Η θέση των αυτοαπασχολουμένων επιχειρηματιών πριν και μετά την κρίση του κορονοϊού
Η ελληνική κοινωνική δομή χαρακτηρίζεται από μία ιδιαιτερότητα, η οποία, ιδίως τώρα στην περίοδο της κρίσης του κορονοϊού, έχει πολύ μεγάλη σημασία σε ό,τι αφορά τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων. Γράφει ο Γιώργος Καρανίκας*.
Αυτή η ιδιαιτερότητα είναι το υψηλό ποσοστό της αυτοαπασχόλησης στην ελληνική οικονομία, ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας για πολλές δεκαετίες και για μια μορφή επιχειρηματικής δράσης που απαντάται πολύ συχνά στην αγορά.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ορισμός του αυτοαπασχολούμενου αποτελεί ένα κρίσιμο διακύβευμα, ιδιαίτερα οπότε αυτός ο ορισμός αποτελεί κριτήριο για την κατανομή πιθανών ωφελημάτων. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες που υπάρχουν σε μια δεδομένη συγκυρία, καθώς επίσης και η κοινωνική και ιστορική τροχιά στην οποία αυτές εγγράφονται.
Με βάση έναν πρώτο ορισμό, ως αυτοαπασχολούμενος ορίζεται αυτός ο οποίος εργάζεται για τον εαυτό του, για λογαριασμό του, που αποκτά το εισόδημά του από τις δικές του πρωτοβουλίες, μέσω μιας εμπορικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας ή ασκώντας ατομικά κάποιο επάγγελμα.
Με βάση τον προαναφερόμενο ορισμό μπορεί να γίνει λόγος για 3 βασικές ομάδες:
α) τον επιχειρηματία αυτοαπασχολούμενο (έμπορο, βιοτέχνη)·
β) τον επαγγελματία αυτοαπασχολούμενο (ηλεκτρολόγο, υδραυλικό κλπ.)·
γ) τον αυτοαπασχολούμενο με επιστημονικό επάγγελμα (γιατρό, δικηγόρο, μηχανικό).
Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει πολύ μικρές επιχειρήσεις. Αυτοί οι επιχειρηματίες παίρνουν αποφάσεις, αναλαμβάνουν κινδύνους, προωθούν καινοτομίες, αναζητούν κέρδος, διαθέτουν κεφάλαιο (είτε με τη μορφή των μηχανημάτων, είτε του εξοπλισμού ενός μαγαζιού, μιας καφετέριας). Και κυρίως ρισκάρουν ακόμα και την απώλεια του κεφαλαίου τους. Η συγκεκριμένη ομάδα, εκτός όλων των άλλων, είναι υποχρεωμένη να προκαταβάλλει τα κεφάλαια για τα πάγια, τα εμπορεύματα κλπ στην οποία εντάσσονται και οι αυτοαπασχολούμενοι έμποροι.
Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει επαγγελματίες που κατέχουν μια συγκεκριμένη «τέχνη» και τεχνική. Δηλαδή δεν απαιτείται συνεχώς ανανεούμενο κεφάλαιο, αλλά μόνο ο αρχικός τεχνικός εξοπλισμός. Σε αυτήν την περίπτωση η έννοια του επιχειρηματικού ρίσκου είναι πολύ περισσότερο περιορισμένη.
Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει τους ελευθέρους επαγγελματίες με επιστημονική ιδιότητα, όπου κεφάλαιό τους είναι η επιστημονική τους κατάρτιση. Από τα παραπάνω καθίστανται σαφείς οι σημαντικές διαφορές της πρώτης ομάδας έναντι των άλλων δύο.
Πολύ συγκεκριμένα οι αυτοαπασχολούμενοι έμποροι είναι επιχειρηματίες, που διαθέτουν ατομικά επιχειρηματικά κεφάλαια και αναλαμβάνουν ρίσκα. Κατά κύριο λόγο διευθύνουν οικογενειακές επιχειρήσεις και μπορεί στην ίδια επιχείρηση να εργάζονται –ως αυτοαπασχολούμενοι- δύο ή και περισσότερα μέλη της οικογένειας. Μάλιστα αρκετές φορές αυτοί μπορεί να διαθέτουν περισσότερες της μιας επιχείρησης. Πολύ συχνά και ανάλογα με την πορεία της επιχείρησής τους, ιδιαίτερα σε περιόδους ανόδου του οικονομικού κύκλου, προσλαμβάνουν μισθωτή εργασία και άρα ξεφεύγουν από το στάτους του αυτοαπασχολούμενου, δίνοντας ώθηση στην απασχόληση.
Πληρώνουν φόρους, ενοίκια, τέλος επιτηδεύματος, προκαταβολή φόρου, στερούνται του αφορολογήτου, έχουν δηλαδή όλες τις υποχρεώσεις του οποιουδήποτε επιχειρηματία. Σε σημαντικό ποσοστό και σε βάθος χρόνου έχουν επενδύσει ακόμα και σε ιδιόκτητη επαγγελματική στέγη.
Σε γενικές γραμμές, στην Ελλάδα η μικρή επιχειρηματικότητα που είναι συνυφασμένη με το μοντέλο της αυτοαπασχόλησης είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη. Και αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει οι επιχειρηματίες αυτοαπασχολούμενοι να ταυτίζονται με τις άλλες δύο κατηγορίες αυτοαπασχολουμένων, ακριβώς γιατί η δραστηριότητά τους χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη αβεβαιότητα και είναι εκτεθειμένοι πολύ περισσότερο στην όποια κρίση.
Επίσης θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι αυτή η μορφή επιχειρηματικότητας, πέραν της συνεισφοράς της στις τοπικές οικονομίες, αλλά και στα κρατικά έσοδα, συνιστά και κύριο μέσο επιβίωσης για χιλιάδες οικογένειες.
Υπ’ αυτήν την έννοια, θεωρούμε ότι στις πρωτοβουλίες της επόμενης μέρας για την αντιμετώπιση της επερχόμενης ύφεσης θα πρέπει να ληφθεί υπόψη αυτή η ιδιαιτερότητα και να σχεδιαστούν πολιτικές για την κάλυψη των αναγκών των επιχειρηματιών αυτοαπασχολουμένων, με στόχο την οικονομική τους επιβίωση που σημαίνει και διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
*Ο Γιώργος Καρανίκας είναι πρόεδρος της ΕΣΕΕ