Τρεις καρδιές
Ακόμη και τα αστέρια του ουρανού, ίσως να μη φτουράνε για να μετρήσουν τις μάχες που δίνουμε στην ζωή . Μάχες που ενδεχομένως απρόσκλητές στο διάβα μας να μπαίνουν, είτε εμείς δημιουργοί τους να γινόμαστε. Για να κυλήσει η ζωή θέλει φαντασία και περιπέτεια.
Μα ο πόλεμος για τον καθένα μας έχει σφραγιστεί με το πρώτο κλάμα. Δύο εχθροί σε τούτο τον πόλεμο κοιτάζονται. Εμείς και ο θάνατος. Κάποιοι δίχως να νοιάζονται, υπογράφουν με αδιαφορία την ήττα τους. Άλλοι, καταπίνονται από εκείνον και με γνώμονα το κακό σύμμαχοι του γίνονται. Ελάχιστοι με λέξεις και πράξεις, τον νικούν. Κερδίζουν την αθανασία, γράφοντας το όνομα τους στην ιστορία. Ένας από εκείνους, είναι ο Παύλος Γιαννακόπουλος.
Λες και περνάει εφηβεία, γεμάτη μικρά σπυράκια μια μπάλα τρύπωσε στο αεροπλάνο του. Με γαλάζιο και λευκό την χάραξε απογειώνοντας την. Παντού την πήγε. Ως την άλλη άκρη του Ατλαντικού, φημισμένη έγινε. Και όταν την έπιανε, σαν η μαγεία να την γέννησε, πράσινο φως από τον πυθμένα έβγαζε. Με πόση αγάπη τις νύχτες της σκέπαζε. Υπερκινητική, όλο να χοροπηδάει ήθελε. Για να την νανουρίσει, ψάρευε άστρα να τις σιγοτραγουδούν «σύλλογος μεγάλος, δεν υπάρχει άλλος». Τότες εκείνη ηρεμούσε, και τα βλέφαρα της έκλεινε σκεπτόμενη τι έχει ζήσει με τον Παύλο.
Ο Παύλος όμως, δεν πρόφταινε να ξαποστάσει. Όταν σίγουρος πια ήταν, πως στα χέρια του ύπνου την είχε φυλακίσει, έτρεχε στον άνθρωπο. Πόσες φορές ο δείκτης του, με τα χείλη ήρθε σε επαφή. Νόημα οικείο, να κάνει τον άλλον να σωπάσει. Σιωπή που σφράγιζε τον κρότο του «ευχαριστώ». Τόσες δωρεές, τόσες βοήθειες που κρύφτηκαν πίσω από ένα μακροσκελές «σσς».
Και μια μέρα πάνω στην φούρια του, γλίστρησε σε μια μπανάνα. Κάνει να την πιάσει και γιατροσόφι γίνεται. Γυρνώντας πίσω σπίτι, με στοργή σε γλάστρα το φυλάει. Κάνει να ξυπνήσει την μπάλα και καθώς γυρίζει, η γλάστρα εργοστάσια στα φύλλα της κρατούσε. Τόσα χάπια, τόσα σιρόπια γλύκαναν ζωές. Έτρεχε από εδώ, έτρεχε από εκεί, μα όλα τα κατάφερνε. Σαν ψεύτικο το μυαλό του. Τόσο ισχυρό και γρήγορο, που θα λέγε κανείς πως από χέρι Θεού φτιάχτηκε.
Μέσα στο πήγαινε έλα, ηλιόλουστη μέρα ξεπρόβαλε στην ζωή του. Προσμονή παραθαλάσσια φτερούγισε την ψυχή του. Πρώτου προλάβει να βουτήξει, εκεί στα βράχια σαν κάτι να λάμπει. Σάματις ήταν γοργόνα. Κι όμως, δεν τον εγέλασαν τα μάτια του. Χρόνο για εκείνη δημιούργησε και όπως την πλησίασε χειροπέδα γράπωσε την ψυχή του και για πάντα κοντά της την έδεσε. Δέσποινα θαρρώ λεγόταν.
Η Δέσποινα του. Σαν άγγελος ήρθε στην ζωή του και άγγελο του χάρισε. Δεν του έφτασε μια καρδιά και έφτιαξε και δεύτερη και τρίτη. Την μια την χάρισε στον Δημήτρη του. Την δεύτερη την όμορφη γοργόνα. Την τρίτη στην «γλάστρα» και στον ναζιάρη «έφηβο» που και τα δυο χαμόγελα στον κόσμο χάριζαν.
Αθροίζοντας τα λοιπόν, ο θάνατος στον πόλεμο δεν πήγε. Ήξερε ότι θα χάσει και πίσω κάθισε σε ένα παγκάκι να τον κοιτάει. Μα ο Παύλος ακόμη και τον θάνατο αγκάλιασε. «Πάμε» του είπε πιάνοντας τον από το χέρι. Και άφησε πίσω τρεις καρδιές, μια ιστορία και εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά….