Ποιον προφυλακίζουν τελικά οι δικαστές;
Μπορεί να παρεμβαίνει μόνον υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Μια τέτοια παρέμβαση την χρειαζόμαστε, τη θέλουμε και την επιδιώκουμε.
Ο έλεγχος των δικαστών που εξέδωσαν αποφάσεις, διά του πειθαρχικού ελέγχου, μπορεί να γίνει μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις και αυτές είναι όταν οι δικαστές που εξέδωσαν μια απόφαση, που πρέπει να ελεγχθεί, λειτούργησαν με δόλο ή βαριά αμέλεια. Το αυτό συνέβη στην υπόθεση του φονιά της εντεκάχρονης στην Ηλεία, οπότε και αναδρομικά ελέγχονται οι δικαστές που αποφάσισαν να αναστείλουν την απόφαση της φυλάκισής του, σε προγενέστερη δίκη. Όταν όμως, τρεις δικαστές αποφάσισαν να τον αφήσουν ελεύθερο, με τη σύμφωνη γνώμη της εισαγγελέως, και τουλάχιστον ακόμη ένορκο – δεδομένου ότι πρόκειται για σύνθεση δικαστηρίου με συνολικά επτά δικαστές, τρεις τακτικούς και τέσσερις ενόρκους – διερωτάται κανείς, πόσο λάθος μπορεί να έκαναν;
Το ίδιο συνέβη και με την υπόθεση του γνωστού δικηγόρου που δεν προφυλακίσθηκε, μετά την απολογία του, σε υπόθεση βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης. Εν προκειμένω, η δικογραφία και η διαδικασία στο στάδιο της ανάκρισης, είναι απολύτως μυστική. Οι δικαστές συνεκτίμησαν όλα τα περιστατικά και έλαβαν μια απόφαση. Αυτή είναι η δουλειά τους, να πιθανολογούν και κρίνουν ανέλεγκτα. Δεν υπάρχουν κουτάκια που συμπληρώνουν, δεν υπάρχει μπούσουλας που να οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα. Εάν υπήρχε συγκεκριμένη οδός, θα καταργούσαμε το σύστημα Δικαιοσύνης και εγκαθιστούσαμε μηχανήματα. Το ποινικοδικονομικό μας σύστημα ορίζει ότι η προσωρινή κράτηση είναι ένα μέτρο εξαιρετικό και επιβάλλεται μόνον όταν έχουν εξαντληθεί οι άλλοι μέθοδοι, δηλαδή οι ανεξάντλητοι περιοριστικοί όροι. Πράγματι ο δικαστής μπορεί να επιβάλει όποιον περιοριστικό όρο θέλει: Δεν περιορίζεται από τον νόμο.
Στην παρέμβαση του Αρείου Πάγου, διαμαρτυρήθηκαν θεσμικά και οι σύλλογοι νομικών αλλά και αυτοτελώς οι νομικοί. Η ένστασή τους δεν ήταν η παρέμβαση αυτή καθ’ αυτή, αφού όπως προανέφερα, ο Άρειος Πάγος, όχι μόνο διατηρεί το δικαίωμα, αλλά την υποχρέωση να ελέγχει το σύνολο των αποφάσεων των δικαστηρίων, αλλά η παρέμβαση διά του πειθαρχικού ελέγχου. Είναι περισσότερο από προφανές ότι οι δικαστές δεν θα έχουν συνέπειες, αφού η κρίση τους, ακόμη και εσφαλμένη, είναι ανέλεγκτη και οι ίδιοι απολαμβάνουν λειτουργικής ανεξαρτησίας. Τι μήνυμα όμως δίνεται σε όλους τους υπολοίπους; Τι κοινωνία θα δομήσουμε, αν ο δικαστής μετατραπεί σε απλό δημόσιο υπάλληλο που απλώς διεκπεραιώνει και δεν αποφασίζει; Ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί. Όταν με το «τουφέκι» αναζητούμε δικαστές, που ακόμη και εάν οι αποφάσεις τους είναι σκληρές αλλά δίκαιες, πού θα καταλήξουμε με παροπλισμένους και φοβικούς δικαστές; Ήδη τα αποτελέσματα αρχίζουν να φαίνονται.
Τα προβλήματα της Δικαιοσύνης είναι άλλα και όχι η μία στις 100 λανθασμένες αποφάσεις, που και αυτή πρέπει εντέλει να υπάρχει, προκειμένου να αποδεικνύεται, ότι πράγματι η Δικαιοσύνη αποδίδεται από ανθρώπους με το δικαίωμα στο λάθος. Άλλωστε τι θα πει «λανθασμένη απόφαση»; Οι δικαστές είναι αυτοί που πρέπει να αυτοπροστατευθούν, να αντιληφθούν ότι είναι το τελευταίο προπύργιο του ταλαιπωρημένου πολίτη, του ανθρώπου που δεν έχει που άλλου να απευθυνθεί. Μόνον τότε, η δικαιοσύνη θα αποτελέσει πυλώνα του δημοκρατικού πολιτεύματος, μόνον τότε θα μπορεί να ελέγξει τις άλλες εξουσίες και να εκπληρώσει τον συνταγματικό της ρόλο.