Ο νερόμυλος της Μυτιλήνης…, που έγινε γνωστός σε όλον τον κόσμο
H ιδέα ξεκίνησε κάπου στα 1992. Γεωγραφικά γεννήθηκε στη Μυτιλήνη. Εκεί είχε βρεθεί ένας νερόμυλος από τον οποίο ξεκίνησαν όλα. Ο παλιός νερόμυλος επισκευάστηκε, εκσυγχρονίστηκε και χρησιμοποιήθηκε ως ένα εκπαιδευτικό εργαλείο όπου οι νέοι μάθαιναν πώς από το σκληρό σιτάρι παράγεται το αλεύρι. Από εκείνη τη στιγμή κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι... του νερόμυλου. Η ιστορία προχώρησε και από αυτό το πρώτο κύτταρο δημιουργήθηκε μια ενδιαφέρουσα επιχειρηματική μονάδα η οποία στέλνει τα προϊόντα της σε όλον τον κόσμο. Ας παρακολουθήσουμε την κυρία Παντελεημονίτη να μας την διηγείται:
Ποιες ήταν οι σκέψεις που είχατε όταν αποκτούσατε τον νερόμυλο;
Οι σκέψεις ήταν πολλές αλλά δεμένες η μία με την άλλη. Η μία ήταν η αγάπη μας για την παράδοση και τα παιδιά. Η άλλη ήταν η βαθιά μας πίστη ότι πάνω στην πρώτη ύλη, δηλαδή στην πρωτογενή παραγωγή, πρέπει να βάζει κανείς προστιθέμενη αξία ώστε τα προϊόντα μας να μην καταλήγουν σε κάποια χωματερή όπως συνηθιζόταν τότε. Τόσο εγώ όσο και ο σύζυγός μου πιστεύαμε ακράδαντα ότι αγροτουρισμός δεν είναι μόνο ενοικιαζόμενα δωμάτια. Είναι κάτι παραπάνω… Ξέρετε, όταν ξεκινούσαμε όλα αυτά που είχαμε στο μυαλό μας δεν ήταν συνηθισμένα πράγματα. Όλα όμως στη συνέχεια ήρθαν και έδεσαν. Ήμασταν τυχεροί. Δεν ξεκινήσαμε με συγκεκριμένο πρόγραμμα. Απλά κάναμε αυτό που αγαπούσαμε και συνεχίσαμε να παραμένουμε πιστοί σε αυτή την ιδέα.
Παίρνοντας τον νερόμυλο δεν είχατε στο μυαλό σας να κάνετε κάποια επιχείρηση; Ήταν απλώς ένα προσωπικό ενδιαφέρον;
Πράγματι, δεν ξέραμε καθόλου πώς θα καταλήξει αυτή μας η απόφαση. Ξεκινήσαμε βάζοντας πολύ προσωπική εργασία και κάποια χρήματα, τα οποία ήταν πάρα πολύ λίγα βέβαια. Από εκεί και πέρα δεν είχαμε σκεφθεί πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί.
Η ιδέα μας ήταν να δημιουργήσουμε ένα διαφορετικό αγροτουριστικό μοντέλο. Στην αρχή έπρεπε να ξεκινήσουμε την παραγωγή. Έτσι αρχίσαμε να αλέθουμε το αλεύρι. Στη συνέχεια υπήρξε η σκέψη δημιουργίας ενός χώρου στον οποίο θα εκθέταμε και άρα θα δείχναμε και άλλες αγροτικές εργασίες. Έτσι δημιουργήσαμε ένα ελαιοτριβείο, το οποίο μάλιστα ήταν δίπλα σε ένα παραδοσιακό παντοπωλείο. Στην πραγματικότητα δημιουργήσαμε μια εικόνα του 18ου αιώνα.
Ήρθε λοιπόν η ώρα που παρήγαμε αλεύρι, μία διαδικασία που προσέλκυσε το ενδιαφέρον του κόσμου: στην αρχή έρχονταν άνθρωποι από τα γύρω χωριά, μετά από άλλα κοντινά νησιά και στη συνέχεια από ολόκληρη τη χώρα.
