυστήματός του, ενώ είχε καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για τη διάσωσή του. Το αποτέλεσμα ήταν, τον Αύγουστο του 2019, να κάνουν τον γύρο της Ελλάδας ντροπιαστικές εικόνες εγκατάλειψης και αποσύνθεσης, γεγονός που ανάγκασε τον Δήμο Ιλίου να καταθέσει μηνυτήρια αναφορά κατά παντός υπευθύνου και τον τότε αρμόδιο Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστή Χατζηδάκη να δράσει άμεσα. Η απόδοσή του στην Περιφέρεια Αττικής ήταν, μετά από πολύ καιρό, το πρώτο βήμα προς τη θετική κατεύθυνση. Οι αποφάσεις για την υδροδότηση των λιμνών του από το πηγάδι Πρέση του Δήμου Ιλίου και η έναρξη της διαδικασίας στεγανοποίησης τους ήταν το επόμενο. Είμαστε, ως εκ τούτου, αισιόδοξοι για τη συνέχεια», δηλώνει στο Newsbomb.gr ο δήμαρχος Ιλίου, Νίκος Ζενέτος.

Το Πάρκο Τρίτση ξεχωρίζει μεταξύ των υπολοίπων της Αττικής, αλλά και όλης της χώρας, διότι έχει πολύ έντονο το υδάτινο στοιχείο: Σχεδιάστηκε με έξι τεχνητές λίμνες και ένα υδάτινο κανάλι να τις συνδέει. Καθώς πρόκειται για τεχνητές κατασκευές, το μεγάλο ζήτημα είναι η υδροδότησή τους, που δεν γίνεται με φυσικό τρόπο, αλλά απαιτεί πηγές, γεωτρήσεις και άλλες αυτού του τύπου λύσεις. Στο εύλογο ερώτημα πώς σχεδιάστηκαν αυτές οι λίμνες, χωρίς να έχει διασφαλιστεί η υδροδότησή τους, η απάντηση είναι αφοπλιστική: Όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ, όταν δημιουργήθηκαν οι λίμνες η ροή του νερού εξασφαλιζόταν από παρακείμενες πηγές και γεωτρήσεις, κάποιες από τις οποίες, για διάφορους λόγους… στέρεψαν! Καθώς ουσιαστικά δεν υπήρχε ισχυρός διοικητικός φορέας στο Πάρκο Τρίτση, ώστε να εμποδίσει τέτοιου είδους εξελίξεις ή, έστω, να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις για την υδροδότηση των λιμνών, η κατάσταση ολοένα χειροτέρευε.

Αποτέλεσμα αυτού ήταν το νερό στις λίμνες να βαλτώνει και να μειώνεται διαρκώς, να μοιάζει και να είναι βρώμικο, ενώ τα καλάμια «έπνιγαν» ανεξέλεγκτα το υδάτινο περιβάλλον. Ταυτοχρόνως, η εγκατάλειψη άφηνε σημάδια σε όλες τις υποδομές του πάρκου: Κτήρια αφέθηκαν άδεια και ρήμαζαν επί χρόνια, οι ξύλινες γέφυρες και εξέδρες δεν συντηρήθηκαν ποτέ, τα απορρίμματα των επισκεπτών δεν συλλέγονταν όπως έπρεπε και η κατάσταση στο Πάρκο Τρίτση έμοιαζε με κατηφόρα χωρίς τέλος. Κάτοικοι των γύρω περιοχών θυμούνται με απέχθεια περιόδους, ακόμα και πολύ πρόσφατα, όπου λόγω της υψηλής τοξικότητας των νερών, τα ψάρια πέθαιναν και μια έντονη δυσοσμία επικρατούσε στην ατμόσφαιρα.

Πάρκο Τρίτση, Μάρτιος 2011 – Πηγή: ΑΠΕ
Εικόνες εγκατάλειψης στο παρελθόν του Πάρκου Τρίτση

Τα τελευταία χρόνια, κάτι φαίνεται να αλλάζει. Η διοίκηση του πάρκου και η τοπική αυτοδιοίκηση, τόσο η Περιφέρεια Αττικής όσο και οι δήμοι που έχουν άμεση σχέση με το πάρκο (ο δήμος Ιλίου στον οποίο ανήκει διοικητικά και ο δήμος Αγίων Αναργύρων – Καματερού που γειτνιάζει), προχώρησαν τις διαδικασίες για να λυθούν συγκεκριμένα προβλήματα.

