«Δεν γνώριζαν…»

Εκεί που η κυβέρνηση προετοιμαζόταν για την υποδοχή του Γερμανού καγκελαρίου, Όλαφ Σολτς, αλλά και για την στρατιωτική παρέλαση στη Θεσσαλονίκη, «ξαφνικά» κλήθηκαν να διαχειριστούν την γνωστή πλέον σε όλους – ακόμη και στα γαλάζια στελέχη – υπόθεση Πάτση.
Φωτογραφία αρχείου / InTime
2'

Ανακρίβειες στις δηλώσεις πόθεν έσχες, εισπρακτική εταιρεία, συμβάσεις ή παροχές υπηρεσιών σε δημόσιους οργανισμούς, είναι επιγραμματικά αυτά που περιέχει η υπόθεση με τον βουλευτή Ανδρέα Πάτση και αφορά είτε το νομικό είτε το ηθικό κομμάτι (ή και τα δύο).

Από τον Ιούλιο του 2019, ο Ανδρέας Πάτσης ήταν βουλευτής του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας και αν υποθέσουμε πως έναν (τουλάχιστον) μήνα πριν θα είχε επισημοποιηθεί και η υποψηφιότητα του, τότε μπορούμε να πούμε πως επί 3,5 χρόνια το κόμμα της πλειοψηφίας δήλωνε «παντελή άγνοια» για το ποιος είναι ο άνθρωπος που μπήκε στα ψηφοδέλτιά της και εν τέλει έγινε μέλος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.

Έλλειψη ελέγχου, πραγματική άγνοια ή υποτίμηση της νοημοσύνης των πολιτών; Μάλλον το τελευταίο. Το ερώτημα όμως παραμένει: Πώς είναι δυνατόν να βγαίνουν βουλευτές της πλειοψηφίας και να καλλιεργούν το αφήγημα πως «δεν γνώριζαν τίποτα»; Μάλιστα, τη στιγμή που ο ίδιος ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου, παραδέχθηκε πως του είχαν γίνει «συστάσεις» για να σταματήσει τη δραστηριότητα του που είναι αντίθετη και προς τη νομοθεσία, ενώ και ο ίδιος ο κ. Πάτσης έχει δηλώσει πως «γνώριζαν στη ΝΔ και την κυβέρνηση» την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Και πράγματι δεν κρυβόταν ο βουλευτής του νομού Γρεβενών.

Εδώ υπάρχουν δύο τινά: Ή τα γαλάζια στελέχη προσπαθούν να πείσουν τους εαυτούς τους - αμυνόμενοι της νέας «νάρκης» στον δρόμο προς τις εκλογές - ή εκτιμούν πως η επανάληψη ενός τέτοιου αφηγήματος μπορεί να εδραιωθεί ως «η μόνη και πιστευτή αλήθεια».

Όπως και να ‘χει, η Νέα Δημοκρατία οφείλει εξηγήσεις, ενώ με το μότο «δεν γνωρίζαμε» δεν διαφαίνεται να πηγαίνουν μακριά.

Βέβαια, υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο να βγει από το κυβερνητικό συρτάρι και το περίφημο «κουράσατε» - όπως έγινε και στην υπόθεση των παρακολουθήσεων – επαναφέροντας την επικαιρότητα στις θριαμβολογίες περί «καλπασμού» της ελληνικής οικονομίας και «κατευνασμού» του άνευ προηγουμένου πληθωρισμού σε βασικά αγαθά και ενέργεια.