Αλεξανδρούπολη: Μια γυναίκα «σπάει» τη σιωπή της για χρόνια κακοποίησης
Στόχος της φυσικά να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο για όλα όσα συμβαίνουν στην διπλανή πόρτα και όλοι κάνουν ότι δεν τα πρόσεξαν. Μέχρι να είναι πολύ αργά...
Αυτή είναι η συγκλονιστική επιστολή της:
ΣΠΑΩ ΤΗΝ ΣΙΩΠΗ ΜΟΥ
Τον γνώρισα σε μια άσχημη καμπή της ζωής μου, οικονομικά κατεστραμμένη, άνεργη, απαισιόδοξη για το αύριο, με την ευθύνη ενός ανήλικου παιδιού, χωρίς αυτοπεποίθηση ως άτομο και ως γυναίκα, χωρίς φίλους, με μόνη συντροφιά τον εαυτό μου. Όταν ξεκίνησε η σχέση μας, από το πρώτο λεπτό γαντζώθηκα επάνω του. Θεώρησα ότι ταιριάζουμε, ότι ήμασταν ερωτευμένοι. Όταν όλα άρχισαν να αλλάζουν, και εγώ μαζί, οι τρίτοι βλέπανε, αντιδρούσανε, εγώ όχι. Ήταν ο άνθρωπος μου, ο ήρωας μου, είχε χτίσει γύρω μου ένα φρούριο, τάχα για να με προστατέψει...
Αρχικά ξεκίνησε η συναισθηματική βία. Αν και υπήρξα παντρεμένη στο παρελθόν, ως ελεύθερη είχα ερωτικούς συντρόφους, αλλά στην ερωτική επαφή ήμουν συντηρητική κατά τα λεγόμενα του. Μου αφηγούνταν τις ερωτικές του περιπέτειες, τις ερωτικές του επιδόσεις, τα σεξουαλικά κόλπα που έκανε κατά το παρελθόν με άλλες συντρόφους του, μου έδειχνε φωτογραφίες σε διάφορες ερωτικές πόζες πρώην ερωτικών συντρόφων του. Το αποτέλεσμα; Μου φύτεψε την σκέψη στο μυαλό ότι «αν δεν με ικανοποιήσεις ερωτικά θα πάω με άλλη γυναίκα και θα φταις εσύ, ξενέρωτη». Ναι, έτσι με αποκαλούσε. «Ξενέρωτη». Όταν δεν μπορούσα να ανταποκριθώ στα διεστραμμένα ερωτικά του παιχνίδια ή όταν μου προκαλούσε πόνο κατά τη διάρκεια τους και λύγιζα. «Ξενέρωτη». Έμαθα να αντέχω τον πόνο, μετατράπηκα κατά την διάρκεια λίγων μηνών σε σεξουαλικό αντικείμενο των ορέξεων του.
Έπειτα ήρθε το ποτό. Προσπάθησε να με εθίσει, δε τα κατάφερε. Συγχρόνως ήρθε και η πρώτη άσκηση σωματικής βίας. Απομακρύνθηκα για λίγο καιρό, κατάφερε όμως να μου περάσει το μήνυμα ότι «ήμουν υπεύθυνη για ότι έγινε». Όταν αντέδρασα, άρχισε τα παρακάλια, ζητούσε συγχώρεση. «Δε θα σε ξαναχτυπήσω» υποσχέθηκε. Η ανόητη τον πίστεψα... λόγια, όλο λόγια. Δέθηκα με αλυσίδες στο φρούριο που είχε χτίσει, όλοι στα μάτια μου έγιναν εχθροί, άγγιξα τον θάνατο και αυτό ήταν η αρχή του τέλους μου, παραδόθηκα απόλυτα στα χέρια του. Δεν υπήρχαν για εμένα ούτε συγγενείς, ούτε φίλοι, ούτε το παιδί μου. ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ που το γράφω, αλλά ναι, θεωρούσα εχθρό ακόμη και το παιδί μου... Η σωματική κακοποίηση συνεχιζόταν με «μικρά» περιστατικά βίας, στα οποία βέβαια πάντα «εγώ έφταιγα»... Η ψυχολογική κακοποίηση είχε γίνει καθημερινή ρουτίνα. Οι σεξουαλικές του φαντασιώσεις έγιναν υποσυνείδητα και δικές μου, άλλωστε ήταν ανώφελο. Κάθε άρνηση μου, κάθε όχι μου, το εκλάμβανε ως Ναι.
Μέχρι που ήρθε εκείνο το εφιαλτικό βράδυ, το βράδυ που μου έκανε το μεγαλύτερο «δώρο»... Άρχισε με λεκτικές προσβολές. Έπειτα μια γροθιά. Έπειτα η αναγκαστική εκπόρνευση μου. Όταν κατάλαβε ότι δεν εκπορνεύομαι, ήρθε η μεγαλύτερη άσκηση σωματικής βίας μέχρι τότε. Ήρθε η απόπειρα βιασμού, ο εξευτελισμός της γενετησίας φύσης μου. Ασέλγησε και ούρησε πάνω στο ματωμένο κορμί μου... και όλα αυτά ενώ οι γονείς του ήταν στο διπλανό δωμάτιο και ενώ άκουγαν τα ουρλιαχτά μου, τις κραυγές μου για βοήθεια, και δεν επενέβησαν στιγμή. Βρέθηκα μισόγυμνη και ματωμένη τα ξημερώματα από τους δικούς μου, κρυμμένη πίσω από έναν κάδο σκουπιδιών, με το κινητό μου τηλέφωνο στο αυτί και αυτό το τέρας να ουρλιάζει από την τηλεφωνική γραμμή "Γύρνα πίσω, αλλιώς δε θα ξαναδείς το παιδί σου ποτέ".
Αστυνομία, νοσοκομείο, δικαστήριο. Η ποινή του; Ελάχιστοι μήνες με αναστολή. Τόσο άξιζε η ζωή μου. Το κοινωνικό μου περιβάλλον άρχισε να με δικάζει. «Τα ήθελες και τα έπαθες". Ανόητοι, ηθικοί, αναμάρτητοι, στρουθοκαμηλιστές άνθρωποι.
Ο νόμος τον χάιδεψε. Εάν χτυπούσε ένα ζώο, η τιμωρία του θα ήταν αυστηρότερη. Δεν υπήρχε δικαιοσύνη, προστασία, έλεος. Άδικη η υπεράνθρωπη προσπάθεια των ειδικών ψυχολόγων να μου παράσχουν βοήθεια, θεωρούσα τον εαυτό μου από θύμα, θύτη. «Αυτό μου άξιζε, αυτός μου άξιζε». Και ξαναγύρισα… Υπάρχει όμως και Θεός.
Ο Θεός. Και επικαλούμαι τον Θεό, διότι έστειλε δίπλα μου ανθρώπους - Άγγελους, που με όπλισαν με την δύναμη τους, μου χάρισαν τα φτερά τους και ΠΕΤΑΞΑ, ξαφνικά, απρόσμενα, απροειδοποίητα μακριά από το τέρας που με κακοποιούσε.
Τώρα δε φοβάμαι, δε σιωπώ. Πολεμάω το τέρας-άνθρωπο με κάθε τρόπο, με κάθε νόμιμο μέσο...και θα συνεχίσω μέχρι να έρθει η ημέρα που η δικαιοσύνη θα τον φυλακίσει πίσω από το φρουριο, που του έχω χτίσει ΕΓΩ...
ΔΕΝ ΣΙΩΠΩ, ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ, ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ.
Φ.Γ.