Δηλαδή στην αρχή είχε απλώς έναν εκπαιδευτικό χαρακτήρα;
Ακριβώς, έτσι ξεκίνησε. Κάποια στιγμή όμως νιώσαμε ότι δεν ήταν δίκαιο να καλύπτουμε εμείς όλα αυτά τα έξοδα. Εκτός των άλλων, αυτό δεν ήταν ένα υγιές μοντέλο. Σκεφτήκαμε λοιπόν ότι με το αλεύρι που περισσεύει θα μπορούσαμε να κάνουμε κάποια προϊόντα. Και επειδή το αλεύρι ήταν από σκληρό σιτάρι τα προϊόντα αυτά θα μπορούσαν να είναι ζυμαρικά. Αρχίσαμε λοιπόν να τα δημιουργούμε, να τα πουλάμε και έτσι να εξασφαλίζουμε τα έξοδα συντήρησης του μύλου. Από τα έσοδα που είχαμε μπορούσαμε να καλύπτουμε και τα έξοδα φιλοξενίας των παιδιών και των φοιτητών που επισκέπτονταν το νερόμυλο.
Οπότε τα προϊόντα σας ακολούθησαν την πορεία της αγοράς;
Ακριβώς. Ποτέ όμως δεν βγήκαμε από την εκπαιδευτική διαδικασία. Απλώς η πώληση των προϊόντων αποτέλεσε τον χορηγό αυτής της διαδικασίας. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι αυτά τα 20 χρόνια έχουν περάσει από τα χέρια μας 35.000 παιδιά και φοιτητές. Και επιπλέον έχουν έρθει και άλλοι. Έρχονται και μέλη συνδέσμων και διαφόρων φορέων. Έχει έρθει – για παράδειγμα – ο Γεωπονικός Σύνδεσμος. Το βασικό όμως ήταν τα παιδιά. Αυτό θέλαμε να δείξουμε και είναι απίστευτο πόσο αυτή η διαδικασία μαγεύει τη νέα γενιά. Η επαφή με την εξοχή, τη γη, την παραγωγή είναι κάτι μαγικό για τους νέους. Στους νέους πάντα υπήρχε αυτό το ενδιαφέρον. Αντιθέτως, οι πιο μεγάλοι – ιδιαίτερα στο ξεκίνημα – δεν μπορούσαν να καταλάβουν την προοπτική, κάποιοι το κορόιδευαν ενώ κάποιοι άλλοι το… λυπόντουσαν. Αντιθέτως, οι νέοι το έβλεπαν πάντα ως κάτι μαγικό.
Ποιο ήταν το επόμενο βήμα σας; Η παραγωγή των ζυμαρικών έφερε κάτι άλλο;
Ξέρετε πώς έγινε; Στην αρχή είχαμε μόνο τον μύλο της Μυτιλήνης. Αυτό μας δημιουργούσε μια σειρά δυσκολίες. Έπρεπε το αλεύρι να φορτωθεί στο καράβι, να το παραλάβουμε στην Αθήνα διότι εδώ ζούμε. Οπότε δεν είχαμε πάντα αλεύρι. Όταν τα έφτιαχνα ολομόναχη αυτό μας αρκούσε. Αργότερα όμως, όταν άρχισα να έχω βοήθεια και ανθρώπους, δεν μπορούσα να μένω χωρίς αντικείμενο. Οπότε σκεφτήκαμε ότι, εφόσον δεν θέλαμε να έχουμε μια παραγωγή – γιατί δεν το επέτρεπε και η ποσότητα του αλευριού που είχαμε – πιο βιομηχανοποιημένη, θα έπρεπε να βάλουμε στην κάβα μας άλλα προϊόντα, ώστε τις μέρες που το αλεύρι είχε τελειώσει να κάνουμε άλλα προϊόντα – και πάντα με τη λογική ότι κάνω ένα προϊόν, να βάλω προστιθέμενη αξία στην πρώτη ύλη που μου περίσσευε. Δηλαδή όταν οι ντομάτες είναι σε πληθώρα, για τις εποχικές πάντα μιλάμε, μπορώ αντί να τις πετάξω να κάνω μια σάλτσα, μια λιαστή ντομάτα, ένα γλυκό του κουταλιού ντοματάκι.
