Ο πτωχευτικός νόμος ως μοχλός οικονομικής επανεκκίνησης και δεύτερης ευκαιρίας για τους οφειλέτες
*Της Ιωάννας Καλαντζάκου - Τσατσαρώνη
Στο ερώτημα αν ο νέος νόμος 4738/2020 για τη διευθέτηση οφειλών και την παροχή δεύτερης ευκαιρίας μπορεί να παρέχει στις επιχειρήσεις και τα φυσικά πρόσωπα δυνατότητες να αντιμετωπίσουν τις δυσχέρειές τους, η απάντηση είναι καταφατική – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο νέος νόμος 4738/2020 (ΦΕΚ Α’ τ.207/27.10.2020) παρέχει «αυτόματες» λύσεις. Στις γραμμές που ακολουθούν επιχειρώ μια «χαρτογράφηση» των δυνατοτήτων που δίνει η νέα νομοθεσία.
Ο νέος νόμος για τη διευθέτηση οφειλών και την παροχή δεύτερης ευκαιρίας εντάσσεται στο πλέγμα των μεταρρυθμίσεων που θα τονώσει την οικονομία στην κρίσιμη αυτή περίοδο. Εστιάζεται σε τρεις άξονες: στην πρόληψη της αφερεγγυότητας με τη δυνατότητα ρύθμισης των μεν οφειλών προς το Δημόσιο για διάστημα μέχρι και 20 χρόνια (240 δόσεις), στις δε Τράπεζες μέχρι και 35 χρόνια (420 δόσεις), στην έγκαιρη αντιμετώπισή της με την εξυγίανση των επιχειρήσεων και στην οικονομική επανεκκίνηση όσων πτωχεύουν με την παροχή της δεύτερης ευκαιρίας. Με αυτό το πλέγμα ρυθμίσεων:
- Είναι οικονομικά αποτελεσματικός: αφενός θα περιορίσει το ιδιωτικό χρέος, αφετέρου θα αποδεσμεύσει παραγωγικές δυνάμεις προς όφελος της εθνικής οικονομίας. Καθώς υπό τις σύγχρονες εξελίξεις αυξάνεται το μερίδιο συμμετοχής της παροχής υπηρεσιών και του εμπορίου στο συνολικό προϊόν, η δεύτερη ευκαιρία θα δώσει τη δυνατότητα σε συμπολίτες μας, που ήταν «φυλακισμένοι» στον κλοιό των παλαιών χρεών τους, να δραστηριοποιηθούν και πάλι εργασιακά ή επιχειρηματικά, ενισχύοντας την οικονομία, αλλά και ξαναβρίσκοντας την οικονομική τους αξιοπρέπεια.
- Είναι επιχειρησιακά λειτουργικός, καθώς ενοποιεί σε ενιαίο σύνολο τις διατάξεις για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης και για την παροχή ευκαιρίας οικονομικής επανεκκίνησης στους ατομικά πτωχεύοντες, δίνοντας τη σχετική δυνατότητα και σε φυσικά πρόσωπα χωρίς εμπορική ιδιότητα και ενσωματώνοντας τις προβλέψεις της πρόσφατης Οδηγίας 1023/19 της Ε.Ε.
- Διαπνέεται από κοινωνική ευαισθησία, καθώς παρέχει τη δυνατότητα σε όσους μπορούν να ρυθμίσουν τις οφειλές τους σε χρονικό διάστημα είκοσι ετών και σε εκείνους, που δεν έχουν τέτοια δυνατότητα, επιχειρηματίες ή ιδιώτες, να διαθέσουν την υφιστάμενη περιουσία τους στους πιστωτές τους και να κάνουν μία νέα αρχή χωρίς να είναι δια βίου όμηροι των χρεών του παρελθόντος. Επίσης παρέχει στους ευάλωτους οφειλέτες τη δυνατότητα να μη χάσουν την κύρια κατοικία τους και να παραμείνουν για σημαντικό διάστημα σ’ αυτήν έναντι ενοικίου, ώστε να μην ανατραπούν αιφνίδια οι συνθήκες ζωής τους.
