Σπάει ρεκόρ το «Χόμπιτ». Δυστυχώς σπάει και νεύρα.
Yπάρχει μια όχι και τόσο μικρή, διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο παραμύθι και την μετατροπή του σε μια ψυχρή, υπολογιστική χρηματομηχανή. Και δεν είναι μικρή κατ’ αρχάς επειδή πρέπει να έχει έναν όγκο ανάλογο με το σωματότυπο του Πίτερ Τζάκσον, ο οποίος εδώ τη διασχίζει με χαρακτηριστική άνεση και δίχως ίχνος προβληματισμού. Με πιο απλές λέξεις, το «Hobbit», δεν είναι «Άρχοντας των Δακτυλιδιών».
Κατ’ αρχάς σαν βιβλίο που προηγείται της ογκώδους τριλογίας του «Άρχοντα» και έχει έναν σαφέστατα πιο παιδικό και εφηβικό προσανατολισμό από την επική διάσταση των «Δαχτυλιδιών». Και φυσικά σαν ταινία. Ομολογουμένως είναι δύσκολο να μη θαυμάσεις για άλλη μια φορά, το μαγικό τοπίο της Μέσης Γης, την ζαλιστική σκηνογραφία και τα ειδικά εφέ (αν και μερικά από αυτά, προσωπικά μου φάνηκαν λίγο πιο καρτουνίστικα αυτή τη φορά). Επίσης είναι δύσκολο και να μην γλαρώσεις κάπου στη μέση της τρίωρης αυτής ταινίας. Το έπαθα και το καταθέτω.
Γιατί προσπαθώντας να βγάλει από τη μύγα ξύγκι, ο Τζάκσον, εντελώς αδικαιολόγητα, αποφάσισε να μετατρέψει ένα ασύλληπτα μικρότερο σε όγκο και πολύ πιο απλοϊκό βιβλίο, ξανά σε τρεις τρίωρες ταινίες. Με αυτήν εδώ, την πρώτη, να καλύπτει μόλις τα 6 πρώτα κεφάλαια. Τι σημαίνει αυτό? Για τους πιουρίστες, χαράς ευαγγέλια αφού ο Τζάκσον για να καλύψει και να δικαιολογήσει τη διάρκεια της ταινίας του, μόνο τα κόμματα και τις τελείες του βιβλίου δεν έχει συμπεριλάβει.
Ενδεικτική και μόνο η αρχή της ταινίας: για 10 λεπτά βλέπουμε τον γερασμένο Μπίλμπο Μπάγκινς να ξεκινάει να γράφει το βιβλίο του, μαζί με τον Φρόντο από την προηγούμενη ταινία. Για να γίνει και η σύνδεση και να μην είμαστε τελείως χαμένοι. Και μετά για άλλα 40 λεπτά, τη συγκέντρωση των 13 νάνων μαζί με τον Γκάνταλφ στο σπίτι του πολύ νεώτερου αυτή τη φορά Μπίλμπο (εφ’ όσον τα γεγονότα του Χόμπιτ εξελίσσονται μισό αιώνα πριν από αυτά του «Άρχοντα». Τι κάνουν όλοι αυτοί για 50 λεπτά; Τρώνε, πίνουν, χαριεντίζονται και τραγουδάνε. Α, ναι. Μιλάνε και για την αποστολή στην οποία θα πάρουνε τον Μπίλμπο, η οποία αφορά στην επανάκτηση του χαμένου βασιλείου τους, από έναν δράκο. Για να είμαι ειλικρινής, υπάρχει και άλλη μια δεκάλεπτη σεκάνς, πολύ εντυπωσιακή στο θέαμα της, που δείχνει πως ο δράκος πήρε το βασίλειο. Με αυτά και με εκείνα όμως, έφυγε η πρώτη ώρα.