Οπότε μπήκατε στη λογική της αυτονομίας από την άποψη της πρώτης ύλης και οδηγηθήκατε στο δεύτερο μύλο.
Ακριβώς. Αποκτήσαμε τον δεύτερο μύλο στην Ακράτα, τον οποίο έχουμε περίπου 12 χρόνια και ο οποίος είναι πολύ πιο κοντά, είναι 147 χιλιόμετρα από εδώ. Και αυτόν τον έχουν επισκεφθεί πολλά σχολεία αλλά και μεγαλύτεροι.
Είναι περίεργο πάντως πώς ένα παιδί της πόλης, όπως εσείς, μπαίνει σε μια εντελώς άγνωστη διαδικασία που έχει να κάνει με την αγροτική παραγωγή και απορροφάται τόσο έντονα...
Αν απορροφάται λέει.. Νομίζω ότι όταν δεν το έχεις ζήσει από παιδί, τότε είναι που σε τρελαίνει περισσότερο. Εγώ δηλαδή ενθουσιάστηκα ιδιαίτερα με την ιδέα της παραγωγής, δηλαδή να πιάνεις την πρώτη ύλη και να μπορείς να την κάνεις κάτι. Όλο αυτό είναι μαγικό.
Οι σύμβουλοί σας ήταν οι απλοί άνθρωποι των χωριών;
Όταν ταξίδευα σε όλη την Ελλάδα, και ακόμη ταξιδεύω – αναφέρομαι κυρίως στα πρώτα –, είχα πολλά να μάθω. Τότε δεν είχα ιδέα. Βέβαια πάντα μου άρεσε να μαγειρεύω, γιατί η γιαγιά μου ήταν μια καταπληκτική μαγείρισσα. Όμως δεν είχα γνώσεις. Έμαθα όλα αυτά τα πράγματα ταξιδεύοντας ανά την Ελλάδα. Τότε, περισσότερο από τα δύο τρίτα του χρόνου μας ήμασταν με τον σύζυγό μου εκτός Αθηνών. Ο ίδιος μιλούσε με τους αγρότες για τα αγροτικά μηχανήματα ενώ εγώ συζητούσα με τις γυναίκες τους αποκομίζοντας μια τεράστια εμπειρία για τις γεύσεις και την επεξεργασία των αγροτικών προϊόντων.
Όλα αυτά τα μεταδίδετε στους μαθητές και στους φοιτητές που σας επισκέπτονται;
Θα σας πω μια ενδιαφέρουσα ιστορία: Πρόπερσι μας επισκέφθηκαν φοιτητές ενός αμερικανικού πανεπιστημίου για μία εβδομάδα. Τους είχαμε κάθε μέρα στον μύλο. Έμειναν οι άνθρωποι σε ένα ξενοδοχείο της περιοχής από όπου έρχονταν κάθε πρωί για να φύγουν αργά το απόγευμα. Τη μια μέρα ασχολήθηκαν με το αλεύρι. Άλεσαν, έκαναν ζυμαρικά, ζύμωσαν ψωμί. Την άλλη μέρα ασχολήθηκαν με το λάδι. Μάζεψαν ελιές, έκαναν λάδι στο μικρό ελαιοτριβείο που είχαμε εκεί με το γαϊδουράκι, έκαναν λιόπιτες, μαγείρεψαν φαγητά με ελιά. Την Τρίτη μέρα ασχολήθηκαν με το αλάτι. Είχα αγοράσει φτυάρια και πήγαμε στην αλυκή που μαζεύω το αλάτι, μάζεψαν τα παιδιά το αλάτι, το οποίο είχα ήδη πάρει παραγγελία και θα έφευγε για Αμερική, δηλαδή βαζάκι βαζάκι που το φτιάχνουμε με τα βότανα. Όταν λοιπόν τελειώσαμε, την τελευταία μέρα καλέσαμε αυτά τα παιδιά – ήταν μια τάξη περίπου 12 ατόμων – να έρθουν στο Επιμελητήριο, στην πόλη της Μυτιλήνης, να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους. Μάλιστα είχαν έρθει και άνθρωποι από τη Μυτιλήνη. Ένα από τα παιδιά σηκώθηκε και είπε: «Είμαι πολύ συγκινημένος γιατί όλη μου τη ζωή ζούσα στη μέση μιας φάρμας και ποτέ δεν κατάλαβα τι γίνεται γύρω μου μέχρι που ήρθα εδώ. Τώρα θα πάω πίσω αλλιώτικος». Και ξέρετε, αυτά τα λόγια με προβλημάτισαν πάρα πολύ διότι μου θύμισαν τον εαυτό μου: Και εγώ είχα μπορέσει να εκτιμήσω όλα αυτά τα πράγματα που είδα στην επαρχία. Μάλιστα τα εκτίμησα ίσως περισσότερο και από κάποιους που τα έχουν πάντα δίπλα τους.
