Μικρασιαστική Καταστροφή: Ανοικτή «πληγή» και διαχρονικό δίδαγμα

Ένας αιώνας συμπληρώθηκε από τη μεγαλύτερη σύγχρονη «πληγή» του Ελληνισμού, με τα διδάγματα να είναι άκρως επίκαιρα μέχρι τις μέρες μας.
«Εκείνοι που δεν θυμούνται το παρελθόν, είναι καταδικασμένοι να το ξαναζήσουν»
ΣΚΑΪ
7'

Το τετραήμερο 12 – 15 Σεπτεμβρίου προβλήθηκαν στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ δυο εξαιρετικές παραγωγές, με θέμα τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το πρώτο διήμερο η εκπομπή με τίτλο «Μικρά Ασία» καταπιάστηκε με όλα τα ιστορικά γεγονότα, το πολιτικό και στρατιωτικό σκέλος όλων όσων συνέβησαν το 1922 οδηγώντας στην εθνική καταστροφή, ενώ στο δεύτερο διήμερο η εκπομπή με τίτλο «Πρόσφυγες 1922», καταπιάστηκε με τη ζωή των ανθρώπων που ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους, είτε αυτός ήταν η Σμύρνη, είτε ήταν η Καππαδοκία, είτε ήταν ο Πόντος και έψαξαν μια νέα ζωή ξεκινώντας από το μηδέν στη «μητέρα» Ελλάδα.

Την ίδια ώρα, στη χρονιά συμπλήρωσης 100 ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα Νεοθωμανική «έκρηξη» στην άλλη πλευρά του Αρχιπελάγους. Η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν καθημερινά προκαλεί, απειλεί και ανερυθρίαστα παραλληλίζει το σήμερα με το 1922 χρησιμοποιώντας φράσεις πολεμικές ή μη οι οποίες κάθε άλλο παρά τιμούν την ιστορία της. Η μνήμη και η ιστορική αναδρομή στο 1922, ωστόσο, θα πρέπει να αποτελεί ένα διαχρονικό δίδαγμα για την Ελλάδα. Τα λάθη, οι αστοχίες και οι μεγάλες ευθύνες για τη Μικρασιατική Καταστροφή έχουν καταγραφεί. Προφανώς και δεν υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση στο σήμερα, για να μιλάμε με τους ίδιους όρους, πλην όμως υπάρχει πάντα η διπλωματία η οποία όπως και τότε, έτσι και σήμερα, παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτές τις περιπτώσεις.

Θεωρητικά η Ελλάδα είχε τη στήριξη των Συμμάχων της εκκινώντας τη Μικρασιατική Εκστρατεία, αν όχι την παρακίνηση σύμφωνα με πολλές ιστορικές πηγές, στην πράξη, όμως, ήταν παντελώς μόνη της. Αυτό αποδείχθηκε όχι μόνο στο στρατιωτικό σκέλος αλλά και στο ανθρωπιστικό. Μαρτυρίες ανθρώπων που έφυγαν κακήν κακώς από την πόλη που ήταν «Πόρπη σμαραγδοκέντητη σε ιωνικό χιτώνα», σύμφωνα με τον ποιητή Νίκο Τουτουνζάκη, κάνουν λόγο για δεκάδες Συμμαχικά πλοία στο λιμάνι της Σμύρνης. Πλοία τα οποία όχι μόνο δεν είχαν καμία πολεμική ανάμιξη, αλλά στην πλειοψηφία τους πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων, αρνήθηκαν να διασώσουν πρόσφυγες που προσπαθούν να σωθούν από την τουρκική βιαιότητα. Συν αυτώ, στο εσωτερικό της Ελλάδας επικρατούσε ένας τεράστιος διχασμός, ο οποίος έφερε ανατροπή του πολιτικού σκηνικού και ολική κατάρρευση της εκστρατείας.

Ο στρατός του Κεμάλ Ατατούρκ, δηλαδή, αντιμετώπισε επί της ουσίας ένα ακέφαλο, εξαθλιωμένο και αβοήθητο στράτευμα που είχε φτάσει – χωρίς προφανή λόγο και μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας – στα βάθη της Ανατολής, με αποτέλεσμα να «σπάσει» εύκολα τις όποιες γραμμές άμυνας και μετά την επικράτησή του να αφήσει τους Τούρκους ατάκτους, «τσέτες» και ακραίους εθνικιστές να προβούν – προφανώς με τις ευλογίες της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – σε φρικαλεότητες.

Στο σήμερα, η Ελλάδα και πάλι έχει τη στήριξη των ισχυρών Συμμάχων. Σαφώς τα γεωπολιτικά δεδομένα είναι διαφορετικά. Σαφώς δεν υπάρχει ελληνικό στοιχείο που να ζει υποδουλωμένο σε περιοχές της σημερινής Τουρκίας και να ελπίζει σε απελευθέρωση, ούτε και τάσεις επεκτακτισμού – αντίθετα με όσα αναφέρει η προπαγάνδα της Άγκυρας – από πλευράς της Αθήνας. Πλην όμως η στρατιωτική ετοιμότητα είναι αυξημένη, λόγω της απειλής που καθημερινά εντείνεται από την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Με πιθανή – ίσως – εξαίρεση την υπογεγραμμένη συμφωνία αμυντικής συνδρομής ανάμεσα σε Ελλάδα και Γαλλία, ποιος διασφαλίζει στη χώρα ότι οι Σύμμαχοι θα είναι ενεργά στο πλευρό της; Το παράδειγμα της Ουκρανίας όπου η αποστολή οπλισμού και ανθρωπιστικής βοήθειας είναι η βασική συνεισφορά των Συμμάχων (ΝΑΤΟ, ΕΕ), είναι κατατοπιστικότατο.

