Μακεδονία: Πώς φτάσαμε μωρέ μέχρι εδώ;
Να έρχομαι σε επαφή με τους ανθρώπους, να φέρνω τους λίγους εγγύτερα στους πολλούς, να χειρουργώ με τις λέξεις και να σώζω τον ασθενή μου την τελευταία στιγμή. Δεν θέλω να σταματήσω να είμαι δημοσιογράφος, ακόμα και σε αυτή τη χρονική στιγμή, που η πένα μου δεν έχει πια σημασία, που η όποια αξία μου χωράει στο τρίλημμα “εθελούσια, μείον 40% ή αλλιώς απόλυση”, που κάποιοι έχουν κάμψει το φρόνημά μου. Το δημοσιογραφικό μου πνεύμα ήταν κάποτε ελεύθερο και ζωντανό. Τώρα ψυχορραγεί μέσα στα δεσμά του. Ακόμα κι έτσι όμως δεν θέλω να σταματήσω να είμαι δημοσιογράφος. Οι θαυματουργές λέξεις, η αξιοπρέπειά μου, η αγάπη μου για τη γραφή και την αλήθεια ήταν τα όπλα μου και δεν θέλω να τα παραδώσω. Δεν θέλω να πω αντίο. Πώς φτάσαμε μωρέ μέχρι εδώ;»
Το κείμενο αυτό δε μου ανήκει. Αν και το ζηλεύω για το πάθος, την αξιοπρέπεια, την αγάπη, τη βαθιά πίστη με την οποία είναι γραμμένο. Δε ζηλεύω, βέβαια, τη θέση στην οποία βρίσκεται η συνάδελφος που το έγραψε. Η ίδια και όλοι οι εργαζόμενοι του πάλαι ποτέ πανίσχυρου συγκροτήματος των εφημερίδων Μακεδονία-Θεσσαλονίκη. Τρεισήμισι μήνες απλήρωτοι. Δύο εβδομάδες σε επίσχεση εργασίας. Δεκατέσσερα χρόνια κοροϊδίας.
Δούλεψα επτά χρόνια στη Μοναστηρίου 85, απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης. Στις εποχές που ακόμα το Internet ήταν άγνωστη λέξη για τους πολλούς και τα γραφεία ήταν ακόμα γιαπί, ενόψει της επανέκδοσης των φύλλων, απάντησα στο ιστορικό τηλεφωνικό κέντρο 521.621, στο Θεσσαλονικιό που αγωνιούσε «πόσο είναι ο ΠΑΟΚ»; Όταν βγάλαμε το πρώτο φύλλο της επανέκδοσης και πούλησε 150.000 φύλλα. Δούλεψα πλάι σε εξαιρετικούς ανθρώπους: δημοσιογράφους, γραφίστες, δακτυλογράφους, γραμματείς, οδηγούς, λογιστές.
Ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί. Γιατί αυτή η πόλη παρέδωσε τις εφημερίδες της αμαχητί. Γιατί, στην κρισιμότερη περίοδο της ιστορίας της χώρας από τη μεταπολίτευση, η «Μακεδονία» απουσιάζει από τα περίπτερα της Θεσσαλονίκης επί δύο εβδομάδες και δεν έχουν ξεσηκωθεί ακόμη και οι πέτρες. Γιατί οι σοβαροί επιχειρηματίες, οι παράγοντες, οι παραγοντίσκοι -που, όλοι τους, έχουν άποψη για το τι «θα έπρεπε» να κάνει η εφημερίδα για να βγει από το αδιέξοδο- δεν πήραν στα χέρια τους τη μοίρα ενός από τα πιο ιστορικά φύλλα της χώρας;
Ναι, δεν είναι μόνον η Ελευθεροτυπία. Ένα άλλο δράμα παίζεται, 504 χιλιόμετρα βόρεια της Αθήνας. Με θύματα τους 190 εργαζόμενους της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης, των ιστορικών εφημερίδων της Βόρειας Ελλάδας. Κι αν δε μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό, ας το γνωρίζουμε τουλάχιστον…
Πώς φτάσαμε, μωρέ, μέχρι εδώ;