Νιώθετε ότι αυτό το μοντέλο μπορεί να γενικευθεί στο σύνολο της χώρας;
Αναμφίβολα. Καθένας που κάνει κάτι σε μικρές ποσότητες – όπως και εγώ – μπορεί να κάνει τη διαφορά. Αυτό που προέχει είναι να παραμείνει κανείς πιστός στη δημιουργία ποιοτικών προϊόντων. Ο καθένας μικρός παραγωγός μπορεί να έχει το όνομά του στο προϊόν – να το υπογράφει και να είναι υπερήφανος γι’ αυτό -, αλλά όλοι μαζί θα δημιουργούμε τη φήμη του καλού και ιδιαίτερα ποιοτικού ελληνικού προϊόντος.
Για να πιάσουμε το νήμα της κουβέντας μας από την αρχή. Μετά την πορεία σας αυτή τι αντιπροσωπεύει σήμερα η επιχείρησή σας;
Κοιτάξτε, παραμένουμε μια μικρή επιχείρηση η οποία απασχολεί γύρω στα 18 άτομα. Δεν υπάρχει γραμμή παραγωγής, κάθε άτομο κάνει μια πολύ συγκεκριμένη εργασία. Όλοι μαζί δημιουργούμε μια γκάμα δέκα προϊόντων τα οποία κυκλοφορούμε με ετικέτες σε επτά γλώσσες. Χωρίς να έχουμε διαφημιστεί, χωρίς να έχουμε πωλητές, είμαστε σε πολλά σημεία πώλησης σε όλον τον κόσμο.
Αυτά τα προϊόντα μπορεί κανείς να τα δει στο Διαδίκτυο;
Έχουμε e-shopεδώ και αρκετά χρόνια. Τώρα το ξανασχεδιάζουμε. Είναι το www.mylelia.gr. Αυτό μας έχει βοηθήσει πολύ. Το πιστεύω πάρα πολύ. Σε μια μικρή επιχείρηση σαν τη δική μου, που δε βάζει διαφημίσεις, νομίζω ότι το Διαδίκτυο είναι ό,τι καλύτερο…
Προκαλεί πάντως ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι μια επιχείρηση που δεν είναι βιομηχανοποιημένη και η οποία παραμένει στις παραδοσιακές γεύσεις κατορθώνει να ανοίξει τόσες ξένες αγορές. Πώς το καταφέρατε αυτό;
Κατ’ αρχήν εργαζόμαστε πολλά χρόνια. Είκοσι χρόνια εργαζόμαστε με επιμονή σε αυτό το αντικείμενο. Δεύτερον, με βοήθησε πάρα πολύ το ότι τα προϊόντα μπήκαν πριν από περίπου δώδεκα χρόνια στα Καταστήματα Αφορολογήτων Ειδών (dutyfree). Ο κόσμος τα δοκίμαζε, έδειχνε ενδιαφέρον και αυτό ήταν σημαντικό διότι οι περισσότεροι εξ αυτών ήταν άνθρωποι που έρχονταν στην Ελλάδα από το εξωτερικό.