Η μπουλντόζα, που θεωρείται περίπου… συνώνυμη των έργων στη χώρα μας, μπήκε στο Πάρκο Τρίτση τον Μάιο. Ο Φορέας Διαχείρισης του πάρκου, που προς το παρόν στελεχώνεται κυρίως από αποσπασμένους υπαλλήλους άλλων υπηρεσιών, υπέβαλε ολοκληρωμένη πρόταση για την Περιβαλλοντική, Αισθητική και Λειτουργική Αναβάθμιση στο Πράσινο Ταμείο, με αίτημα χρηματοδότησης. Πράγματι, έργα συνολικού προϋπολογισμού 3 εκατ. ευρώ εγκρίθηκαν από το Ταμείο και σε αυτή τη φάση, έχει ξεκινήσει η πραγματοποίηση του Υποέργου Ι, δηλαδή η στεγάνωση της λιμνοδεξαμενής Νο 5 και του καναλιού που τη συνδέει με τη λιμνοδεξαμενή Νο6. Το έργο αυτό αναμένεται να παραδοθεί τον Νοέμβριο του 2021, ενώ κατά την πραγματοποίησή του «κλείνει» μόνο ένα ελάχιστο τμήμα του πάρκου για το κοινό.

Εκτός του άμεσου προβλήματος υδροδότησης όμως, το οποίο διευθετείται πλέον σε πολύ μεγάλο βαθμό, η πρόταση προς το Πράσινο Ταμείο περιλαμβάνει και το Υποέργο ΙΙ, τη βιοκλιματική ανάπλαση μιας «έξυπνης διαδρομής» μήκους 1,5 χιλιομέτρου, που διατρέχει τον κορμό του πάρκου και στοχεύει να «φέρει» το Πάρκο στη νέα εποχή. Είναι σχεδιασμένη ώστε να αφήνει αναμονές, να μπορεί δηλαδή να συνδεθεί με μετέπειτα έργα βιοκλιματικής κατεύθυνσης σε ολόκληρο το πάρκο. Αξίζει να επισημάνουμε πως όλες οι εργασίες ανάπλασης στο στάδιο αυτό είναι σχεδιασμένες με βάση τη βιοκλιματική αρχιτεκτονική, την οικολογία και τη βιωσιμότητα και γίνονται με επιμέλεια: Κανένα υλικό που αφαιρείται δεν καταλήγει στα απορρίμματα, αλλά αντίθετα επαναχρησιμοποιείται σε άλλη, καταλληλότερη θέση. Για παράδειγμα, εάν από κάποιο σημείο χρειαστεί να αφαιρεθούν ασβεστόλιθοι, τότε αυτό θα γίνει με επιμέλεια, ώστε να αποθηκευτούν και να χρησιμοποιηθούν σε άλλο σημείο.
Το Υποέργο ΙΙ βρίσκεται σήμερα στη φάση ανοιχτού διαγωνισμού.
«Η ανάπτυξη και αξιοποίηση του Πάρκου είναι μονόδρομος για τον Φορέα Διαχείρισης, ακριβώς γιατί αποτελεί πηγή ζωής για χιλιάδες κατοίκους της Δυτικής Αθήνας. Συνεπώς, απαιτούνται μόνιμες και ουσιαστικές λύσεις, τόσο στα χρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζει, όσο και σε αυτά που ανακύπτουν από την καθημερινότητα. Μόνο έτσι θα εκπληρωθεί ο ρόλος του ως οικοσύστημα που παρέχει υπηρεσίες ζωτικής σημασίας στους πολίτες και εμείς θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για οριστική αλλαγή σελίδας στην επιβίωσή του», δηλώνει ο δήμαρχος Ιλίου, Νίκος Ζενέτος.

Τα πτηνά του πάρκου

Από το 2005 στο Πάρκο Τρίτση δραστηριοποιείται συστηματικά, κυρίως με δράσεις περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία (ΕΟΕ), αν και όπως δηλώνει στο Newsbomb.gr η κυρία Ευγενία Πανώριου, υπεύθυνη Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης ΕΟΕ, η Εταιρεία είχε εντοπίσει τη σπουδαιότητα του πάρκου για τα άγρια πουλιά από τη δεκαετία του 1990. Ουσιαστικά, όπως μας λέει η ίδια, πρόκειται για μία «όαση» εντός αστικού ιστού και ειδικά τα μεταναστευτικά πουλιά την έχουν μεγάλη ανάγκη, ως σταθμό ανάπαυσης στο μεγάλο ταξίδι τους.