Η κυβέρνηση πρέπει, μάλιστα, να πιστωθεί το ότι μελέτησε τις παρατηρήσεις των επιστημονικών και επαγγελματικών φορέων – που είχα την τιμή να συμμετέχω -και υιοθέτησε πολλές από αυτές, βελτιώνοντας σημαντικά το νομοθέτημα σε σχέση με το πρώτο σχέδιο που είχε δοθεί στη δημοσιότητα και εν συνεχεία τεθεί σε διαβούλευση.
Από τη στιγμή που επέρχεται η οικονομική δυσχέρεια, το πρώτο βασικό εργαλείο του νέου νόμου είναι η δυνατότητα εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών για τις οφειλές προς χρηματοδοτικούς φορείς (τράπεζες και εταιρείες λήζινγκ), προς το Δημόσιο και τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς. Ο οφειλέτης υποβάλλει αίτηση ρύθμισης ηλεκτρονικά γνωστοποιώντας τα στοιχεία της περιουσίας του και οι πιστώτριες τράπεζες έχουν δικαίωμα να του υποβάλουν πρόταση ρύθμισης. Αν οι διαπραγματεύσεις καταλήξουν σε συμφωνία, ρυθμίζονται οι οφειλές προς τις τράπεζες, η δε συμφωνία κοινοποιείται στο Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία που, με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, υπάγονται στη συμφωνία.
Ο μηχανισμός αυτός μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμος για πολλές επιχειρήσεις, ατομικές ή εταιρικές, καθώς παρέχει την ευχέρεια να ρυθμιστούν –υπό προϋποθέσεις- οι οφειλές προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία έως και σε 240 μηνιαίες δόσεις, δηλαδή σε χρονικό διάστημα είκοσι (20) ετών, στα δε Πιστωτικά Ιδρύματα σε διάστημα έως 35 ετών (420 δόσεις) με χαμηλό επιτόκιο. Το «κλειδί» για να επιτευχθεί η συμφωνία είναι, ωστόσο, η συμμετοχή των τραπεζών οι οποίες βάσει του νόμου έχουν διακριτική ευχέρεια και όχι υποχρέωση να μετάσχουν στη διαδικασία. Κατά τις προϊσχύσασες μορφές του εξωδικαστικού μηχανισμού διατυπώθηκαν παράπονα από συλλόγους οφειλετών και επιτηδευματιών ότι η ανταπόκριση των τραπεζών ήταν περιορισμένη, κάτι όμως που μπορεί να οφειλόταν στο ότι οι οφειλέτες, που ζητούσαν τον διακανονισμό, δεν συγκέντρωναν τις προϋποθέσεις υπαγωγής. Ο νέος νόμος είναι πολύ πιθανόν να αυξήσει θεαματικά τη συμμετοχή των τραπεζών και, άρα, να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο για τη ρύθμιση οφειλών και των παρόχων ιδιωτικών ιατρικών υπηρεσιών.
Δεύτερη δυνατότητα του νέου νόμου είναι η προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. Πρόκειται για μετεξέλιξη της διαδικασίας του λεγόμενου «άρθρου 99», που χρησιμοποιήθηκε για την εξυγίανση αρκετών επιχειρήσεων από το 2007, που εισήχθη ο πτωχευτικός κώδικας, μέχρι σήμερα.
