Η πιο βραβευμένη ελληνική ταινία της χρονιάς, μιλάει στο Newsbomb
"Η Πόλη των παιδιών" τιμήθηκε με το βραβείο Α γυναικείου ρόλου για την Κίκα Δημητρίου, σεναρίου και ειδικών εφέ -κινηματογραφικής κοινοτομίας στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας, Κινηματογράφου και καλύτερης ταινίας του ελληνικού προγράμματος στο τελευταίο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, από την Πανελλήνια αλλά και τη Διεθνή Ένωση Κριτικών (FIPRESCI) ενώ συμμετείχε στα διεθνή φεστιβάλ του Μόντρεαλ και της Μόσχας. Τέσσερις διαφορετικές εγκυμοσύνες (ή μη εγκυμοσύνες), τέσσερα διαφορετικά ζευγάρια που δοκιμάζουν τα όρια της μοναξιάς και της ένωσης, σε ένα αφιλόξενο αστικό τοπίο. Ο Γιώργος Γκικαπέππας ακολουθεί με ευαίσθητη παρατηρητικότητα, τις πορείες ζωής ανθρώπων στο κατώφλι της δημιουργίας μιας νέας ζωής που γίνεται καταλύτης, και "προδότης" των προσωπικών αναπηριών, ευαισθησιών, αντοχών και απωλειών του κάθε ένα.
-Τι σημαίνουν για σένα τα βραβεία που συγκέντρωσε η ταινία και τι θα σήμαιναν αν δεν τα συγκέντρωνε;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΙΚΑΠΕΠΠΑΣ: Τα βραβεία είναι μια επιβεβαίωση. Μια δημόσια καταξίωση του έργου σου. Όποιος πει ότι δεν τον νοιάζει λέει ψέμματα. Απλά εγώ δεν τα περίμενα όταν ξεκινούσα την ταινία. Δεν ήξερα καν αν θα την τελειώσω όταν ξεκίνησα και υπό τις συνθήκες που τη γύριζα δεν ήξερα και τι ταινία θα κάνω τελικά. Κάτι καταφέραμε πάντως. Αν η ταινία δεν έπαιρνε κανένα βραβείο θα σήμαινε ότι κάτι δεν πάει καλά με την ταινία ή ότι υπάρχουν πολλές καλές ταινίες.
-Πόσο εγωιστικό είναι να φέρνεις στον κόσμο έναν άνθρωπο, να του κάνεις ένα δώρο, τη ζωή, την ώρα που κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσει ότι μια μέρα θα το χάσει;
Γ.ΓΚ.: Δεν ξέρω αν μπορώ να συμμεριστώ αυτόν τον συλλογισμό αλλά μπορώ να σου πω ότι είναι εγωιστικό να μη σε νοιάζει τι κόσμο του παραδίδεις. Καλοί γονείς δεν είναι αυτοί που δίνουν λεφτά και δώρα σε ένα παιδί, είναι αυτοί που το εξοπλίζουν και το προετοιμάζουν για να αντιμετωπίσει μόνο του τη ζωή μεθαύριο. Το να μεγαλώνεις ένα παιδί είναι δουλειά, άσκηση, όπως η αγάπη. Δεν μπορείς να αγαπάς και να μη σε ενδιαφέρει τι παίρνει ο άλλος από σένα.
-Γιατί οι αντρικοί χαρακτήρες της ταινίας σου, παρουσιάζονται λίγο πολύ αμέτοχοι η ανεύθυνοι απέναντι στη γέννηση ενός παιδιού;
Γ.ΓΚ.: Ο άντρας είναι αμήχανος ούτως ή άλλως απέναντι στην εγκυμοσύνη. Ανθρωπολογικά ο άντρας είναι μόνος του γιατί δεν πρόκειται ποτέ να συλλάβει αλλά και να βιώσει τη διαδικασία του διπλασιασμού. Αυτό που μπορεί να κάνει είναι να στηρίζει τη γυναίκα που εκείνη την περίοδο στο σώμα της συμβαίνουν τεράστιες αλλαγές, τέτοιες που και η ίδια πολλές φορές δεν μπορεί να διαχειριστει. Ορμονικό ξεφάντωμα. Οπότε η ίδια είναι και ευάλωτη και δυνατή ταυτόχρονα. Ο άντρας παρακολουθεί και ακούει την κοιλιά. Και πρέπει να δουλέψει περισσότερο. Όμως δεν συμφωνώ μαζί σου ότι είναι ανεύθυνοι στην ταινία περισσότερο από τις γυναίκες. Τα ζευγάρια είναι αυτά που έχουν το πρόβλημα και είναι και τα δύο φύλα συνυπεύθυνα. Δίνουμε προτεραιότητα στη σωματική αγωνία της γυναίκας αλλά δεν σημαίνει ότι επειδή εκείνη γεννάει είναι περισσότερο σημαντική στη σύσταση οικογένειας από τον πατέρα. Ίσα ίσα που ο πατέρας ξέρεις έχει κι εκείνος μεγάλες αγωνίες.Το θέμα όμως με τα ζευγάρια δεν είναι ποιος είναι πιο σημαντικός, οι οι ρόλοι ή δεν ξέρω τι, αλλά το ότι ξεχάσαμε πως ο έρωτας είναι πιο σημαντικός από την ατομικότητά μας.