Κατά την περίοδο 1993-2017, η Ορνιθολογική έχει παρατηρήσει στο πάρκο 198 είδη πουλιών, μεταξύ των οποίων και 12 που είναι ξενικά και δεν εμφανίζονται στην Ελλάδα, γεγονός που σημαίνει ότι είτε δραπέτευσαν από αιχμαλωσία και βρήκαν ασφαλές καταφύγιο στην περιοχή, είτε ελευθερώθηκαν-αφέθηκαν από ιδιώτες. Ένα από αυτά, ο Ευπατρίδης Ψιττακίσκος Psittacula eupatria, ένα είδος εξωτικού παπαγάλου, αναπαράγεται τα τελευταία χρόνια εντός του Πάρκου, όπου και διατηρεί πλέον έναν μικρό πληθυσμό.

Πάρκο Τρίτση, Αύγουστος 2019 – Πηγή: ΑΠΕ
Στο πάρκο έχουν παρατηρηθεί σχεδόν
όλα τα είδη των ερωδιών της Ελλάδας,
από τα πιο κοινά όπως ο Σταχτοτσικνιάς
έως τα πιο σπάνια, όπως ο Ήταυρος και
ο Πορφυροτσικνιάς.
Στις λίμνες ζουν νερόκοτες, φαλαρίδες,
νανοβουτηχτάρια, αλλά
και αλκυόνες, πράσινοι παπαγάλοι,
σουσοτράδες, χελιδόνια και σταχτάρες,
καρακάξες, κοκκινολαίμηδες, σπουργίτια,
σπίνοι και δεκάδες ακόμα πτηνά.

Η Ιστορία του πάρκου

1833-1863

Η περιοχή που σήμερα βρίσκεται το «Μητροπολιτικό Πάρκο Περιβαλλοντικών και Εκπαιδευτικών Δραστηριοτήτων και Ανάπτυξης Κοινωνικής Οικονομίας ’Αντώνης Τρίτσης’» ήταν τουρκικό τσιφλίκι, έως την Ελληνική Επανάσταση. Το 1833 ο γαιοκτήμονας Ιωάννης Παπαθεωδώρου Λεφάκης, από την Άνδρο, αγόρασε τη γη και ίδρυσε το πρώτο κτήμα. Το κτήμα του Λεφάκη ήταν έκτασης περίπου 300 στρέμματα, περίπου εκεί που σήμερα βρίσκεται ο Πύργος Βασιλίσσης. Αργότερα το κτήμα αυτό πωλήθηκε σε Άγγλους γαιοκτήμονες, οι οποίοι δυσκολεύτηκαν στη διαχείρισή του. Η τότε βασίλισσα Αμαλία, σε επίσκεψή της στην περιοχή, γοητεύτηκε από τη γη, την αγόρασε το 1848 και αποφάσισε να την αξιοποιήσει. Σύντομα άρχισαν να αγοράζονται οι γύρω εκτάσεις και τελικά, το 1861, έναν χρόνο πριν την έξωση του Όθωνα, το κτήμα έφτασε τα 2.500 στρέμματα.

Εν τω μεταξύ είχε διαμορφωθεί ένα πρότυπο αγρόκτημα στο οποίο φυτεύτηκαν χιλιάδες οπωροφόρα δένδρα, 3.700 μουριές, πολλά στρέμματα φιστικιές, περίπου 180 στρέμματα αμπέλια, χιλιάδες ελαιόδεντρα, σπάνιες ποικιλίες καλλωπιστικών φυτών από χώρεςτου εξωτερικού, καλλιέργειες με βαμβάκι, καλαμπόκι, τριφύλλι, βρώμη, βρίζα, πατάτες, κουκιά, φασόλια. Αγοράστηκαν 40 αγελάδες καλής ράτσας από την Αγγλία, την Ελβετία και το Ολδεμβούργο, πτηνά από τις Ινδίες και την Αφρική, πρόβατα μερινός, χοιρίδια, αραβικά άλογα, ενώ λέγεται επίσης ότι η βασίλισσα έφερε και καμηλοπαρδάλεις! Παράλληλα κατασκευάστηκαν κτήρια, τόσο για να χρησιμοποιηθούν ως στάβλοι όσο και ως οικίες των εργατών, ενώ για την ανάγκη της άρδευσης έγιναν γεωτρήσεις, ανοίχτηκαν νέα πηγάδια και για την ανάγκη των καλλιεργειών αγοράστηκαν σύγχρονα μηχανήματα. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το 1856 το κτήμα είχε ήδη διαμορφωθεί και η βασίλισσα Αμαλία το επισκεπτόταν πολύ συχνά. Την ίδια περίοδο στη θέση παλιού Πύργου, κατασκευάστηκε ένας νέο, γοτθικού ρυθμού, ο γνωστός σήμερα ως «Πύργος Βασιλίσσης», που εγκαινιάστηκε το 1854.

