Μνημόνιο 3: Γη και ύδωρ θέλουν οι Γερμανοί μετά τις εκλογές
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους και δείχνουν το μέγεθος της απάτης και του βρώμικου παιχνιδιού που στήθηκε σε βάρος της χώρας μας.
Το ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί και ίσως να μην απαντηθεί ποτέ είναι: «γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις συναίνεσαν δια της σιωπής τους σε όλο αυτό το ύποπτο σχέδιο;»
Με τι αντάλλαγμα δέχθηκαν να μετατραπεί η χώρα μας σε αποικία χρέους;
Στο άρθρο που ακολουθεί ο οικονομολόγος Βασίλης Βιλιάρδος καταγράφει με μαθηματική ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο κερδίζει η Γερμανία σε όλη τη διάρκεια της κρίσης και αποδεικνύει εύστοχα τους λόγους για τους οποίους το Βερολίνο δεν επιθυμεί έξοδο της Ελλάδας από το τέλμα, αλλά τη συνέχιση της ύφεσης.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του κύριου Βιλιάρδου όπως δημοσιεύθηκε στη σελίδα analyst.gr
«Εύλογα η Ελλάδα είναι το αγαπημένο παιδί της Γερμανίας, ενώ πολύ λογικά ο σημερινός πρωθυπουργός επαινείται από τον κ. Σόιμπλε – ειδικά μετά τη «μεταφορά» της δημόσιας περιουσίας συμπεριλαμβανομένων των ενεργειακών αποθεμάτων και των τραπεζών.
Δεν πρέπει να απορεί κανείς σχετικά με το γεγονός ότι, η Ελλάδα είναι το «αγαπημένο παιδί» της Γερμανίας ή γιατί ο σημερινός πρωθυπουργός θεωρείται εξαιρετικά συμπαθής από τον κ. Σόιμπλε – σύμφωνα με σχεδόν καθημερινές πλέον δηλώσεις του, στις οποίες δεν μας είχε ποτέ μέχρι σήμερα συνηθίσει.
Όσον αφορά το πρώτο, με βάση μία πρόσφατη, λεπτομερειακή μελέτη του γερμανικού ινστιτούτου οικονομικών ερευνών του Halle , το συνολικό αντίκτυπο της ελληνικής κρίσης χρέους στον προϋπολογισμό της Γερμανίας ήταν και είναι εντυπωσιακό – αφού η χώρα εξοικονομεί τεράστια ποσά λόγω των χαμηλότερων τόκων που πληρώνει για το χρέος της (περί τα 1,8 τρις €), μίας τάξης μεγέθους του 4%.
Σε ένα από τα γραφήματα της μελέτης που ακολουθεί, φαίνεται πως το επιτόκιο δανεισμού της Γερμανίας για την περίοδο 2000-2007 ήταν κατά μέσον όρο 3,19% για τα μονοετή ομόλογα, 3,54% για τα ομόλογα από ένα έως πέντε έτη και 4,4% για τα άνω των πέντε ετών – έχοντας έκτοτε μειωθεί γεωμετρικά, στο αρνητικό -0,2% για τα μονοετή (ουσιαστικά πληρώνουν οι επενδυτές τόκο στη Γερμανία, αντί να εισπράττουν), στο -0,13% για τα επόμενα και στο μόλις 0,68% για τα άνω των πέντε ετών.
Με δεδομένο τώρα το ύψος του γερμανικού δημοσίου χρέους (1,8 τρις €), κάθε 1% λιγότερο επιτόκιο αντιστοιχεί σε 18 δις € ετησίως – τα οποία εξοικονομεί η χώρα, μειώνοντας τις φορολογικές και λοιπές επιβαρύνσεις των κατοίκων της αντίστοιχα.
Επομένως, μία διαφορά της τάξης του 4% ωφελεί θεωρητικά (εάν δανειζόταν σήμερα όλο το χρέος της μακροπρόθεσμα) τη Γερμανία κατά 72 δις € ετησίως – γεγονός που σημαίνει ότι, μέσα σε ελάχιστους μήνες θα μπορούσε να αποσβέσει τη συμμετοχή της στο νέο δάνειο ύψους 86 δις € προς την Ελλάδα, η οποία είναι της τάξης του 27,15% (όσο το μερίδιο της στην ΕΚΤ, άρα κάτω από 30 δις €).
Εάν τώρα προσθέσουμε τα ετήσια κέρδη της από το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο έχει εκτοξευθεί στο 7,6% του ΑΕΠ της (πλησιάζει τα 300 δις $, αφού το ΑΕΠ της το 2015 υπολογίζεται στα 3,85 τρις $), τότε θα κατανοήσουμε γιατί η Ελλάδα είναι το αγαπημένο της παιδί – έχοντας της «κοστίσει» μαζί με τα σημερινά 86 δις € κάτω από 100 δις € συνολικά, με βάση τη δική της συμμετοχή στα δάνεια προς τη χώρα μας.
