Το σενάριο της κυβερνώσας Αριστεράς
Οι διαδοχικές δημοσκοπήσεις δείχνουν την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, ως κυρίαρχου φορέα μιας επερχόμενης κυβερνώσας Αριστεράς, έναντι του σχήματος Κεντροδεξιάς- Κεντροαριστεράς, που ασκούν την διαχείριση της εξουσίας υπό τις εντολές της Τρόικας και στο πλαίσιο των Μνημονίων.
Οι ίδιες αυτές δημοσκοπήσεις, διαφορετικών εταιρειών, καταγράφουν ταυτόχρονα μια διάσπαρτη δυσπιστία στο εκλογικό σώμα, για το κατά πόσον αυτή η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να αποτελέσει σε πρακτικό επίπεδο εναλλακτική πρόταση στα κόμματα του κατεστημένου και τις πολιτικές των Μνημονίων.
Η ανησυχία αυτή δεν είναι αδικαιολόγητη. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διάθεση να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας, τον επιδεικνύει μάλιστα. Ο κυβερνητισμός αυτός όμως δεν είναι επαρκής. Οι αναλυτές, επιτελικά στελέχη στα εκδοτικά συγκροτήματα της διαπλοκής, κατόρθωσαν , μάλλον έγκαιρα , να προσομοιάσουν τον ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ του τέλους της δεκαετίας του 1970. Ήταν μια έξυπνη «πιρουέτα», που εγκλώβισε τον συνασπισμό των κινημάτων, σε ένα λαϊκίστικο μόρφωμα μικροαστών , που οργάνωσε τότε ο «μεσσιανικός» Α. Παπανδρέου γύρω του, για να εξουσιάσει τη χώρα για πολλές τετραετίες.
Ο ανώριμος πολιτικά ΣΥΡΙΖΑ απεδέχθη σε επίπεδο ηγετικής ομάδας, το επικοινωνιακό «καρότο» που του πρόσφερε το σύστημα. Ήταν λογικό , άλλωστε. Άρχισε να συμπεριφέρεται ως το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1970. Ο ίδιος ο επικεφαλής του Α. Τσίπρας, που λόγω ηλικίας δεν έχει καν εμπειρία της εποχής , ούτε της πολύ μεγάλης διαφοράς κοινωνικά του τότε με το σήμερα, άρχισε και ο ίδιος να υιοθετεί μοντέλα του Αντρέα. Αντί για την «κίνηση των 5» , οδεύει στο μακρύ ταξίδι στην Λατινική Αμερική, ψάχνοντας μοντέλα διακυβέρνησης και «συνταγές» εξόδου από την οικονομική κρίση πέρα από τις δομές του διεθνούς οικονομικού ελέγχου.
Το χειρότερο ο ΣΥΡΙΖΑ, παρασυρμένος από τα σύνδρομα του παρελθόντος έχει αρχίσει να «δεσμεύεται» για επαναπρόσληψη όλων των σε εφεδρεία ή των απολυμένων δημοσίων υπαλλήλων. Αποκατάσταση των μισθών , των επιδομάτων και των συνδικαλιστών προνομίων και μάλιστα σε πρώτους χρόνους διακυβέρνησης.
Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ με τον τρόπο αυτό παγιδεύεται στην επανεκκίνηση του κύκλου της μεταπολίτευσης, στην διατήρηση σε ισχύ του κύκλου της διαπλοκής. Του κατεστημένου των κρατικών προμηθευτών, που οδήγησαν μετά από πολλαπλά «πλιάτσικα» του δημόσιου πλούτου στη σημερινή χρεοκοπία και το όνειδος. Αλλά πως είναι δυνατόν μια τέτοια διαδικασία να εγγυηθεί το καινούργιο για τη χώρα και τους Έλληνες ;
Από την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επιλέξει την ευθεία σύγκρουση με τον ελληνικό εφοπλισμό. Αν δεχθούμε ότι αυτό δεν γίνεται μέσα από υπόγειες διαδρομές συνεννόησης με το Βερολίνο , γιατί οι Γερμανοί έχουν πρόβλημα αυτήν την περίοδο με τους Έλληνες εφοπλιστές που εξαγοράζουν τις εταιρείες τους , μιλάμε για ένα τεράστιο λάθος στρατηγικής.
