Τεκμήριο αθωότητας και η αξία του στο νομικό μας πολιτισμό

Το τεκμήριο αθωότητας  αποτελεί μία κατάκτηση του νομικού μας πολιτισμού και  εμφανίζεται για  πρώτη φορά στην Ευρώπη το 1879.
7'

Συγκεκριμένα, στο άρθρο 9 της Γαλλικής Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη αναφερόταν ότι «κάθε άνθρωπος τεκμαίρεται αθώος μέχρις ότου κηρυχθεί ένοχος και εφόσον κριθεί απαραίτητο να συλληφθεί, οποιαδήποτε σκληρή μεταχείριση που δεν θα ήταν αναγκαία για να εξασφαλισθεί η κράτησή του πρέπει να καταστέλλεται αυστηρά από το νόμο».

Στην Ελλάδα, το τεκμήριο αθωότητας είναι κατοχυρωμένο αφενός με το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αφετέρου με το άρθ. 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου του Ο.Η.Ε για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που αποτελούν τμήμα του εσωτερικού της δικαίου ( άρθ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος). Ο Ν. 4596/2019 ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την οδηγία 2016/343 της Ε.Ε και προβλέφθηκε η προσθήκη στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του άρθ. 72 με τίτλο τεκμήριο αθωότητας και περιεχόμενο : «Οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο». Ο νέος νόμος 4620/2019 προβλέπει το τεκμήριο αθωότητας στο άρθρο 71 του νέου ΚΠΔ. Επιπρόσθετα, το τεκμήριο αθωότητας ενισχύεται με τη διάταξη του άρθ. 7 του ν. 4596/2019 αναφορικά με τις δημόσιες αναφορές στην ενοχή του προσώπου.

Σημαντικό είναι να επισημάνουμε ότι το τεκμήριο αθωότητας δεν ταυτίζεται με την αρχή in dubio pro reo (εν αμφιβολία υπερ του κατηγορουμένου) που βρίσκει έρεισμα στην παρ. 3 του άρθρου 178 του νέου ΚΠΔ και αναδεικνύεται σε μία θεμελιώδη αρχή για το εθνικό δίκαιο ενώ αποτελεί μία από τις ειδικότερες αρχές του τεκμηρίου της αθωώτητας.

Το τεκμήριο αθωότητας διαθέτει μεγαλύτερη εμβέλεια, αφού αποτελεί αφενός ένα δικαίωμα και αφετέρου μία διαδικαστική εγγύηση, που καλύπτει όλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας, δεσμεύει δε τόσο τους δικαστές, όσο και κάθε κρατικό λειτουργό ή /και πολίτη.Το τεκμήριο αθωότητας επιδρά στο σύνολο της ποινικής διαδικασίας και όχι μόνο στη διαμόρφωση της τελικής απόφασης. Για το λόγο αυτό , το τεκμήριο θα πρέπει να γίνεται σεβαστό και να μην προδικάζεται από τα Μ.Μ.Ε ένα αδίκημα ούτε να υπονομεύεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

Το τεκμήριο αθωότητας έρχεται εν γένει να προστατεύσει τον κατηγορούμενο από πρόωρες κρίσεις ενοχής Η παράθεση πραγματικών περιστατικών (ήτοι του ιστορικού μίας υπόθεσης) είναι αρκετή για την ενημέρωση των πολιτών και την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Η εκάστοτε αναγκαία αξιολογική κρίση των αρχών, η διαπίστωση διάπραξης ποινικού αδικήματος και ακολούθως η δικανική πεποίθηση για την ενοχή του εκάστοτε κατηγορουμένου θα πρέπει να σχηματίζονται ελεύθερα και ανεπηρέαστα από τις τυχόν αρνητικές προβολές γεγονότων και προσώπων από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.

Το κάθε δημοσίευμα ή εκπομπή, που αναφέρεται στην ενοχή ενός κατηγορουμένου θα πρέπει να είναι κατάλληλα και αναγκαία για να προστατευθεί το δημόσιο συμφέρον και να καλυφθεί η ανάγκη του κοινού για ενημέρωση (αρχή αναλογικότητας). Εξάλλου, το εν λόγω τεκμήριο συναντάται και στον Κώδικα Επαγγελματικής, Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων – μελών της Ε.Σ.Η.Ε.Α, όπου αναφέρεται ότι ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει να σέβεται το τεκμήριο αθωότητας και να μην προεξοφλεί τις δικαστικές αποφάσεις (άρθ. 2 στοιχ. γ’ του ως άνω Κώδικα)..