Με τη διαδικασία αυτή η οφειλέτιδα επιχείρηση ή φυσικό πρόσωπο έρχεται σε επαφή με τους πιστωτές της και επιδιώκει να καταρτίσει μαζί τους συμφωνία για τη ρύθμιση των χρεών της. Εάν η συμφωνία εξασφαλίσει διπλή πλειοψηφία του 50% των απαιτήσεων των πιστωτών που έχουν ειδικό προνόμιο (υποθήκες, προσημειώσεις και ενέχυρα) και του 50% των απαιτήσεων των υπολοίπων πιστωτών εισάγεται για επικύρωση στο Δικαστήριο. Αν επικυρωθεί, δεσμεύει και τους πιστωτές που δεν δέχθηκαν τη συμφωνία ή δεν έλαβαν μέρος στη διαδικασία σύναψής της. Υπάρχει μάλιστα δυνατότητα επικύρωσης της συμφωνίας ακόμη και αν δεν επιτευχθεί η παραπάνω διπλή πλειοψηφία πιστωτών. Τότε, όμως, πρέπει να υπογράφουν τη συμφωνία πιστωτές που έχουν το 60% των συνολικών απαιτήσεων κατά του οφειλέτη (δηλαδή των χρεών του) και ταυτόχρονα το 50% των απαιτήσεων που ασφαλίζονται με υποθήκη, προσημείωση ή ενέχυρο.
Η προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης έχει υψηλές πιθανότητες να αποδώσει σε επιχειρήσεις που είναι βιώσιμες και μπορούν να παρουσιάσουν στους πιστωτές τους μια αξιόπιστη μελέτη μελλοντικού διακανονισμού, που θα αποφέρει στους πιστωτές περισσότερα απ’ ό,τι προσδοκούν να εισπράξουν από πλειστηριασμούς, ακόμη και αν δεχτούν «κούρεμα» μέρους των απαιτήσεών τους.
Στις περιπτώσεις όπου η σχέση περιουσίας και χρεών είναι τέτοια, ώστε να μην υπάρχει περιθώριο εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών ή προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης, ο νέος νόμος παρέχει στους υπερχρεωμένους τη δυνατότητα μιας «δεύτερης ευκαιρίας» μέσω της πτώχευσης, που πλέον είναι δυνατή όχι μόνο για τους εμπόρους και επιχειρηματίες, αλλά και για τους ιδιώτες.
Η πτώχευση είναι, βέβαια, η τελευταία λύση που θα εξετάσει ένας επιστήμονας επιχειρηματίας ή ελεύθερος επαγγελματίας. Σε ακραίες, όμως, περιπτώσεις ενδέχεται να είναι η μόνη λύση για έναν επιστήμονα, φυσικό πρόσωπο ιδιώτη ή έμπορο που έχει υπερχρεωθεί και αδυνατεί να βρει λύση διακανονισμού των υποχρεώσεών του, για να μπορέσει τουλάχιστον να κάνει μια νέα αρχή χωρίς το βάρος των παλαιών χρεών.
Η πτώχευση σημαίνει ότι ο οφειλέτης δηλώνει στον σύνδικο (ο οποίος έχει άδεια «διαχειριστή αφερεγγυότητας» και είναι ο διαχειριστής της πτωχευτικής περιουσίας) όλη την περιουσία του κατά τον χρόνο της πτώχευσης. Η περιουσία αυτή εκποιείται και διανέμεται στους πιστωτές του οφειλέτη.
Στο σημείο αυτό ο νόμος διακρίνει δύο περιπτώσεις. Οι πτωχοί, που δεν έχουν σημαντική ακίνητη περιουσία – και συγκεκριμένα ακίνητη περιουσία με αξία τουλάχιστον € 100.000 που καλύπτει το 10% και πάνω των χρεών τους), πρέπει να δίνουν στον σύνδικο το μέρος του εισοδήματός του που τυχόν υπερβαίνει το ακατάσχετο όριο του νόμου (δηλαδή το ποσό των € 1.000 – 1.250 μηνιαίως υπό τα σημερινά όρια) για τα επόμενα τρία χρόνια μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Αντιθέτως, όσοι πτωχοί έχουν ακίνητη περιουσία αξίας τουλάχιστον 100.000 ευρώ που καλύπτει το 10% και πλέον των συνολικών οφειλών τους, απαλλάσσονται από αυτήν την υποχρέωση και διακρατούν το σύνολο του μεταπτωχευτικού τους εισοδήματος. Επίσης αυτοί οι οφειλέτες απαλλάσσονται από τα χρέη τους (με τη διαδικασία που αναφέρεται στη συνέχεια) μετά από πάροδο ενός έτους από την πτώχευση, ενώ οι μη έχοντες σημαντική ακίνητη περιουσία απαλλάσσονται μετά από πάροδο τριών ετών από την πτώχευση.