Το μεγαλύτερο δίδαγμα, συνεπώς, είναι πως η Ελλάδα στο πεδίο θα είναι κατά 99% μόνη της. Με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Επιπλέον, καθίσταται κάτι παραπάνω από επιτακτική η εθνική ομοψυχία ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις, όταν τα πράγματα φτάνουν σε τόσο κρίσιμο σημείο. Γεγονός που – δυστυχώς – δεν παρατηρείται στον βαθμό που θα έπρεπε ακόμα και σήμερα, άσχετα αν οι απειλές της Άγκυρας είναι σε επίπεδο ρητορικής και δεν υπάρχει σύγκρουση επί του πεδίου.

Ένα ακόμα, μεγάλο μάθημα ιστορίας, αφορά στο θέμα των προσφύγων. Το 1922 μια καθημαγμένη Ελλάδα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο, κλήθηκε να διαχειριστεί την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, που ήταν σε χειρότερη μοίρα, οι οποίοι αναζητούσαν ελπίδα για ζωή. Στο σήμερα, η Ελλάδα που έχει μόλις βγει από δεκαετή οικονομική κρίση και σκληρά μνημόνια, έχοντας να αντιμετωπίσει όπως και όλη η Ευρώπη τη χειρότερη ενεργειακή κρίση από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθημερινά δέχεται πιέσεις σε χερσαία και θαλάσσια σύνορα από χιλιάδες προσφύγων.

Συγκρίνοντας, ωστόσο, την κατάσταση που επικρατούσε έναν αιώνα πριν με τη σημερινή, υπάρχουν δυο βασικότατες διαφορές και μια ομοιότητα. Αυτή δεν είναι άλλη από την πίεση της Τουρκίας στους ανθρώπους να περάσουν στον ελλαδικό χώρο. Το 1922 προφανώς η πίεση δεν ασκήθηκε όπως τώρα, για πολιτικούς λόγους. Οι άνθρωποι έφευγαν για να γλιτώσουν τον θάνατο. Τώρα, οι άνθρωποι σπρώχνονται να περάσουν από την ελληνική επικράτεια και όχι από άλλες διαδρομές, έτσι ώστε η Άγκυρα να δημιουργήσει περαιτέρω προβλήματα στην Αθήνα. Αυτή είναι μια ειδοποιός διαφορά, ενώ η σημαντικότερη αφορά στα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που έχουν βρεθεί σε καθεστώς πρόσφυγα από τη μια ημέρα στην άλλη.

Προφανώς και όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα στην ελπίδα και σε μια καλύτερη ζωή. Η διαφορά, ωστόσο, εδώ έχει να κάνει με το πόσο εύκολα μπορούν να ενσωματωθούν οι άνθρωποι σε μια κοινωνία. Οι πρόσφυγες του 1922 ήταν επί το πλείστον ομοεθνείς και ομόδοξοι, αρκετοί με σημαντικές γνώσεις και μόρφωση, καταξιωμένοι επαγγελματίες ή έμποροι, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη συνδιαμόρφωση της σύγχρονης Ελληνικής κοινωνίας. Αντιμετώπισαν σε κάποιες περιπτώσεις ρατσισμό, δυσκολίες και συμπεριφορές που δεν έχουν καμία σχέση με τον «Ξένιο Δία», όμως, η ίδια γλώσσα, η ίδια θρησκεία και η εθνική ελληνική ταυτότητα, ήταν καταλυτικοί παράγοντες για να γίνουν ένα με την τοπική κοινωνία και όχι μόνο αυτό, αλλά να τη βοηθήσουν με τις δικές τους αρετές να προχωρήσει στη σύγχρονη εποχή.

Το βασικότερο πρόβλημα, λοιπόν, που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα στο θέμα των προσφύγων είναι αυτό της ενσωμάτωσης. Όσο καλή πίστη και θέληση να έχει κανείς, αν δεν υπάρχει πρόθεση και από τις δυο πλευρές για να υπάρξει αυτή η ενσωμάτωση, το πιθανότερο είναι να μην συμβεί ποτέ με αποτέλεσμα την γκετοποίηση ανθρώπων, περιοχών και την όξυνση των προβλημάτων που δυστυχώς υπάρχουν και δημιουργούν φαινόμενα ρατσισμού. Το πώς θα αντιμετωπιστεί αυτό, καλείται να το απαντήσει όχι μόνο η Αθήνα αλλά το σύνολο της Ευρώπης, καθώς είναι πρόσφατο το παράδειγμα της Σουηδίας όπου θεωρήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες η πιο «ανοικτή» χώρα για τους πρόσφυγες κάθε προέλευσης, με αποτέλεσμα σήμερα την πολιτική κυριαρχία της ακροδεξιάς.

Σε κάθε περίπτωση, η Μικρασιατική Καταστροφή αποτελεί για την Ελλάδα μια βαθιά «πληγή» αλλά και ένα τεράστιο κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας της. Μια ιστορία που κανείς δεν πρέπει να ξεχνά, πρέπει να μελετά σε βάθος και να δέχεται τα διδάγματα που του προσφέρει. Άλλωστε «εκείνοι που δεν θυμούνται το παρελθόν, είναι καταδικασμένοι να το ξαναζήσουν», σύμφωνα με το – ιστορικό πια – απόφθεγμα του Ισπανού φιλόσοφου Σανταγιάνα.