Και έρχεται η δεύτερη ώρα. Που ξεκινάει με ένα φριχτά βαρετό και χωρίς κανένα λόγο ύπαρξης 20 λεπτό, με την παρέα των νάνων, του Μπίλμπο και του Γκάνταλφ, να κάνουν μια αρμένικη βίζιτα από το βασίλειο των ξωτικών, να ξαναδούμε και την Γκαλάντριελ χωρίς λόγο, και να ανταλλάξουν βαρετές μαλακίες διαλόγου για μια αόρατη απειλή που όλοι μας ξέρουμε πως θα εξελιχθεί αφού έχουμε δει την κατάληξη στην τριλογία του «Άρχοντα». Κάπου εκεί, το παρεάκι μπαίνει επιτέλους στη δράση αρχίζει να αντιμετωπίζει μια σειρά από κινδύνους και τέρατα, και μαγικά. Πιο εντυπωσιακά δε γίνεται να στηθούν, το παραδέχομαι. Χορταίνει ο μάτης σου. Και πιο βαρετά όμως ταυτόχρονα.
Γιατί παρά την τόση ώρα φιλμικού χρόνου που έχει σπαταληθεί ως τώρα, δεν γνωρίζεις τίποτα και για κανέναν από τους χαρακτήρες. Και δε σε ενδιαφέρει κανείς, αν θα πεθάνει, αν θα ζήσει ή αν θα πάθει διάρροια από τα κουλά που τρώνε συνέχεια. Απλά χαζεύεις τις συγκρούσεις σαν να βλέπεις ένα video game που το παίζουν άλλοι. Με τον Τζάκσον να υπερθεματίζει στις σκηνές δράσης τραβώντας τις από τα μαλλιά, και χώνοντας μέσα τους και καλά ενήλικες σκηνές βίας και αποκεφαλισμών (χωρίς όμως να στάζει πραγματικά αίμα για να μη μας πούνε και ακατάλληλους) μπας και σε παραμυθιάσει ότι η ιστορία που αφηγείται δεν είναι τόσο παιδική όσο όντως είναι.
Έτσι και γιουβέτσι, φτάνεις κοντά στο τελευταίο 50λεπτο, που συμβαίνουν δύο πράγματα: Πρώτον η σπαραχτική κυριολεκτικά επανεμφάνιση του Γκόλουμ. Που τσακίζει κόκκαλα σαν εξέλιξη της τεχνολογίας που ήδη ξέρουμε και σαν ερμηνεία από τον Άντι Σέρκις. Και μετά ένα τρελό καρναβάλι για το φινάλε, με συνεχή δράση, ξανά απίστευτο θέαμα αλλά απουσία μέτρου και μετρήματος των σκηνών μέσα στη ρυθμολογία του γενικού συνόλου.
Όλα αυτά, αν επιθυμείς να δεις την ταινία όπως ο σκηνοθέτης της θέλει να τη δεις, σε 3D και εντυπωσιακό, υψηλής ευκρίνειας Ηigh Frame Rate που χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην ιστορία του κινηματογράφου (και μπορείς να το απολαύσεις μόνο στα Village). Τι είναι τούτο θα μου πεις και με το δίκιο σου. Εδώ και παραπάνω από έναν αιώνα, το φορμά του σινεμά είναι αυτό των 24 εικόνων ανά δευτερόλεπτο. Ότι δηλαδή η μηχανή λήψης τραβάει 24 διαφορετικές φωτογραφίες το δευτερόλεπτο που με τη σειρά της παίζει στην ίδια ταχύτητα η μηχανή προβολής και έτσι δημιουργείται η ψευδαίσθηση της κίνησης μέσα από μια αλληλουχία προβολής συνεχόμενων φωτογραφιών. Ως τη στιγμή που ήρθε ο Τζάκσον και αποφάσισε να διπλασιάσει τη ταχύτητα. Να γυρίσει και να προβάλλει την ταινία με ταχύτητα 48 εικόνων ανά δευτερόλεπτο. Επιδιώκοντας την απόλυτη οπτική τελειότητα.