Μάλιστα τότε, Όθωνας και Αμαλία, επηρεασμένοι από τη Μεγάλη Ιδέα και την επτάλοφο Κωνσταντινούπολη, πρόσθεσαν έναν τεχνητό λοφίσκο στους έξι φυσικούς που υπήρχαν στο κτήμα, τους έδωσαν τα ονόματα Αργοναυτών: Ιάσων, Πολυδεύκης, Κάστωρ, Θησέας, Ηρακλής, Ορφεύς, Πηλεύς και συνολικότερα στο κτήμα το τοπωνύμιο «Επτάλοφος».

Η βασίλισσα Αμαλία στην επιχρωματισμένη λιθογραφία του Franz Seraph Hanfstaengl, βασισμένη σε έργο του Ernst Wilhelm Rietschel, 1854. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Συλλογή Χαρακτικών

1863-1940

Μετά την έξωση του Όθωνα, το κτήμα περνάει στο υπουργείο Οικονομικών και ενοικιάζεται σε διάφορους γαιοκτήμονες που επιχειρούν να διατηρήσουν την αρχική μορφή του – χωρίς πάντως να φτάνει ξανά το επίπεδο που είχε επί Αμαλίας, μέχρι που περιήλθε στην ιδιοκτησία του ζεύγους Ιωάννη Βαπτιστή Σερπιέρη και Πηνελόπης Λιδωρίκη, που αποφάσισαν να το «ξαναζωντανέψουν», το 1931. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος διέκοψε τα σχέδιά τους και όταν οι Ναζί μπήκαν στην Αθήνα, εγκαταστάθηκαν και στο κτήμα.

1945-1993

Μετά την Απελευθέρωση, το κτήμα Πύργος Βασιλίσσης περιήλθε στο Δημόσιο, το οποίο παραχωρεί διαδοχικά εκτάσεις του: Στο Ίδρυμα Αποκατάστασης Αναπήρων, σήμερα Εθνικό Κέντρο Αποκατάστασης, στο Κέντρο Βρεφών Μητέρα, σήμερα Κέντρο Προστασίας του Παιδιού Αττικής, καθώς και στο Ίδρυμα Προστασίας και Αποκατάστασης Παίδων και Νέων με νοητική Υστέρηση η Θεοτόκος, έως ότου, το 1993 η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (ΚΕΔ) παραχώρησε στον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Αθήνας (ΟΡΣΑ), έκταση 913 στρεμμάτων με αόριστη διάρκεια, με σκοπό τη «δημιουργία υπερτοπικού πόλου αναψυχής» - ήταν η αρχή της δημιουργίας του σημερινού Πάρκου Τρίτση.

Πύργος Βασιλίσσης

Αν και οι απαρχές της δημιουργίας της έκτασης που σήμερα βρίσκεται το Πάρκο Τρίτση εντοπίζονται στην προσπάθεια της τότε βασίλισσας Αμαλίας να δημιουργήσει ένα πρότυπο αγρόκτημα, σήμερα, ο Πύργος Βασιλίσσης, η βασιλική έπαυλη που κατασκεύασε τότε, σήμερα δεν ανήκει στο πάρκο. Γειτνιάζει εν τούτοις με το Πάρκο Τρίτση, στο τμήμα του καναλιού που συνδέει την πέμπτη με την έκτη λίμνη του και η πρόσβαση στον χώρο μέσω του πάρκου είναι ελεύθερη. Στο σημείο εκείνο δραστηριοποιείται η οργάνωση Γη, που έχει δημιουργήσει στα παλιά βασιλικά κτήρια το Κέντρο της Γης, ένα Κέντρο Περιβαλλοντικής και Κοινωνικής Εκπαίδευσης και Ευαισθητοποίησης.