Το ποσόν αυτό δεν είναι σε μετρητά αλλά σε εγγυητικές, ενώ δεν μας έχει χαριστεί βέβαια, αλλά αποτελεί ένα έντοκο δάνειο – έναντι του οποίου η σημερινή κυβέρνηση έχει κυριολεκτικά προσφέρει «γη και ύδωρ» όσον αφορά τις εμπράγματες εγγυήσεις (επί πλέον αυτών που έχουν δοθεί με το PSI), χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε τα νέα μέτρα λιτότητας. Θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε εδώ τα εξής:
«H Γερμανία φαίνεται πως πέτυχε το στόχο που πραγματικά είχε τοποθετήσει – την ιδιοκτησία του ταμείου αποκρατικοποίησης (ΤΑΙΠΕΔ), στο οποίο θα μεταφερθούν τα περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειακών αποθεμάτων, αξίας 50 δις €.
Υπενθυμίζουμε εδώ πως η δημόσια περιουσία εκτιμήθηκε το 2010, μεταξύ άλλων και από το ίδιο το ΔΝΤ, στα 300 δις € περίπου – χωρίς τα ενεργειακά αποθέματα (πηγή). Επίσης, χωρίς τις τράπεζες, οι μετοχές των οποίων, ξανά με επιθυμία της Γερμανίας, θα μεταφερθούν στο ίδιο ταμείο (ΤΑΙΠΕΔ) – το οποίο θα πρέπει, με βάση το Euro Group, να είναι έτοιμο έως τα τέλη του 2015.
Με δεδομένο όμως το ότι, στις τράπεζες ανήκει το μεγαλύτερο μέρος των ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων, μέσω των εγγυήσεων που κατέχουν για τα δάνεια που παρείχαν, θεωρείται βέβαιη η μεταφορά τους από τους Έλληνες στους Γερμανούς ή σε άλλους Ευρωπαίους, σε εξευτελιστικές τιμές – πόσο μάλλον όταν με το νέο μνημόνιο θα επιτρέπονται οι αθρόες κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, ενώ τα δικαστήρια δεν θα μπορούν εύκολα να προστατεύουν τους Πολίτες».
Συμπερασματικά λοιπόν, για ένα συνολικό δάνειο προς την Ελλάδα ύψους περί τα 330 δις €, όπου το μερίδιο της Γερμανίας είναι κάτω από 100 δις €, κερδίζει η χώρα πολλαπλάσια ποσά κάθε χρόνο που περνάει, ενώ έχει μετατρέψει την πατρίδα μας σε ένα απόλυτα εξαρτημένο προτεκτοράτο της – το οποίο έχει πληρώσει μέχρι στιγμής τα δάνεια του με πάνω από 1.000 δις € (πτώση των τιμών της ακίνητης περιουσίας πάνω από 500 δις €, κατάρρευση της χρηματιστηριακής αξίας των ελληνικών επιχειρήσεων πάνω από 200 δις € κοκ.), παραμένοντας υπερχρεωμένο και χωρίς καμία απολύτως προοπτική για το μέλλον του.
Στα πλαίσια αυτά, εύλογα η Γερμανία είχε κάθε συμφέρον να καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα – ενώ φυσικά δεν βιάζεται καθόλου να τις ολοκληρώσει. Στη συνέχεια, θα προσφέρει ασφαλώς με το σταγονόμετρο το ποσόν των 86 δις € που θα εγκριθεί στην Ελλάδα, στηρίζοντας τη σημερινή κυβέρνηση και διατηρώντας την αβεβαιότητα – οπότε τα αρνητικά επιτόκια δανεισμού της, τη χαμηλή ισοτιμία του ευρώ, τα πλεονάσματα της εις βάρος των εταίρων της κοκ.
Το ερώτημα φυσικά που προκύπτει είναι γιατί η κυβέρνηση έπαιξε το παιχνίδι της Γερμανίας, καθυστερώντας χωρίς κανένα σχέδιο τις διαπραγματεύσεις πάνω από έξι μήνες – στέλνοντας επί πλέον πίσω τα 11 δις € που προορίζονταν για την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών, εγκαταλείποντας στα τέλη Ιουνίου το υπάρχον πρόγραμμα, με αποτέλεσμα να κλείσουν οι τράπεζες, οπότε να βαθύνει η κρίση κοκ.
Αποκλείοντας εδώ την προδοσία, η μοναδική καλοπροαίρετη αιτιολογία που απομένει είναι η εκτός ορίων ανοησία – η οποία δεν είναι βέβαια αποκλειστικά και μόνο «προνόμιο» της σημερινής κυβέρνησης. Το να συνεχίζει δε να γράφει κανείς για την Ελλάδα και για την κρίση, όταν τα πάντα έχουν πλέον κριθεί, θα ήταν ανάλογα ανόητο – οπότε είναι καλύτερα να αποφεύγεται.
Ολοκληρώνοντας, υπενθυμίζουμε πως στο οδυνηρό παράδειγμα της Τουρκίας , η νέα κυβέρνηση ήταν αυτή που ξεπούλησε το σύνολο σχεδόν της δημόσιας περιουσίας, μετά την υπαγωγή της στο ΔΝΤ – παραμένοντας σταθερά υποτελής του Καρτέλ και των τοκογλύφων, χωρίς παραδόξως να χάσει την εκλογική της δύναμη. Φυσικά το ξεπούλημα έγινε έντεχνα, σταδιακά, αφού ακολούθησε μετά την εκλογική της νίκη και τη σταθεροποίηση της στην εξουσία».