Παράλληλα δεν ήταν πολλές οι μικρές επιχειρήσεις που υπήρχαν στην Ελλάδα και οι οποίες ήταν πιστοποιημένες και με παρουσία στο Διαδίκτυο. Εμείς το είχαμε πετύχει αυτό. Έτσι, όταν κάποιος επιθυμούσε να έχει στην γκάμα του κάποια ελληνικά προϊόντα, ερχόταν σε εμάς. Ιδιαίτερα μετά το 2004 και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, μικρά μαγαζάκια σε πολλές χώρες του κόσμου ήθελαν να έχουν ελληνικά προϊόντα από μικρές επιχειρήσεις σαν και τη δική μας. Κάπως έτσι ενισχύθηκε η εξαγωγική μας προσπάθεια. Όσοι δοκίμαζαν έμεναν ευχαριστημένοι και έτσι συνεχίσαμε να χτίζουμε σιγά σιγά τις σχέσεις μας με το εξωτερικό.
Τα προϊόντα συνάντησαν μεγαλύτερη αποδοχή στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό;
Στην αρχή τα προϊόντα μας τα εκτιμούσαν πιο πολύ έξω παρά στην Ελλάδα. Και ξέρετε γιατί; Διότι στην Ελλάδα αυτού του είδους τα προϊόντα τα είχαν στο σπίτι τους, έτσι κι αλλιώς. Τα έφτιαχνε κάποια γιαγιά. Και επειδή δεν είχαν πληρώσει ποτέ για να τα πάρουν, δεν τους έδιναν ιδιαίτερη αξία γιατί τα θεωρούσαν δεδομένα. Όταν έπαψε η γιαγιά να τα φτιάχνει – εγώ βρέθηκα σε μια κατάσταση που (τα προϊόντα αυτά) είχαν λείψει από τα σπιτικά για κάποια χρόνια – δεν τους έλειπαν διότι τα είχαν χορτάσει. Έξω όμως τα εκτιμούσαν αυτά. Ποτέ δεν σταμάτησαν έξω – το κάθε αγρόκτημα, ο κάθε παραγωγός – να τα φτιάχνουν και να τα πουλούν σε κάποιο μαγαζί. Άρα για εμάς ήταν πιο εύκολο να βγούμε στο εξωτερικό. Αν λοιπόν μπεις σε μια χώρα – σε δύο τρία μαγαζάκια –, μετά τα άλλα θα ανοίξουν. Και αυτό διότι ο ένας ελέγχει τι παίρνει ο άλλος. Εγώ όταν έδινα σε μια πόλη, δεν έδινα σε δεύτερο μαγαζί στην ίδια πόλη. Αυτό μέτραγε, ο άλλος καταλάβαινε ότι σεβόσουν και προσπαθούσε περισσότερο να σου τα προωθήσει. Όλα αυτά μαζί βοήθησαν.
Φαντάζομαι ότι σας δίνει μεγάλη χαρά να βλέπετε τα προϊόντα στα ράφια καταστημάτων του εξωτερικού.
Είναι αλήθεια. Δεν σας κρύβω μάλιστα ότι ένιωσα ιδιαίτερη συγκίνηση όταν το FortmanandMason, το μπακάλικο της βασίλισσας της Αγγλίας, έβαλε το αλάτι μας στη βιτρίνα του. Συνήθως βάζει μόνο ντόπια βρετανικά προϊόντα. Θυμάμαι τη χαρά του άντρα μου όταν το είχε δει. Έβγαλε φωτογραφίες, κακό!
Μάλιστα, είναι πραγματικά εντυπωσιακά όλα αυτά! Εμείς θα θέλαμε να σας ευχηθούμε να συνεχίσετε με τον ίδιο ζήλο. Είναι πραγματικά πολύ αισιόδοξο ότι οι νέες γενιές δείχνουν ξεχωριστό ενδιαφέρον για όλα αυτά.
Πράγματι, αυτό είναι το πιο αισιόδοξο στοιχείο. Γι’ αυτό και εμείς έχουμε το εργαστήριο γύρω γύρω με τζάμια και πάντα δεχόμαστε κόσμο που θέλει να δει, θέλει να ρωτήσει.
Σας ευχαριστούμε θερμά.
Και εγώ σας ευχαριστώ.