J.A.C.E. Το μυστήριο συνεχίζεται (και βάζει φωτιές)
Mικρός είχα μια φίλη. Ένα όμορφο κορίτσι με κατάμαυρα μαλλιά και μάτια σαν view master. Ξέρεις τι παθαίνεις όταν είσαι μικρός φίλε; Είσαι τόσο επαρμένος, τόσο παρασυρμένος από τα δώρα σου, που τα ανοίγεις αχόρταγα, σαν παιδί, ξεσκίζεις το περιτύλιγμα, δεν περιμένεις καν να έρθει η μέρα της γιορτής. Αλλά πολλά πράγματα που δεν υπολόγιζες μπορεί τελικά να αποδειχτούν γιορτή. Σε μερικά από αυτά, γονατίζεις από το κλάμα, παραλύεις, μόνο και μόνο για να καταλάβεις πολύ μετά την ευλογία. Να είσαι παρών ακόμα και στο τέλος. Να μετράς την παρουσία μετά την απουσία, κουβαλώντας την αποσκευή που σου κληρώθηκε. Μερικές φορές άτσαλα τη σέρνεις τη βαλίτσα, φθείρεται, ανοίγει, πέφτουν τα ρούχα σου στο δρόμο. Αυτό όμως δεν ήταν πάντα το θέμα; Να μπορέσεις να βρεις τη θέληση να τα μαζέψεις, τα τσαλακωμένα σου, τα παραπεταμένα σου, και να τα βάλεις πίσω στην βαλίτσα που σου χάρισαν.Στην «εβραϊκή προσευχή για τον γενναίο του έρωτα».
Θα σου πω κάτι φίλε και δεν είναι καμία σοφία ιδιαίτερη: Οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν τους ξεχνάς. Δεν είναι καν μεταφορικό αυτό που σου λέω. Το πιο όμορφο όνειρο μου, εδώ και χρόνια, ήταν μια νύχτα, που την είδα, με κοίταζε καπνίζοντας και φορώντας κομπινεζόν. Σε λίγο θα έβγαινε κρυφό ραντεβού για να τον συναντήσει. Τη βρήκα σε ένα περίεργο σπίτι, παλιό νεοκλασσικό, με σκάλες, από αυτά που πάντα αργά ή γρήγορα πιάνουν φωτιά. (ΔΙΑΒΑΣΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΕ ΕΝΑ ΚΛΙΚ ΕΔΩ)