«Θέλω να σας αποδείξω την καταστροφή που φέραν οι Γερμανοί…»
«Εγώ γεννήθηκα στο Βόλο το 1939 στη Θεσσαλία, λίγο πριν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ολη η οικογένειά μου ήταν επιχειρηματίες τότες. Τα ζήσαμε όλα μαζί.
»Η γιαγιά μου, η μάνα της μάνας μου ήταν τότε επιχειρηματίας. Η γιαγιά μου είχε ένα μεγάλο φούρνο στο Βόλο. Για τον καιρό τότες, είχε αυτός ο φούρνος μεγάλη αξία. Από πάνω από το φούρνο ήταν 3 διαμερίσματα. Δίπλα από το φούρνο ήταν και άλλο ένα μεγάλο διαμέρισμα. Η γιαγιά μου είχε συνολικά 9 παιδιά και είχε γυναίκες για να φυλάνε τα παιδιά. Η οικογένεια έμενε ακριβώς από πάνω από το φούρνο στα 3 διαμερίσματα και στα άλλα 2 διαμερίσματα μέναν οι 2 παντρεμένες αδελφές της μάνας μου.
»Η οικογένειά μου ζούσε τόσο καλά. Η οικογένειά μου είχε δύο εξοχικά σπίτια στο Πήλιο. Χρησιμοποιούσαμε τα εξοχικά σπίτια μόνο στις διακοπές. Η αυλή του φούρνου ήταν πολύ μεγάλη. Στην αυλή ήταν μεγάλη αίθουσα όπου είχαμε στοίβες από ξύλα. Τότε χρησιμοποιούσαν όλοι οι φούρνοι ξύλα. Γι’ αυτό είχε η γιαγιά μου κάμποσους άντρες για να κόψουν τα ξύλα. Ο πατέρας μου ήταν διευθυντής ξενοδοχείου. Οι άλλες 2 αδελφές της ήταν κι αυτές επιχειρηματίες. Η μία ήταν φορολογικός σύμβουλος μαζί με τον σύζυγό της. Η άλλη είχε κομμωτήριο μαζί με τον σύζυγό της. Και ο παππούς ήταν επιχειρηματίας. Είχε ένα παπουτσάδικο.
»Για κάμποσο καιρό πήγαιναν όλα καλά και ωραία. Μέχρι που ξέσπασε απρόοπτα η κρίση. Ενας Γερμανός με το όνομα Adolf Hitler είχε μεγάλα όνειρα, επειδή ήταν η Γερμανία μεγάλη και αυτός μαζί με τον φίλο του τον Ιταλό τον Μουσολίνι κάνανε μια συμφωνία. Είχαν τη γνώμη ότι με τις οπλισμένες χώρες τους θα μπορούσαν να κατακτήσουν ολόκληρα τα Βαλκάνια. Να επιτεθούν σε όλες τις μικρές χώρες και να τις κλέψουν το ασήμι και το χρυσό. Από φόβο όμως η πατρίδα μου η Ελλάδα με λιγότερο από 5 εκατομμύρια κατοίκους, κατάλαβαν ότι έρχεται μια μεγάλη καταστροφή. Ο κάθε ένας πήγε σε κάθε τράπεζα και βγάλαν το κεφάλαιο και τις οικονομίες τους. Η κάθε οικογένεια ήθελε να αγοράσει τρόφιμα για να είναι έτοιμη για τον πόλεμο και να επιζήσουν τον πόλεμο. Αυτό το κίνημα δεν πέτυχε στην δική μου οικογένεια.
»Όταν άρχισε ο πόλεμος η πρώτη γερμανική βόμβα στο Βόλο έπεσε απάνω στο σπίτι μας. Το σπίτι και ο φούρνος καταστράφηκαν. Ολο το σπίτι και τα ξύλα στην αυλή άρπαξαν φωτιά και καιγόταν όλη την εβδομάδα. Ετσι μου είπαν οι γονείς μου. Δεν κάηκε μόνο το σπίτι, αλλά κάηκε και όλο το κεφάλαιο. Τέσσερις οικογένειες ζούσαν εκεί. Όλα συνέβησαν μ’ ένα κτύπημα και μείναμε όλοι στο δρόμο. Ολη η οικογένεια έτρεξε στο δάσος με τα πόδια και πήγαμε με τα πόδια στο Πήλιο, προς τα εξοχικά σπίτια. Από το Βόλο μέχρι τα εξοχικά σπίτια ήταν 15 χιλιόμετρα. Τα δύο εξοχικά σπίτια ήταν μεγάλα. Τέσσερις οικογένειες μετακόμισαν στο ένα από τα δύο εξοχικά σπίτια. Το άλλο εξοχικό σπίτι ήταν τρεις ορόφους και το νοικιάσαμε για να έχουμε λεφτά για να ζήσουμε. Όπως κι εμείς, φύγαν πολλοί από το Βόλο για τα βουνά και λόγω του πολέμου δεν υπήρχε θέση εργασίας. Το Πήλιο έχει 24 χωριά κι έχει όλα τα είδη φρούτα και λαχανικά και καλή ποιότητα. Ολοι οι άνθρωποι βοήθησαν τους αγρότες να μαζέψουν φρούτα, λαχανικά και σαλάτες για να επιζήσουν.