Η παραβίαση του τεκμηρίου αυτού, συνεπάγεται πέραν της αναίρεσης της εν λόγω απόφασης λόγω έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Όμως, η απόφαση 8/2002 το Αρείου Πάγου αποδέχεται ότι αν δεν υπάρχει πρόκριση ενοχής επί της ουσίας της κατηγορίας, δεν υπάρχει και παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας (άρθρ. 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ).

Στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απευθύνεται σε όλους τους φορείς της δικαιοσύνης και όλους τους πολίτες της Ε.Ε. Στο Αρθρο 48 του εν λόγω Χάρτη ορίζεται το τεκμήριο αθωότητας και τα δικαιώματα της υπεράσπισης: «1. Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο. 2. Διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο» .

Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου ορίζει το τεκμήριο ως δικαιώμα για μία δίκαιη δίκη (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ) :” Everyone charged with a criminal offence shall be presumed innocent until proved guilty according to law”. Σε αυτά τα πλαίσια, η αδυναμία του κατηγορουμένου να αποδείξει την αθωότητα του , σε καμία περίπτωση δε δίνει στο δικαστήριο το δικαίωμα να τον καταδικάσει. Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα της σιωπής και δεν είναι υποχρεωμένος να αυτοενοχοποιείται. Επίσης, δεν έχει υποχρεώση αλήθειας και αυτός που τον κατηγορεί πρέπει να αποδείξει την ενοχή του, αλλιώς τεκμαίρεται αθώος. Αν δεν αποδειχθεί νόμιμα η ενοχή του κατηγορουμένου, δεν επιτρέπεται η τιμωρία του, ακόμη και αν υπάρχουν υπόνοιες εις βάρος του κατηγορουμένου. Η ποινή της υπόνοιας αντίκεται στο τεκμήριο αθωότητας.

Άλλωστε, το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου είναι ο κανόνας πως η μετάβαση από την αποδοχή της αθωότητας στην απόδοση της ενοχής ή της υπόνοιας δεν γίνεται βάσει αφηρημένων κανόνων, αλλά αντίθετα προϋποθέτει in concreto έξεταση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων. Όταν δεν έχει γίνει τέτοια εξέταση, καθώς και στις περιπτώσεις που η εξέταση αυτή είναι αρνητική, ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος, χωρίς η αθωότητα του να έχει αποδειχθεί. Σύμφωνα με τη Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το βάρος απόδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου, το φέρει η κατηγορούσα αρχή. Επίσης, ας ληφθεί υπόψη ότι το ΕΔΔΑ υιοθετεί την άποψη ότι κάθε υπόθεση πρέπει να αξιολογείται in concreto, εξετάζοντας την υπό το πρίσμα του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει την ελευθερία έκφρασης και (στην παρ. 2 του άρθρου 10) προβλέπεται ο περιορισμός της ελευθερίας του λόγου προς το σκοπό διασφάλισης του κύρους και της αμεροληψίας της Δικαστικής εξουσίας.

Σημαντικό είναι επίσης το ότι το τεκμήριο αθωότητας , πέραν της διαδικαστικής , δικονομικής εγγυήσεως που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου , επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής του και εκτός της ποινικής δίκης, , θεωρώντας ότι η μη εξακρίβωση ποινικής ευθύνης ή η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητας του, που τον συνοδεύει για πάντα και πρέπει να γίνει σεβαστό από όλες τις κρατικές αρχές και κάθε δικαστική αρχή.

Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου της αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές δίκες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας ανάμεσα στην ποινική δίκη και σε μία μεταγενέστερη μη ποινική δίκη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που ασκείται αγωγή αποζημίωσεως λόγω αδικοπραξίας την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα (άρθ 914 και π. ΑΚ) , η άσκηση της αποζημιωτικής αγωγής δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μίας άλλης ποινικής κατηγορίας κατά του κατηγορουμένου, μετά την αθώωση του. Δηλαδή, δεν καθιερώνεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από την απόφαση ποινικού δικαστηρίου (απόφαση 4/2020 Ολομέλειας Αρείου Πάγου).

Εν κατακλείδει, επί αθωωτικής απόφασης, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και κατ’ επέκταση σε απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής.

Χρυσούλα (Χρύσα) Τσιώτση

Νομικός - Δικαστική υπάλληλος

LL.B; LL.M in Information Technology and Telecoms Law (U.K-Glasgow)