Όποιος εύκολα θυμώνει, να μην πιάνει το τιμόνι
Το τιμόνι είναι η αγάπη μου και ταυτόχρονα ο θάνατός μου.
Βράδυ. Έστειλες μήνυμα και σε άφησα στο διαβάστηκε. Έχεις φάει ό,τι μπορεί να τρώγεται μέσα στο σπίτι. Ξύνεις με το πιρούνι τον πάτο της κατσαρόλας μήπως έχει περισσέψει κάτι. Σκέφτεσαι τώρα να πιω ή θα είναι υπερβολή... Βάζεις μία άνετη φόρμα γιατί φυσικά τίποτα άλλο δεν κλείνει, αρπάζεις τα κλειδιά του αυτοκινήτου και κατεβαίνεις κάτω.
Ανοίγεις τη μουσική στο τέρμα. Νατάσα Θεοδωρίδου. «Φεγγάρι μου να ψάξεις να τον βρεις…». Αν είσαι άντρας, θα προτιμήσεις Νίκο Οικονομόπουλο. «Και σκοτώνω και φεγγάρια που τα μάτια σου θυμίζουν…». Και πάνω στο στίχο που λέει , «για να ζήσω σε σκοτώνω», σηκώνεις τα χέρια για να δώσεις ρυθμό και εκεί σκοτώνεσαι εσύ. Κάτι πετάχτηκε, έφυγες από τη λωρίδα σου και δεν πρόλαβες να το μαζέψεις. Θα μου πεις, «Μαριάννα, τόσες φορές δεν έχει γίνει»! Σωστά, γιατί μία φορά γίνεται.
Μπαίνεις μέσα στο αυτοκίνητο μετά τη δουλειά και όλοι οι δρόμοι είναι... πνιγμένοι. Ανοίγεις το κινητό, χαζεύεις λίγο στα social media. Δεν τρέχεις πολύ. Ίσως να φτάνει στα 30- 40 km. Τι μπορεί να γίνει με μία τόσο μικρή ταχύτητα. Την στιγμή που έχεις απορροφηθεί στην οθόνη, ένα παιδάκι πετάγεται και διασχίζει το δρόμο. Σε 1 δευτερόλεπτο έγινες δολοφόνος.
Σε μία μέρα έχεις να κάνεις τόσες δουλειές. Να πας σουπερμάρκετ, να πάρεις το παιδί απ’ το σχολείο, να το πας στο μάθημα… Που να προλάβεις να φας; Σταματάς, αφού έχεις παραγγείλει κάτι πρόχειρο , το παραλαμβάνεις κι ξεκινάς να τρως στο αμάξι. Τα δευτερόλεπτα που κάνεις για να ανοίξεις το σακουλάκι , φρενάρει ο μπροστινός απότομα κι εσύ καταλήγεις πάνω του.
Ξέρω όποιος το διαβάσει, στιγμιαία θα ταυτιστεί. Αύριο θα το ξεχάσει. Η μαμά μου όμως θα θυμάται για πάντα μία εικόνα. Όταν μου λέει την ιστορία, ως μάνα, βάζει τα κλάματα. Για χρόνια, ανέβαινε Θεσσαλονίκη, συγκεκριμένα στην εντατική του νοσοκομείου. Εκείνη πήγαινε να δει τη γιαγιά μου. Κάθε φορά που έμπαινε , σε μια καρέκλα καθόταν μία κυρία. Κάθε φορά. Για μήνες. Μια μέρα η μαμά μου την πλησίασε, βλέποντας την να κλαίει. Δίνοντάς της ένα χαρτομάντηλο , την ακούμπησε γλυκά στην πλάτη. Η κυρία που την ευχαρίστησε, με ευγένεια ρώτησε το λόγο που η μαμά μου βρισκόταν στο νοσοκομείο. Αφού της απήντησε, στη συνέχεια έθεσε την ίδια ερώτηση. «Κάθε μέρα έρχομαι εδώ, με την ελπίδα ότι θα ξυπνήσει. Κάποια μέρα ίσως να ξυπνήσει. Είναι η κόρη μου. Την τράκαραν και εγώ κάθε μέρα είμαι και θα είμαι εδώ για εκείνη….».