17 Νοέμβρη και κάνει μια παγωνιά…
Φεύγοντας, λοιπόν, η φασαρία από τη Μαβίλη, περίπου στο ύψος του Ιπποκράτειου, είναι ένας πιτσιρικάς. Αλλοδαπός, θα ‘ταν-δε θα ‘ταν 16 χρόνων, πάει να βάλει φωτιά σ’ ένα κάδο σκουπιδιών. Τον αρπάζει -τότε- από το χέρι ένας ασπρομάλλης, καμιά 70αριά χρόνων, και προσπαθεί να τον σταματήσει: «Τι πας να κάνεις εκεί; Πας να βάλεις φωτιά στην πόλη μου;». Ο πιτσιρικάς τον σπρώχνει και, ουρλιάζοντας, του απαντά: «Ποια πόλη σου, ρε; Ποια πόλη σου;».
Όμως, αυτή ήταν σχεδόν η μόνη ένταση που ζήσανε σήμερα όσοι βρέθηκαν στο κέντρο. Ελάχιστος ο κόσμος, αν και πολλοί περισσότεροι από άλλες χρονιές ήταν αυτοί που πύκνωσαν τις τάξεις του αναρχικού μπλοκ. Μαζεμένη και η αστυνομία, ζήτημα να πετάξανε πέντε-δέκα χημικά όλα κι όλα. Πρωτόγνωρη ησυχία, είπαν όλοι όσοι έχουν ζήσει Πολυτεχνεία και Πολυτεχνεία. (Ηταν και το πρώτο Πολυτεχνείο χωρίς άσυλο, βέβαια. Επαιξε κι αυτό το ρόλο του).
Και, να φανταστείς, ήταν η σημερινή 17η Νοέμβρη που πολλοί περίμεναν να γίνει ο χαμός. Που πολλοί προέβλεπαν ότι ο κόσμος θα αντιδράσει σε όλα αυτά τα τραγελαφικά που συμβαίνουν στην πλάτη του. Σε όλα αυτά που του έχουν φορτώσει και στο θέατρο του παραλόγου που παίζει ο πολιτικός κόσμος μπροστά στα μάτια του. Στην ξεδιάντροπη κοροϊδία.
Όμως, όχι. Ο κόσμος είναι ακόμη παγωμένος. Σε κατάσταση σοκ. Πλέον έχει ξεπεράσει το στάδιο της αγανάκτησης. Δυσκολεύεται να αντιδράσει. Εχει πέσει σε κατάθλιψη και θεωρεί πως τίποτε από όσα μπορεί να κάνει δεν έχει νόημα. Ούτε το Πολυτεχνείο, ούτε οι Αγανακτισμένοι του Συντάγματος, ούτε τίποτα. Και απλά κοιτάει ο καθένας πως θα τα βγάλει πέρα για την πάρτη του.
Δε θα διαρκέσει πολύ. Η ψυχολογία του κόσμου αλλάζει σε φάσεις. Οσο θα περνά ο καιρός, το σοκ θα φθίνει και θα επικρατεί η απελπισία. Και, τότε, τα πράγματα θα αγριέψουν. Πολύ.
Συμπέρασμα; Τυχερός ο Παπαδήμος. Πέρασε την επέτειο του Πολυτεχνείου σχεδόν χωρίς ν’ ανοίξει μύτη. Ομως, αν κάτι καλό θέλει -και μπορεί- να κάνει γι’ αυτό τον τόπο, γι’ αυτούς τους ανθρώπους, για μας όλους, ας το κάνει γρήγορα. Ισως ο χρόνος που έχει στη διάθεσή του να εξαντληθεί και νωρίτερα από ό,τι νομίζει.