»Σιγά-σιγά, συνήλθε ο Βόλος που ήταν όλα κατεστραμένα. Οι άντρες μας βρήκαν πάλι δουλειά. Ο παππούς μου άνοιξε πάλι το παπουτσάδικο. Περιποιούσε τα παπούτσια και είχε κάμποσους καλούς πελάτες και επιχειρηματίες. Αυτοί παράγγελναν παπούτσια απ’ αυτόν. Σιγά-σιγά, επιστρέψαμε πάλι στην πόλη και η οικογένεια πάλι νοίκιαζε σπίτια. Ο παππούς μας ήταν πολύ γνωστός κι ήταν καλός τσαγκάρης από πρώτα. Ο Βόλος άρχισε να ξαναοργανώνεται. Οι Γερμανοί και Ιταλοί στρατιώτες φέρναν τα παπούτσια τους στον παππού μου. Πάλι πήγαινε καλά το μαγαζί και κέρδιζε κάμποσα λεφτά. Ολοι οι παπουτσοπώληδες και οι τσαγκάρηδες προσπάθησαν να οργανώσουν συνδικάτο. Ολοι ψήφισαν τον παππού μου ως πρόεδρο του συνδικάτου. Μόνο ένας μεγάλος επιχειρηματίας με μεγάλη οικογένεια δεν ήρθε στις εκλογές.
»Κάμποσες μέρες μετά από τις εκλογές ήρθαν Γερμανοί στρατιώτες στο μαγαζί του παππού μου, τον πήραν μαζί τους, την στιγμή που μιλούσε με τον καλύτερο φίλο του. Ο καλύτερος φίλος του ήταν ο καλύτερος γιατρός στο Βόλο, ο γιατρός ο Τζάνας. Οι στρατιώτες σύλληψαν τους δύο και τους πήγαν σε ένα παλιό σπίτι. Χρησιμοποιούσαν το σπίτι ως φυλακή. Η μάνα κι η γιαγιά μου ήταν εκεί κάθε μέρα και φέρναν φαγητό στον παππού. Χώρια κρατούσαν το γιατρό από τον παππού και ο παππούς μας ρωτούσε κάθε μέρα αν ξέρουμε τίποτα για τον γιατρό
»Πέρασαν κάμποσες μήνες και μετά ακούσαμε ότι θα παν τους φυλακισμένους σε δικαστήριο. Εκείνη την ημέρα ήταν όλη η οικογένεια παρών και είδαμε που φέραν μια ομάδα Γερμανοί στρατιώτες τον παππού. Ολοι ήταν οπλισμένοι και τρέξαν μέχρι το δικαστήριο. Απέναντι από το δικαστήριο είναι το κρατικό πάρκο. Εκεί μείναν οι στρατιώτες και μας κυνήγησαν όλους με τα όπλα τους στην δική μας κατεύθυνση. Ενας Γερμανός στρατιώτης κοπάνησε τον παππού στο κεφάλι με το όπλο του. Όταν ο παππούς μου λιποθύμησε από το χτύπημα, ένας άλλος Γερμανός κρατούσε το κεφάλι του παππού μου στο καπάκι ενός υπονόμου και πυροβόλησε το παππού μου στο πίσω μέρος του κεφαλιού του δύο φορές και οι σφαίρες βγήκαν από το πρόσωπό του. Οι Γερμανοί στρατιώτες συνέχιζαν να μας κυνηγάν, αλλά δεν φεύγαμε γιατί θέλαμε να πάρουμε το πτώμα του παππού. Μας απειλούσαν με τα όπλα τους, αλλά δεν φεύγαμε, ώσπου μας βαρέθηκαν οι Γερμανοί και φύγαν. Πήραμε ένα καρότσι με άλογα και βάλαμε το πτώμα του παππού μέσα στο καρότσι και το πήγαμε στο σπίτι για να το προετοιμάσουμε για την κηδεία.
»Όπως μάθαμε από τον κόσμο και από το προσωπικό του παππού ο προδότης ήταν ο άλλος μεγάλος παπουτσοπώλης με το άλλο μεγάλο παπουτσοπωλείο. Αυτός που δεν ήρθε στις εκλογές. Οπωσδήποτε είπε ένα ψέμα στους Γερμανούς στρατιώτες. Οι εκλογές ήτανε για το συμβούλιο και οπωσδήποτε αυτός είπε κάτι άλλο στους Γερμανούς. Την ίδια μέρα μάθαμε ότι εκτέλεσαν το γιατρό.
