Δεν με ενδιαφέρει να μάθω ποιος είσαι...
Είσαι η Κατερίνα, ο Γιάννης, ο πυροσβέστης, η καθαρίστρια, η νοσοκόμα.
Ξέρω ποια είσαι. Είσαι η χρυσή ολυμπιονίκης που με κάθε μετάλλιο όλοι σε γκουγκλάρουν και ανεβάζουν φωτογραφία σου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μα σε βλέπω μόνο όταν κερδίζεις. Όλη η προσπάθεια που κάνεις, οι αγώνες που δίνεις καθημερινά, φωτίζονται στη λάμψη του μεταλλίου και βυθίζονται στην ήττα. Τι αχαριστία… Δεν σε ήξερα πριν γίνεις ολυμπιονίκης. Τότε που έκανες προπόνηση σε υποδομές βάλτους. Και τώρα που σε έμαθα, σε κρίνω με κάθε ευκαιρία. Εγώ ο παντογνώστης. Ο άντρας με την καφεδιά και το σταυροπόδι, σχολιάζω το τι τρως. Και εγώ ο βαφτισμένος με κόμπλεξ σε κολυμπήθρα δυστυχίας, θα σου πω τι θα φας και πότε. Ξέρω ποια είσαι. Η Κατερίνα Στεφανίδη.
Ξέρω ποιος είσαι. Είσαι ο μικρός που ήθελα να πετάξω έξω από τη χώρα. Είσαι εκείνος που στα όνειρά σου, απαντούσα με ένα λερωμένο πετσετάκι. Είσαι εκείνος που όταν ήθελα να γελάσω, σε ρωτούσα «τι θα γίνει μόλις μεγαλώσεις». Δεν είσαι ο Γιάννης που έσπρωχνα στο δρόμο και δεν άφηνα το παιδί μου να σε ακουμπήσει, μην το κολλήσεις καμιά αρρώστια; Είσαι ο Γιάννης που σέβεται την ελληνική σημαία περισσότερο από πολλούς που την μουτζουρώνουν. Είσαι ο Γιάννης που αγαπάει την πατρίδα και παλεύει για εκείνη, περισσότερο από εκείνους που έχουν ξεχάσει την αληθινή της σημασία. Ο Γιάννης που προστατεύει την γαλανόλευκη, ενώ εμείς τσαλακωμένη την στριμώξαμε στην αποθήκη. Είσαι ο Γιάννης που στηρίζεις την οικογένειά σου ενώ άλλοι έγιναν μπουλντόζα στον ιερό θεσμό. Είσαι ο Γιάννης Αντετοκούνμπο.
Ξέρω ποιοι είστε. Όχι όλο το χρόνο, μόνο τα καλοκαίρια. Όταν φυσάει και κάνει πολύ ζέστη, η μνήμη μου λειτουργεί. Όταν μυρίζω τον κίνδυνο της φωτιάς μέσα στα σωθικά μου, σας παίρνω τηλέφωνο. Το χειμώνα σας στοιβάζω σε ένα συρτάρι, βάζοντας από πάνω πολλά βιβλία για να μην ακούγονται τα παράπονά σας. Και όταν σας χρειαστώ ξανά, το ξεκλειδώνω. Παίζοντας με το φιλότιμο, σας ρίχνω στη δράση και στα φλας χειροκροτάω. Μετά σας αφήνω να κοιμηθείτε στο δρόμο αφού σιγουρευτώ πως έκλεισαν οι κάμερες. Και από την άλλη, δεν καταλαβαίνω γιατί γκρινιάζετε. Χρειάζεται εξοπλισμό για να σβήσει τη φωτιά; Με κουβάδες και λάστιχα μια χαρά τα καταφέρνετε τόσα χρόνια. Ξέρω ποιοι είστε. Είστε οι πυροσβέστες που κάθε χρόνο σώζετε ζωές και σπίτια.
Ξέρω ποια είσαι. Σε βλέπω τα βράδια. Εγώ γυρνάω από το ξενύχτι κι εσύ βγαίνεις για δουλειά. Με εκνευρίζει όταν μου κόβεις το δρόμο και δεν μπορώ να περάσω. Κάθομαι στο τιμόνι και περιμένω να αδειάσεις τους κάδους. Εύχομαι το παιδί μου να μη γίνει ποτέ καθαρίστρια. Τι κι αν χωρίς εσένα δεν θα μπορούσα να ζήσω. Τι κι αν είμαι τόσο απαίδευτος, που αντί να σε βοηθήσω, αφήνω το αποτσίγαρο μου στο δρόμο. Τι κι αν κοροϊδεύω το παιδί σου, γιατί εσύ κάνεις στο συγκεκριμένο επάγγελμα. Τι κι αν είμαι τόσο ξεφτιλισμένος που πετάω τα σκουπίδια μου δίπλα από τον κάδο. Ξέρω ποια είσαι. Είσαι η καθαρίστρια, που κρατάει καθαρή την γειτονιά μου.
Κι εσένα σε ξέρω. Λιώσαν τα παπούτσια σου από το πάνω κάτω. Και εγώ ωρύομαι, «άντε κοπέλα μου τελείωνε». Περιμένω να φροντίσεις τον παππού. Γιατί αργείς άραγε. Τόση δουλειά έχεις. Σιγά την δυσκολία του επαγγέλματος. Σίγουρα τα λεφτά που παίρνεις θα σε ανταμείβουν. Χτυπάω επίμονα το κουδουνάκι απαιτώντας να είμαι προτεραιότητα. Άλλωστε είμαι η μοναδική ασθενής, που σε χρειάζεται. Γιατί έρχεσαι αναψοκοκκινισμένη; Τόσα λεφτά παίρνετε εσείς οι γιατροί. Κι ας είσαι νοσοκόμα, σε βάζω στην ίδια κατηγορία. Που πας; Τι σημαίνει ότι πέρασε το οκτάωρο. Αφού έτσι κι αλλιώς πληρώνεσαι τις υπερωρίες… Ξέρω ποια είσαι. Είσαι η νοσοκόμα που παρακαλάω να φροντίσει τον παππού μου κάθε βράδυ.
Εσυ ποιος είσαι; Τι έχεις προσφέρει; Πότε έβαλες πλάτη; Έκανες περήφανους τους έλληνες; Καινούργιο παπούτσι βλέπω. Και σιδερωμένο κουστούμι. Μπράβο σου. Μα προς τι ο εκνευρισμός. Επειδή δεν ξέρω ποιος είσαι. Να σου πω την αλήθεια, ούτε με ενδιαφέρει να μάθω.