Οι οπαδοί του '60

2'

«Θυμάμαι ήμουν επτά χρονών, όταν ανυπομονώντας κοιτούσα στον τοίχο, το κρεμασμένο ημερολόγιο της μάνας μου . Ανυπομονούσα να φτάσει Κυριακή. Όχι για να δω τους φίλους μου. Καθημερινά ξεκλέβαμε λίγο χρόνο να βγούμε να παίξουμε μπάλα στις αλάνες. Εγώ μικρός μπάσκετ έπαιζα. Μην φανταστείς τα λαμπερά γήπεδα του σήμερα, που ηχούν όταν το παπούτσι σου γλιστρήσει. Αλλά τι σημασία είχε. Με την ανεμελιά στην τσέπη ούτε τα σημάδια στα γόνατα μας ένοιαζαν, ούτε οι μπασκέτες δίχως διχτάκι.

Μην σου πω ότι παράσημα ήταν οι πληγές στα πόδια μας. Πέφταμε για να αρπάξουμε την μπάλα από τον αντίπαλο και να βάλουμε το καλάθι. Η Κυριακή , όμως , ήταν αλλιώτικη. Γοργά κατάπινα το φαγητό μου και στημένος στην πόρτα καρτερούσα τον πατέρα μου. Με κοντό παντελονάκι και μαλλί σαν το γρασίδι ποτισμένο , έκανα γροθιά την παλάμη μου ψιθυρίζοντας «Παναθηναϊκός».

Βγαίνοντας από την πόρτα μας περίμεναν οι γειτόνοι. Όλοι μαζί κάναμε στο γήπεδο κερκίδα. Τρεις τέσσερις οικογένειες. Τα πιτσιρίκια κορδωμένα μπροστά και από πίσω οι πατεράδες μας , με το τσιγάρο στο χέρι. Ολυμπιακοί , Παναθηναϊκοί , Αεκτζήδες δίπλα δίπλα καθόμασταν. Τα πειράγματα σαν βεγγαλικά εκτοξεύονταν μα πάντα ο ουρανός μας ήταν το πάθος για το άθλημα.

Σιδέρης, Στεφανάκος, Δόμαζος, Βουτσαράς κλοτσούσαν το τόπι (όπως έλεγε η μάνα μου) λίγα μέτρα μπροστά μας. Εγώ τους είχα και στο συρτάρι μου φυσικά. Μαζεύαμε χαρτάκια με τους παίκτες. Ήταν μικρού μεγέθους, σαν καρτ ποστάλ και όταν την συλλογή μας ολοκληρώναμε κάναμε τους καμπόσους.

Πριν μπούμε στο γηπέδου, μετρούσαμε τις δραχμές και αγοράζαμε πασατέμπο σε χωνάκι ή σποράκια. Μέσα ένα κύριος κυκλοφορούσε με λαχνούς. Τα δώρα ήταν δέλεαρ για πολλούς. Μας τα δειγμάτιζε κάθε φορά. Ή ένα ψάρι ήταν η μία κούτα τσιγάρα νούμερο πέντε Παπαστράτος. Έτσι και κερδίζαμε το ψάρι, είχαμε μάζωξη στο καφενείο της γειτονιάς. Ερχόντουσαν οι γειτόνοι , ο καφετζής το έψηνε και έτοιμο το τραπέζι! Αυτά…» τελείωσε με δάκρυα στα μάτια και ένα χαμόγελο καρφωμένο ως το μέτωπο!

«Τι αυτά; Που είναι οι φωτοβολίδες, οι δολοφόνοι, οι κουκουλοφόροι»;

«Εμείς για κουκούλα φορούσαμε την ευτυχία της στιγμής, την λαχτάρα να αντικρίζουμε τα ινδάλματά μας, το δέος να βλέπουμε την ομάδα μας».