»Για όλη την ιστορία και για όλη την καταστροφή λάβαμε αποζημίωση μόνο κάμποσα μάρκα για το φούρνο και τα σπίτια. Μ’ αυτά τα λεφτά η γιαγιά μου πήγε σε ένα αγρότη, έξω από την πόλη, στο δάσος και αγόρασε ένα παλιό στάβλο. Τότε έμενε το προσωπικό τους αγρότη στο στάβλο. Μπροστά από το παλιό στάβλο ήταν ένα μικρό σπίτι, 2 δωμάτια, κουζίνα και μπάνιο. Μπροστά από το σπίτι στο μάκρος ήταν ένας κήπος 400-500 μέτρα μεγάλος. Η οικογένειά μου έφερε δύο συγγενείς για να επισκευάσουν το σπίτι. Το σπίτι ήταν σε άσχημη κατάσταση.
»Η εκτέλεση του παππού μου έγινε περίπου το 1943. Ημουνα τριών χρονών τότες. Τα είδα και έζησα όλα με τα μάτια μου γιατί η μάνα μου με έπαιρνε με τους μεγαλύτερους μαζί και μου έλεγε ότι είμαι ο πιο αγαπητός του παππού. Ζήσαμε πολλά και χάσαμε πολλά από αυτό τον πόλεμο. Μέχρι που μία φορά η γιαγιά μου έλαβε ένα γράμμα, πήραμε την γιαγιά και πήγαμε στην πόλη σ’ ένα κρατικό ταμείο όπου περιμέναμε πολλές ώρες κι αυτό ήταν η αποζημίωση για τον εκτελεσμένο παππού μου. Ολοι υπογράψανε. Η γιαγιά έλαβε τα λεφτά και γυρίσαμε στο σπίτι με το αλογοκάροτσο. Ολη η οικογένεια ήρθε στο παλιό στάβλο της γιαγιάς. Ολοι ήθελαν να δουν πόσα λεφτά έλαβε η γιαγιά μου και ο καθένας είπε τη γνώμη του: Απάτη. Μ’ αυτά τα λεφτά δε μπορεί ένας να αγοράσει ένα κατσίκι ή ένα πρόβατο. Ολοι βρίζαν και γελούσαν και όλοι είπαν την άλλη βδομάδα θα πάμε την γιαγιά στο ζωοπάζαρο και θα αγοράσουν ένα κατσίκι ιδιαιτέρως για μένα, για να έχω γάλα να πίνω. Τότε θα έχει η γιαγιά απασχόληση γιατί θα ταΐζει και θα αρμέγει το κατσίκι. Εμείς αγοράσαμε το κατσίκι και κάθε μέρα πήγαινα εγώ με το κατσίκι στο δάσος για να φάει χορτάρια.
»Ολη την ημέρα είχα απασχόληση και έδωσα ένα όνομα στο κατσίκι. Ο παππούς μου ονομαζόταν Γιώργος και εγώ ονόμασα το κατσίκι Γιωργία. Ημουνα υπερήφανος γι’ αυτό το κατσίκι γιατί η γιαγιά μου έλεγε να προσέχω το κατσίκι γιατί είναι δικό μου. Κάθε βράδυ κατέβαζα το κατσίκι στο υπόγειο και μάζευα χορτάρια και τροφή για το κατσίκι. Δεν άφηνα τα άλλα παιδιά να το πλησιάσουν. Θέλω να σας αποδείξω την καταστροφή που φέραν οι Γερμανοί σε όλο τον κόσμο, σε σωστούς ανθρώπους που δεν έφταιγαν σε τίποτα. Θα συνεχίσω την ανταπόκρισή μου σύντομα…».
Όταν η Ιστορία των απλών ανθρώπων συγκλονίζει, τα δικά μας λόγια είναι πολύ φτωχά. Μόνο ένα μεγάλο ευχαριστώ, από την καρδιά μου, στον κ. Κωνσταντίνο Πάππη, κάτοικο «Kaiserslautern, Germany», ο οποίος θέλησε να μοιραστεί μαζί μας την οικογενειακή του Ιστορία, με μια επιστολή του με τίτλο «Ο δολοφονημένος παππούς μου, Γιώργος Μπρατσάκης», την οποία εμπνεύστηκε από το προηγούμενο άρθρο της στήλης «Ηρθε η ώρα να απαιτήσουμε όσα μας χρωστάει η Μέρκελ». Ευχαριστώ.
Κάντε στη σελίδα του blog στο facebook!
Κάντε στη σελίδα του blog στο twitter!