O δολοφονικός Κα - Ντάφι Ντακ
Για να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Η δουλειά του Σάσα Μπάρον Κοέν είναι να ΜΗΝ αρέσει σε όλους. Αυτή είναι και η επιτυχία του. Αν άρεσε σε όλους, αν αρχίσει να αρέσει σε όλους, τότε κάτι δεν θα πηγαίνει καλά. Ο δαιμόνιος εβραίος έχει έναν εκπληκτικό τρόπο να μετατρέπει την ηλιθιότητα σε ευφυία, με στόχο τον μετρίως ευφυή, μετρίως καλλιεργημένο που αισθάνεται ευφυής. Αυτός είναι και το κοινό που δεν πρόκειται ποτέ του να χωνέψει τις περσόνες του Κοέν. Ενός καλλιτέχνη που χτυπά την ηλιθιότητα με το δικό της μέγιστο όπλο: Την απόλυτη ξεφτίλα. Ο πιθανότατα πιο ανεξέλεγκτος κωμικός της εποχής μας, επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη, με τον «Δικτάτορα» σκοπεύοντας και αυτή τη φορά να γκρεμίσει κάθε έννοια πολιτικής ορθότητας. Σε μια ακόμα εξωφρενική κωμωδία, στην οποία, ντυμένος σαν «Καντάφι» θα κάνει τα πάντα για να μας πείσει πως η δημοκρατία δε θα περάσει.Τον ξέρετε σαν ράπερ «Άλι Τζι», σαν καζακστανό «Μπόρατ» και σαν gay «Μπρούνο». Αυτή τη φορά θα τον μάθετε στο ρόλο του μουσάτου στρατηγού «Αλαντίν» που θα βρεθεί εξ’ αιτίας μιας πλεκτάνης, ξυρισμένος και μόνος στους δρόμους της Νέας Υόρκης φέρνοντας τα πάνω κάτω με τη βοήθεια μιας ακτιβίστριας. Ένα αισχρό, βέβηλο, σιχαμένο και αξιαγάπητο κακιασμένο καρτούν, ένας Ντάφι Ντακ που γίνεται Κα - ντάφι Ντακ. Εγκαταλείποντας το «βρώμικο» ψευδοντοκιμενταρίστικο ύφος των προηγούμενων ταινιών τους (αλλά επ’ ουδενί την υπέροχη προκλητική «βρωμιά» του χιούμορ τους που σίγουρα δεν είναι για όλους) τόσο ο Κοέν όσο και ο σκηνοθέτης του, Λάρι Τσαρλς, παίρνουν αυτή τη φορά το ρίσκο της «συμβατικής» αφήγησης. Με το τελικό αποτέλεσμα, να κερδίζει αλλά και να χάνει ταυτόχρονα, εξ’ αιτίας του προσχηματικού, ισχνού σεναρίου που μπερδεύει υποπλοκές και παλεύει να αποκτήσει την υπόσταση ενός στόρι, την ώρα που δεν το χρειάζεται καθ' όλου. Γιατί αυτό που περιμένεις δεν είναι το θα γίνει αλλά το τι γίνεται. Που ως συνήθως είναι της τρελλής. Το καυστικό στα σημεία της σάτιράς του, τελικό αποτέλεσμα προσφέρει ότι περιμένει κανείς από τη φιγούρα του Κοέν: γέλιο, ενήλικη, απολαυστική προσβλητικότητα και ηθελημένο κακό γούστο που το διαφοροποιούν με απόσταση από τη mainstream κωμική παραγωγή. Με περιττό φορτίο, το ρομάντζο και τα παρασάνδαλα του συνδετικού σεναριακού κρίκου, που θα μπορούσαν να λείπουν. Δημιουργώντας παρ' όλα αυτά, όπως και με τις προηγούμενες, κατ' εμέ καλύτερες μέσα στην αναρχική τους δόμηση, ταινίες του, ίσως την πιο ουσιαστική και ταυτόχρονα διασκεδαστική κινηματογραφική πολιτική παρέμβαση.
***Στις αίθουσες από την Πέμπτη 19 Ιουλίου.