Μετά την πάροδο ενός ή τριών ετών από την πτώχευση – ανάλογα με το παραπάνω περιουσιακό κριτήριο, ο πτωχός απαλλάσσεται αυτοδικαίως από τα παλιά του χρέη, εκείνα δηλαδή που όφειλε όταν κηρύχτηκε σε πτώχευση. Η «αυτόματη» αυτή απαλλαγή δεν χωρεί αν ασκηθεί προσφυγή από κάποιον πιστωτή, οπότε η απαλλαγή του πτωχού κρίνεται από το δικαστήριο και γίνεται δεκτή αν ο οφειλέτης έχει συνεργαστεί με τον σύνδικο της πτώχευσης και δεν έχει υποπέσει σε αδικήματα από δόλο, όπως τα αδικήματα χρεοκοπίας και οι κακουργηματικές πράξεις της κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης ή πλαστογραφίας του Ποινικού Κώδικα. Αν υπάρχει εκκρεμής ποινική δίωξη ή αγωγή για κάποια από αυτές τις πράξεις ή παραλείψεις, το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την απόφασή του μέχρι να κριθεί αμετάκλητα η υπόθεση.
Επίσης, σε περίπτωση πτώχευσης εταιρείας, μετά την πάροδο τριάντα έξι (36) μηνών από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης ή είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης (όποιο από τα δύο προηγηθεί χρονικά), ο νόμιμος εκπρόσωπος απαλλάσσεται από τα εταιρικά χρέη για τα οποία έχει και ατομική ευθύνη εκ του νόμου (δηλαδή φόρους και ασφαλιστικές εισφορές). Η απαλλαγή όμως δεν είναι γενική, αλλά αφορά τα χρέη που έχουν γεννηθεί μετά την παύση των πληρωμών και κατά τα τρία προηγούμενα χρόνια, δηλαδή το μέγιστο κατά την πενταετία που προηγήθηκε της πτώχευσης. Και στην περίπτωση αυτή η απαλλαγή επέρχεται «αυτόματα» με την πάροδο τριών ετών από την πτώχευση, εκτός αν ασκηθεί προσφυγή από πιστωτή, οπότε η απαλλαγή χορηγείται από το δικαστήριο σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για τα φυσικά πρόσωπα που πτωχεύουν.
Η πτωχευτική διαδικασία κάμπτει, βεβαίως, τη φερεγγυότητα και τη δανειοληπτική ικανότητα του οφειλέτη. Ιδιαίτερα για έναν επιστήμονα-επαγγελματία σίγουρα δεν είναι ευχάριστη έκβαση. Για πρώτη φορά, όμως, δίνεται η δυνατότητα σε ανθρώπους, που έχουν περιέλθει σε παύση πληρωμών και δεν έχουν δυνατότητα συνολικής ρύθμισης των χρεών τους ή εξυγίανσης των επιχειρήσεών τους, να κάνουν μία νέα αρχή και να έχουν μια δεύτερη ευκαιρία επιτυχίας και προκοπής απαλλασσόμενοι από το βάρος των παλαιών χρεών.
Εν μέσω των καινοφανών δυσκολιών, η ελληνική κυβέρνηση έχει κατά γενική παραδοχή εξαντλήσει κάθε διαθέσιμο οικονομικό εργαλείο για την ενίσχυση του υγειονομικού συστήματος και τη θωράκιση της πραγματικής οικονομίας απέναντι στη βαθιά κρίση που προκαλεί η πανδημία.
*Δικηγόρος - Μέλος Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Πτωχευτικού Κώδικα 2007- Επικεφαλής της Επιτροπής Πτωχευτικού Δικαίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (σε σχέση με τον Πτωχευτικό Νόμο 4738/20) -Μέλος Δ.Σ του Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων - τ. Αντιπρ. Δ.Σ.Α - Υποψ. Βουλευτής Β1 Βορείου Τομέα Αθηνών (Ν.Δ.)