-Γιατί όλοι σου οι ήρωες έχουν πρόβλημα επικοινωνίας, τόσο με το σύντροφο τους, όσο και με το γείτονα ή τον εαυτό τους;
Γ.ΓΚ: Δυστυχώς δεν το έχουν μόνο οι ήρωές μου το πρόβλημα. Η κρίση της εποχής δεν είναι μόνο οικονομική σαφέστατα. Είναι μια κρίση που ξεκινάει από τη στιγμή που ο σύγχρονος πολιτισμός γιγάντωσε το “εγώ” σε βαθμό ασύλληπτο. Ταύτισε την ιδιωτεία με την ελευθερία. Οι άνθρωποι μπερδεύτηκαν. Έμαθε ο καθένας πως η ελευθερία της επιλογής και το χτίσιμο του εαυτού είναι μια προσωπική διαδικασία αλλά εγώ πιστέυω ότι από κει ξεκινάει το πρόβλημα. Δεν μπορείς να μάθεις τον εαυτό σου, το ποιος είσαι στ’ αλήθεια αν δεν δεις πώς μπορείς να είσαι μέσα σε μια παρέα ας πούμε ή μέσα σε ένα σπίτι με έναν άνθρωπο. Αν θες να είσαι μόνος σου δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα αλλά μη γυρίσεις μετά να πεις ότι δεν με καταλαβαίνει κανείς.
-Τι είναι αυτό που σε συναρπάζει, σε τρομάζει ή σε συγκινεί τόσο πολύ στη δημιουργία ενός παιδιού ώστε να αποτελέσει δημιουργικό εφαλτήριο μιας ολόκληρης ταινίας; Εκτός κι αν δεν είναι αυτό το εφαλτήριο.
Γ.ΓΚ: Το έχω ξαναπεί ότι δεν έχω κάνει μια ταινία για το θαύμα της ζωής ή τη γονιμότητα. Η ταινία μιλάει για την κρίση της εποχής μέσα στον πυρήνα που λέγεται ζευγάρι. Πώς άρχεται η αρχή της ζωής μέσα σε μια πόλη και μια εποχή. Ήθελα να δω πώς είναι οι σχέσεις όταν έρχονται αντιμέτωπες με ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα. Εκεί φαίνονται όλα, και οι προθέσεις και οι κόσμοι και αν τελικά είσαί έτοιμος ή δεν είσαι - όχι έτοιμος για ένα παιδί μόνο αλλά για να μοιραστείς με τον άλλον τη σχέση σου με ένα παιδί και μια ζωή. Η ζωή είναι ένα παιχνίδι σύμφωνοι αλλά είναι πολύ σοβαρό παιχνίδι με ρίσκο και κόστος.
-Όταν κατασκευάζεις στο μυαλό σου μια ιστορία που θέλεις να αφηγηθείς κινηματογραφικά, τι προηγείται, ο μύθος, η υπόθεση ή αυτό που θες να πεις μέσα από τον μύθο, η ανάγκη μιας συγκεκριμένης έκφρασης;
Γ.ΓΚ: Αυτό που κρύβεται μέσα στο μύθο με ενδιαφέρει. Απ’ αυτό ξεκινάω. Μπορεί η πρώτη ιδέα να είναι μια δράση ή μια εικόνα αλλά τελικά για να γίνει αυτό ιστορία πρέπει νομίζω να ξέρεις πολύ καλά το στόχο σου και πού το πας. Αλλιώς δεν μπορείς να την αφηγηθείς.