Ο ελληνικός εφοπλισμός , συγκεντρώνει τα κέρδη του από το διεθνές εμπόριο. Τα όποια κεφάλαια προσφέρει στον κρατικό προϋπολογισμό της Ελλάδας, για παράδειγμα τα έσοδα από τη ναυτιλία την περασμένη χρονιά ξεπέρασαν κατά 1 δις ευρώ τα έσοδα του τουρισμού, είναι χωρίς εσωτερικές διαπλοκές και κόστος για την Ελλάδα. Όταν λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ «χτυπά» ιδεολογικά και παλαιοκουμμουνιστικά τον ελληνικό εφοπλισμό, καταγγέλλοντας τον ως κεφαλαιοκρατία και «εχθρό του Λαού», προφανώς σφάλει. Διαφορετικά δίνει κάλυψη στην κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, που λειτουργεί με «απαλλοτριώσεις» κεφαλαίων των πολιτών , για ίδιον όφελος.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποκλείσει την δυνατότητα της Ελλάδας να ανακάμψει μέσω της ναυτιλίας, την καταδικάζει σε ένα περίκλειστο επαναλαμβανόμενο περιβάλλον , με πακέτα κεφαλαίων που προέρχονται από το εξωτερικό, είτε λέγονται Μάρσαλ είτε Ευρωπαϊκά κοινοτικά προγράμματα , τα καρπώνονται στο μεγαλύτερο μέρος τους οι διεφθαρμένες εσωτερικές «ελίτ», ακολουθούν οι διεθνείς κρίσεις και οι τακτικές χρεοκοπίες της Ελλάδας που την κρατούν σε πλήρη εξάρτηση από «μεγάλες δυνάμεις» του κόσμου. Τους επαίσχυντους για την Αριστερά «αποικιοκράτες», τις πολυεθνικές και τα μονοπώλια.
Όλα αυτά έρχονται να προστεθούν στο έλλειμμα σταθερής τοποθέτησης για την διαμόρφωση του τοπίου των τραπεζών και συγκεκριμένα το κατά πόσον ο ΣΥΡΙΖΑ, θα υποστηρίξει κρατικό βραχίονα, στη νέα αρχιτεκτονική του κύκλου του χρήματος στην Ελλάδα.
Σε πολύ πρακτικό επίπεδο η κυβερνώσα Αριστερά, ως προοπτική σε κάθε περίπτωση βασίζεται στον ΣΥΡΙΖΑ. Θα επηρεασθεί σε σημαντικό βαθμό από το κατά πόσον το «Αριστερό Ρεύμα» που εκφράζεται από την ομάδα Λαφαζάνη, θα παραμείνει εντός του κόμματος ή θα κινηθεί προς το ΚΚΕ. Από την άλλη πλευρά θετική εξέλιξη για τον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί η επιλογή της ηγεσίας της ΔΗ. ΜΑΡ και του Φ. Κουβέλη , να μην επιτρέψει στον Ν. Μπίστη και τους «εισοδιστές» του περιβάλλοντος Σημίτη, «εκσυγχρονιστές», να ρυμουλκήσουν τη ΔΗ. ΜΑΡ στο θνήσκον ΠΑΣΟΚ και τον συνασπισμό του «ευρωπαϊκού μετώπου» , του κατεστημένου κεντροδεξιάς- κεντροαριστεράς.
Αν η ΔΗ. ΜΑΡ συγκλίνει προς τον ΣΥΡΙΖΑ, θα ενισχυθεί η παρουσία της κυβερνώσας Αριστεράς και θα δημιουργηθούν περιθώρια επιπλέον στήριξης της, ως πόλου της μετά την μεταπολίτευση, εποχής. Ειδικά εάν το ΚΚΕ, που είναι η Αριστερά του κατεστημένου της Μεταπολίτευσης , δεν κατορθώσει να βρει τον δρόμο της ανάκαμψης και του επανακαθορισμού του στη νέα περίοδο.
Κρίσιμο για τον ΣΥΡΙΖΑ και την όποια εκδοχή κυβερνώσας Αριστεράς είναι το πώς θα διαμορφωθεί το τοπίο στα Δεξιά της Ν.Δ, ειδικά μετά την αποσυσπείρωση του κόμματος των «Ανεξάρτητων Ελλήνων». Γιατί όσο προβάλλεται ως αντίπαλο δέος του ΣΥΡΙΖΑ, η «Χρυσή Αυγή», όπως τα κατεστημένα εκδοτικά συγκροτήματα ενορχηστρώνουν το σχήμα, τότε βρίσκει βάση το θεώρημα περί άκρων , που δεν έχουν πρόταση διακυβέρνησης, απέναντι στους υπηρέτες της Τρόικας, που διασφαλίζουν όμως τη θέση της χώρας στο ευρώ και στην πορεία εξόδου από τον κύκλο της χρεοκοπίας.
Οι δημοσκοπήσεις , φωτογραφίες του σήμερα, δείχνουν πρωτοπορία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά παράλληλα επιδεικνύουν τον μακρύ δρόμο σε ελάχιστο χρόνο που έχει να κάνει η Αριστερά, για να μπορεί να προβάλει κυβερνητισμό.
Ο γρίφος ταυτόχρονα βρίσκεται στην διαμόρφωση των πολιτικών σχημάτων της Δεξιάς, όπου τίποτα δεν έχει κριθεί...