Το πέτυχε; Ναι, από μία άποψη ναι. Η ευκρίνεια της εικόνας είναι απίστευτη, σαν να έχεις γυαλίσει τα μάτια σου με οβερλάι. Όμως, το σινεμά δεν είναι μόνο τεχνολογία, και κάπου εκεί χάνεται η τέχνη. Γιατί μέσα σε όλη αυτό το οπτικό στραφτάλισμα, χάνεται ή μάλλον ισοπεδώνεται η κινηματογραφική ποιότητα του βάθος και της γοητείας του μυθικού. Σαν το Blu Ray ένα πράγμα, που ξαφνικά παίζεις ταινία ασπρόμαυρη του 60, και νομίζεις από την ψηφιακή digital ζωντάνια της εικόνας, πως παρακολουθείς ασπρόμαυρο και καλά τυπάδικο βίντεοκλιπ του Κωνσταντίνου Ρήγου για τη Νατάσα Θεοδωρίδου. Μεγάλο debate το θέμα των 48 εικόνων με φανατικούς πολέμιους και υπερασπιστές ήδη και θα δούμε που θα οδηγήσει. Αν και ομολογουμένως σε 3D ταινίες, σε γλυτώνει από τη ζαλιστική θολούρα των γρήγορων σκηνών (είδα και τις δύο κόπιες, καμία σχέση).
Αυτό που δεν αποτελεί σίγουρα αντικείμενο κανενός debate, είναι το τελικό χρηματικό αποτέλεσμα. Γιατί μπορεί το «Χόμπιτ» να φαίνεται πως έχει φάει οριστική πόρτα από τα επερχόμενα Όσκαρ, όμως ήδη έχει ξεπεράσει σε χρήματα το «άνοιγμα» του τελευταίου «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» που ήταν η «Επιστροφή του Βασιλιά» με 72 εκ. δολάρια στις Η.Π.Α. Το «Χόμπιτ» έσπασε τα ταμεία με 84,8 εκ. δολάρια μέσα στις Η.Π.Α. και συνολικά 223 παγκοσμίως για τις πρώτες μόλις μέρες προβολής του. Που σημαίνει πως ότι κι αν λέω εγώ κι όποιος άλλος, αυτοί που σκεφτήκανε την συγκεκριμένη μεγάλη μπίζνα είχαν τελικά απόλυτο δίκιο. Το μαζικό κοινό λατρεύει την αίσθηση της ασφάλειας μιας υπερεπιτυχημένης συνταγής και εδώ, αυτό ακριβώς θα αισθανθεί. Κάποιοι άλλοι απλά ένα ξαναζεσταμένο φαγητό που προσπαθεί απεγνωσμένα να το παίξει γκουρμέ.
Δεν ξέρω πως θα ήταν αν το «Χόμπιτ» προέκυπτε όπως αρχικά είχε προγραμματισθεί, δια χειρός Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο. Μπορεί να μην ήταν καλό. Μπορεί να ήταν και αριστούργημα. Σίγουρα όμως θα ήταν διαφορετικό. Επομένως πιο ενδιαφέρον. Γιατί η πολλοστή επίσκεψη του Πίτερ Τζάκσον στο σύμπαν του Τόλκιν τόσα χρόνια μετά, όσο θεαματικό και αν είναι το τελικό οπτικό αποτέλεσμα, μοιάζει με απεγνωσμένο revival ενός ήδη ολοκληρωμένου και τελειωμένου θέματος, χωρίς ίχνος πρωτόγνωρης συγκίνησης. Σαν τον τελευταίο, κουρασμένο κύκλο μιας πάλαι ποτέ συναρπαστικής σειράς, που συνεχίζεις να τη βλέπεις επειδή γνωρίζεις ακριβώς τις συγκινήσεις που θα βιώσεις, την υπόθεση και τους χαρκτήρες ης αλλά δεν περιμένεις πλέον καμία έκπληξη. Kαι φυσικά, κανένα αναπάντεχο ταξίδι όπως θέλει ο τίτλος να πιστέψεις.
*Στις αίθουσες από τις 13 Δεκεμβρίου
***ακολουθήστε τον ΤΑΖ στο facebook στο www.facebook.com/tazthebuzz, στο twitter ως klarinabourana, κάντε LIKE στην επίσημη σελίδα του fb SIGAIKA PRODUCTIONS, για να μαθαίνετε όσα χρειάζεστε, προκειμένου να καίτε τον εγκέφαλο (των άλλων) ή επικοινωνήστε με το terra_gelida@hotmail.com για μέιλ και υποθέσεις προσωπικής εκδίκησης