-Πόσο ψυχοφθόρο είναι για έναν κινηματογραφιστή να δαπανεί ψυχικό, σωματικό και υλικό απόθεμα για να κάνει μια ταινία, γνωρίζοντας ότι ο μέσος όρος των καλλιτεχνικών ελληνικών ταινιών, καταναλώνεται στις αίθουσες από πολύ μικρό αριθμό θεατών; Τι πιστεύεις ότι ευθύνεται γι αυτό και τι προσδοκίες έχεις εσύ για την «Πόλη των Παιδιών;»
Γ.ΓΚ.: Και ψυχοφθόρο είναι και αγωνιώδες και πολλές φορές και καταστροφικό. Αλλά έχω ξαναπεί ότι δεν είμαστε ήρωες. Θέλουμε να κάνουμε σινεμά και αντιμετωπίζουμε κάθε φορά τις υπάρχουσες συνθήκες γι’ αυτό. Όλοι ξέρουμε ότι δεν έχουμε θεατές, όλοι ξέρουμε ότι δεν υπάρχει πια γενναία κρατική χρματοδότηση ούτε ιδιωτική (τουλάχιστον στην καλλιτεχνική παραγωγή) αλλά στο τέλος κάπως τα καταφέρνουμε, με πληγές, τραύματα και απώλειες μέσα στην ίδια την ταινία. Το ισότιμο σημαντικό πρόβλημα είναι το κατά πόσο ενδιαφέρει τον έλληνα θεατή ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος. Προφανώς δεν τον ενδιαφέρει και τόσο. Ή θα ‘θελε να τον ενδιαφέρει αλλά δεν έχει πειστεί. Και γι’ αυτό δεν φταίει μόνο ο θεατής, προφανώς φταίμε κι εμείς ως δημιουργοί αλλά και η ακμαιότατη ελληνική πολιτεία που σφύζει και πάλλεται από πολιτιστικά ιδεώδη. Τώρα για τις προσδοκίες μου σε σχέση με την τύχη της ταινίας στις αίθουσες δεν ξέρω τι να σου πω. Το κοινό της Θεσσαλονίκης που πρωτείδε την ταινία και οι ξένοι θεατές στα φεστιβάλ μου μίλησαν με πολύ ενθαρρυντικά λόγια. Και πιστεύω ότι η ταινία μιλάει στον σύγχρονο θεατή γιατί σ’αυτόν καθρεφτίζεται. Αλλά όταν μια υπερπαραγωγή έχει πάνω της όλη τη δημοσιότητα φωνάζοντας “δράση, ένταση, θέαμα” κι εσύ λες η δικιά μου η πραμάτεια είναι πιο αληθινή και σε σέβεται περισσότερο, είναι σα να θες να μάχεσαι τα υπερηχητικά με όπλο μία βάρκα. Έχεις χάσει από χέρι αλλά τη μάχη θα τη δώσεις όχι για να κερδίσεις αλλά για να υπάρξει και μια άλλη φωνή στο τοπίο.
-Τι είναι αυτό που σε συναρπάζει τόσο, ακόμα και αν σε απωθεί, στο αστικό τοπίο;
Γ.ΓΚ.: Το αστικό τοπίο νομίζω ότι αποτυπώνει με τον πιο άμεσο και ορατό τρόπο τις προθέσεις, την οργάνωση και την προοπτική μιας κοινωνίας. Ανεβαίνεις ψηλά, ξεχνάς τα μικρά και κοιτάζεις την πόλη σου και μόνο τότε καταλαβαίνεις πλήρως πού ζεις. Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις ή δεν σου αρέσει καθόλου. Αν έχει σκοπό που έγινε έτσι και ποιος είναι αυτός ο σκοπός. Το ξεχνάμε πολλές φορές αλλά όλοι μας θα είμασταν διαφοερτικοί αν τα μάτια μας από παιδιά ήταν πλημμυρισμένα με άλλη αισθητική τριγύρω μας.
-Ποιο είναι το επαγγελματικό αντικείμενο μέσα από το οποίο βιοπορίζεσαι;
Γ.ΓΚ.: Μέχρι πέρυσι από τη σκηνοθεσία. Κυρίως στην τηλέοραση. Φέτος κοιτάζουμε να δούμε τι παραγωγή υπάρχει για να δουλέψουμε αλλά... Δεν ξέρω, είμαστε όλοι πολλοί αγχωμένοι για το μέλλον. Το τοπίο άλλαξε δραματικά. Και δεν λέω ότι δεν έγιναν λάθη ή τραγικές υπερβολές στο παρελθόν όταν γυρίστηκαν ας πούμε μέσα σε μια σαιζόν σαράντα και πλέον τηλεοπτικές σειρές χωρίς καμιά απ’ αυτές να ήταν εξαγώγιμη. Αλλά και αυτό που ζούμε σήμερα, να μη γυρίζεται τίποτα είναι ένα ακόμη παρανοϊκό φαινόμενο της υπερβολής και της τυχαιότητας της κατάστασης στην Ελλάδα, γεγονός που δεν μπορούμε να το διαχειστούμε γιατί δεν ξέρουμε πια πώς θα ζήσουμε.
-Πόσο ειλικρινής είσαι όταν ρωτάς κάποιον «πες μου πως σου φάνηκε η ταινία μου»;
Γ.ΓΚ.: Αρκετά νομίζω γιατί με νοιάζει. Τώρα αν με ρωτάς το τι περιμένω ν’ ακούσω θα σου πω ότι σε κανέναν δεν αρέσει να του λένε “χάλια η ταινία σου”.
***"Η Πόλη των Παιδιών" κυκλοφορεί από τη 1 Νοεμβρίου στις αίθουσες Ιντεάλ και Γαλαξίας. Δείτε παρακάτω το trailer
***ακολουθήστε τον ΤΑΖ στο facebook στο www.facebook.com/tazthebuzz ή στο profile Tassos Theodoropoulos, στο twitter ως klarinabourana ή στο terra_gelida@hotmail.com για μέιλ και υποθέσεις προσωπικής εκδίκηση.