Η στήριξη των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, crash test για την ανάπτυξη της χώρας
Ο εντυπωσιακός ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα, που υπερέβη κάθε προσδοκία, αποτελεί παράγοντα αισιοδοξίας, όπως και η εισροή κεφαλαίων στη χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα ΕΣΠΑ και τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις («ΜμΕ»), όμως, ήδη κλονισμένες από την πολυετή ελληνική οικονομική κρίση, δέχθηκαν βαρύ πλήγμα από την πανδημία, στη διάρκεια της οποίας συντηρήθηκαν σε «διασωλήνωση» με τις κρατικές ενισχύσεις και την αναστολή πληρωμής των υποχρεώσεών τους. Η επάνοδος στην κανονικότητα είναι για τις περισσότερες μία δύσκολη «εξίσωση», ένα κοκτέιλ επικίνδυνου και σύνθετου περιβάλλοντος για την επιχειρηματικότητα που κρύβει αρκετές απειλές αλλά και ευκαιρίες... Η δε δυσκολία επιτείνεται από την άνοδο του κόστους της ενέργειας και των πρώτων υλών αλλά και την αύξηση του πληθωρισμού.
Το Ταμείο Ανάκαμψης και οι κοινοτικοί πόροι αποτελούν το μεγάλο διαθέσιμο όπλο ενίσχυσης των επιχειρήσεων αυτών, προκειμένου να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα και η κερδοφορία τους. Καθώς δε σχεδόν 800.000 από αυτές (πάνω από 90% των ΜμΕ) είναι πολύ μικρές, με προσωπικό λιγότερο από 9 άτομα και περιορισμένη πρόσβαση σε δανειοδοτήσεις, σύγχρονη τεχνογνωσία και εξαγωγικές δυνατότητες, η κυβέρνηση δικαιολογημένα παρέχει πλέγμα κινήτρων –φορολογικών και θεσμικών- για τη συνένωσή τους σε ευρύτερα σχήματα. Σχήματα, χάρη στα οποία οι επιχειρήσεις-εταίροι θα μπορούν να αναπληρώσουν τα σημερινά τους ελλείμματα: άλλες θα αποκτήσουν πρόσβαση σε δανειοδότηση, άλλες σε τεχνογνωσία και εξωστρέφεια, οι δε μεγαλύτερες θα επωφεληθούν από τη μειωμένη φορολογία.
Ζήτημα, ωστόσο, παραμένει με ποια κριτήρια θα χρηματοδοτηθούν τραπεζικά τα ενωτικά αυτά σχήματα. Θα δανειοδοτούνται συνενώσεις, των οποίων κάποια μέλη έχουν προβληματική τραπεζική εικόνα στο παρελθόν; Θα αποτελεί η ρύθμιση των παλαιών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων – εταίρων προϋπόθεση για να δανειοδοτηθεί ο νέος συνεταιρισμός; Ή θα υπάρξει ευελιξία κριτηρίων, ώστε η χρηματοδότηση να έχει κριτήριο τη φερεγγυότητα της συνενωμένης επιχείρησης, ακόμη και αν κάποιοι εταίροι της βαρύνονται με παλαιές οφειλές;
Στο ευρύτερο αυτό ερώτημα εντάσσεται και ένα ειδικότερο σε σχέση με την παροχή «δεύτερης ευκαιρίας» στους υπερχρεωμένους: Όσοι εξ αυτών επιλέξουν την πτώχευση και την παραχώρηση της περιουσίας τους ή του εισοδήματός τους για 3 χρόνια στους πιστωτές τους, προκειμένου να απαλλαγούν από τα χρέη του παρελθόντος, θα έχουν πρόσβαση σε δανειοδότηση, εάν το νέο τους εγχείρημα κρίνεται εξ αντικειμένου βιώσιμο, ή θα αποκλείονται λόγω «κακού παρελθόντος»;
Το ζήτημα είναι κρίσιμο όχι μόνο για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και τους εργαζομένους τους, αλλά και για την εθνική οικονομία, καθώς οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν διαχρονικά πυλώνα της οικονομίας τόσο σε εθνικό, όσο και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ειδικά στην Ελλάδα εκτιμάται ότι εισφέρουν πάνω από 19% του ΑΕΠ και σχεδόν 87% της απασχόλησης σε επιχειρήσεις. Η ουσιαστική στήριξή τους, ώστε να ορθοποδήσουν και να αποκτήσουν το «κρίσιμο μέγεθος» που εγγυάται βιώσιμη κερδοφορία, είναι άρα εθνικό στοίχημα. Η ανάπτυξη των ΜμΕ συμπορεύεται με την ανάπτυξη της Ελλάδας.
*Η Ιωάννα Καλαντζάκου είναι Δικηγόρος - Μέλος Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Πτωχευτικού Κώδικα 2007- Επικεφαλής της Επιτροπής Πτωχευτικού Δικαίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (σε σχέση με τον Πτωχευτικό Νόμο 4738/20) -Μέλος Δ.Σ του Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων - τ. Αντιπρ. Δ.Σ.Α - Υποψ. Ευρωβουλευτής - Υποψ. Βουλευτής Β1 Βορείου Τομέα Αθηνών (Ν.Δ.)