Ο Πύργος Βασιλίσσης κατασκευάστηκε στη θέση ενός παλιού πύργου, είναι γοτθικού ρυθμού και έδωσε το όνομά του σε ολόκληρο το κτήμα, που σήμερα βρίσκεται υπό την ιδιοκτησία ιδιώτη. Ο Πύργος εγκαινιάστηκε το 1854, ενώ εκτός από την εντυπωσιακή είσοδο που ορθώνεται με την μορφή κάστρου με επάλξεις και μικρότερους πύργους σε βαθμιδωτή διάταξη, ξεχωρίζει και η κεντρική αίθουσα για τον περίτεχνο διάκοσμό της με τους γαλάζιους τοίχους, τη χρυσή γεωμετρική διακόσμηση, το ξύλινο πάτωμα από διαφορετικά είδη ξύλου, τα μικροέπιπλα και τα φωτιστικά γοτθικού ρυθμού. Ο κήπος του είναι καταπράσινος, με φοίνικες, αγάλματα ρομαντικού ύφους, σαρκοφάγους κι ένα σιντριβάνι, ενώ το κτήμα περιλαμβάνει αμπελώνα, οινοποιείο και στάβλους με άλογα. Σήμερα, ο Πύργος έχει συντηρηθεί και βρίσκεται σε άριστη κατάσταση, ενώ είναι επισκέψιμος μετά από προκαθορισμένο ραντεβού ξενάγησης.

Πηγή: pyrgosvasilissis.gr
Πηγή: pyrgosvasilissis.gr

Ιερός Ναός Αποστόλου Παύλου

Εντός του Πάρκου Τρίτση βρίσκεται ένας ιερός ναός ξεχωριστής αξίας και σημασίας: Πρόκειται για τον Ιερό Ναό Αποστόλου Παύλου, που κατασκευάστηκε το 1958, υπό την επίβλεψη του σπουδαίου αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη, στα τότε βασιλικά κτήματα. Πρόκειται για ένα πετρόκτιστο ναΐδριο, με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και αισθητική αξία, ένα έργο στο οποίο αρχιτέκτονας ήταν ο συνεργάτης του Πικιώνη, Θανάσης Κουτσογιάννης, ενώ όλες οι αγιογραφίες είναι του Φώτη Κόντογλου. Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 22 Ιουνίου 1960.

Πηγή: ΑΠΕ

Το εκκλησάκι βρίσκεται ανάμεσα στα πυκνά πεύκα και τη βλάστηση, προσαρμοσμένο απόλυτα στο φυσικό περιβάλλον, στο δυτικό τμήμα του πάρκου. Είναι τύπου «σταυρεπίστεγου βασιλικής» με ανοικτό υποστώο και για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν ειδικοί λίθοι. Το χτιστό του τέμπλο κοσμείται από τις φορητές αγιογραφίες του Χριστού του Ζωοδότη, της Παναγίας της Οδηγήτριας και του Ιωάννη του Προδρόμου, ενώ στον ναό υπάρχει και η εικόνα του Αγίου Παύλου – όλες έργα του Φώτη Κόντογλου.

Πηγή: parkotritsis.gr, Φωτογραφία: Καμίλλο Νόλλας,
δημοσιευμένη στο «Ο Άγιος Παύλος» του Εθνικού
Ιδρύματος Νεότητας, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2002

Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Πάρκου Τρίτση, το ΔΣ του Φορέα Διαχείρισης «με την απόφαση αρ.131/26.10.2017, έχει υποβάλει αίτημα στο Υπουργείο Πολιτισμού για την κήρυξη του Ναού Αποστόλου Παύλου ως διατηρητέου μνημείου με διευρυμένο καθεστώς προστασίας του περιβάλλοντος χώρου, των υπαίθριων διαμορφώσεων και των καλλιτεχνικών έργων του Φώτη Κόντογλου», ενώ ανάλογο αίτημα έχει καταθέσει και ο Δήμος Ιλίου, στον οποίο ανήκει χωροταξικά.

Ο ναός παρέμεινε κλειστός επί μία δεκαετία, όμως λειτουργεί ξανά από το 2017, εφόσον κατατεθεί σχετικό αίτημα για την τέλεση μυστηρίων, προς την ειδική επιτροπή για τη λειτουργία του και μάλιστα, πρόσφατα, έγιναν εκεί γυρίσματα για την τηλεοπτική σειρά «Άγριες Μέλισσες».