Θέμα Τσάμηδων: Γιατί δεν απαντάμε στις νέες αλβανικές προκλήσεις;

Η αλβανική κυβέρνηση ρίχνει ξανά νερό στον μύλο των ακραίων εθνικιστικών στοιχείων, ανατροφοδοτώντας ανιστόρητες απαιτήσεις.

Θέμα Τσάμηδων: Γιατί δεν απαντάμε στις νέες αλβανικές προκλήσεις;
5'

Η πρόσφατη ενέργεια του Αλβανού Προέδρου της Δημοκρατίας Μπαϊράμ Μπεγκάι να επισκεφτεί το Μνημείο των Τσάμηδων στην τοποθεσία Κλόγκερι της Κοινότητας Μουρσίου Κονίσπολης και να καταθέσει στεφάνι στη μνήμη των θυμάτων της δήθεν γενοκτονίας τους από τους Έλληνες, έριξε για ακόμη μια φορά νερό στο μύλο των ακραίων εθνικιστικών στοιχείων ανατροφοδοτώντας ανιστόρητες αλβανικές απαιτήσεις.

Το Μνημείο κατασκευάστηκε από τον Δήμο Κονίσπολης (2012) με εργολάβο ιταλική κατασκευαστική εταιρεία και χρηματοδότηση 1 εκατ. δολαρίων από την κυβέρνηση Μπερίσα επειδή στο σημείο αυτό υποτίθεται υπήρχαν τάφοι Μουσουλμάνων Τσάμηδων, για τους οποίους ουδέποτε παρουσιάστηκε σχετική τεκμηρίωση. Στο συγκεκριμένο «νεκροταφείο» διοργανώνονται κάθε έτος οι γνωστές επετειακές εκδηλώσεις της Τσάμικης κοινότητας με την παρουσία ξένων ιμάμηδων στο γιγαντιαίο τέμενος που επίσης έχει κατασκευαστεί με άγνωστη χρηματοδότηση.

Η κίνηση όμως αυτή του κ. Μπεγκάι αποδεικνύει ταυτόχρονα αυτό που εδώ και χρόνια πολλοί από εμάς υποστηρίζουμε. Αν οι αλυτρωτικές φωνές στην Αλβανία ήταν απλώς προϊόντα μιας περιθωριακής ομάδας ή υφίσταντο ως επικοινωνιακό εργαλείο για εσωτερική κατανάλωση, τότε τα πράγματα δεν θα ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά. Δεν συμβαίνει όμως αυτό.

Οι απόψεις αυτές αποτελούν επίσημη κυβερνητική πολιτική και δεσπόζουσα ιδεολογία στους πνευματικούς θεσμούς της γειτονικής χώρας, σε μεγάλο μέρος της διανόησης και των μέσων ενημέρωσης και έχουν «ξεφύγει» από τις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα «περνώντας» σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Η βάση βέβαια των επίσημων – κρατικών επιδιώξεων τους σε σχέση με τη χώρα μας, δεν είναι η αλλαγή των συνόρων αλλά η ηθική αποκατάσταση των Τσάμηδων (δικαίωμα στη μνήμη) και η διεκδίκηση αποζημιώσεων ή επιστροφής περιουσιών (δικαίωμα στην περιουσία).

Από το 1994 η αλβανική Βουλή καθιέρωσε την 27 η Ιουνίου (1944), ως «ημέρα «γενοκτονίας των Τσάμηδων» ενώ οι χάρτες που περιέχονται στα σχολικά εγχειρίδια του Υπουργείου Παιδείας της Αλβανίας δεν έχουν μεγάλες διαφορές από αυτούς που κυκλοφορούν οργανώσεις Αλβανών εθνικιστών, με τη «Μεγάλη Αλβανία» να περιλαμβάνει από την Κέρκυρα στο Ιόνιο, τη Θεσπρωτία, την Πρέβεζα και τα Ιωάννινα μέχρι την Καστοριά και την Φλώρινα, ώστε να συνδεθούν με το Τέτοβο και το Πριζρέν.

Ειδικά φέτος, χρησιμοποιήθηκε πάλι η κεντρική αίθουσα της αλβανικής Βουλής για την «φολκλορική» παράσταση μίσους και αναληθειών από τους Μουσουλμάνους Τσάμηδες ενώ στα γερμανικά γήπεδα όπου εξελίσσονταν το Euro 2024, όποτε έπαιζε η Εθνική Αλβανίας οι οπαδοί της αναρτούσαν πανό με συνθήματα για τη «Μεγάλη Αλβανία» και την επέτειο της «Γενοκτονίας στην Τσαμουριά».

Να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν δύο πράγματα. Πρώτον, η άρση του εμπολέμου δεν έχει σχέση με τη διεκδίκηση των περιουσιών της Τσάμικης κοινότητας, αλλά με τις περιουσίες Αλβανών υπηκόων (οι Τσάμηδες τότε είχαν ελληνική υπηκοότητα και απέκτησαν την αλβανική πολύ αργότερα με το 1654/19.4.1953 διάταγμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας) που βρίσκονταν εκείνη την περίοδο (1940) στο ελληνικό έδαφος, χαρακτηρίστηκα ως «εχθρικές» με τον Α.Ν. 2636/1940 και τέθηκαν σε καθεστώς μεσεγγύησης. Ας μη την επικαλούνται γιατί δεν τους αφορά.

Σ’ ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον συνεργασίας, είναι φυσικό να μην υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση και θα πρέπει προφανώς να καταργηθεί, αρχικά από την Αλβανία που κήρυξε πρώτη τον πόλεμο προς την Ελλάδα. Δεν μπορεί όμως να υπάρξει μέριμνα για τις αλβανικές περιουσίες που τελούν υπό μεσεγγύηση χωρίς να γίνονται σεβαστά από τους Αλβανούς τα περιουσιακά δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών όπως για παράδειγμα στη Χιμάρα.

Δεύτερον, οι χιλιάδες νεκροί, για τους οποίους έχει ανεγερθεί το ψευδεπίγραφο Μνημείο, δεν προέκυψαν από γενοκτονία των Τσάμηδων από τους Έλληνες. Είναι κυρίως τα θύματα ενός ιδιότυπου αλβανικού εμφύλιου, της εχθρικής δηλαδή αρχικά στάσης και των σφοδρών διώξεων στη συνέχεια από το καθεστώς του Χότζα που τους θεωρούσε συνεργάτες του «εθνικοσοσιαλισμού».

Είναι χαρακτηριστικό και ιστορικά τεκμηριωμένο ότι τον αρχηγό τους στη Θεσπρωτία, τον περιβόητο Νουρί Ντίνο, τον εκτέλεσε δια απαγχονισμού ο ίδιος ο Ενβέρ Χότζα σε πλατεία του Δελβίνου το 1945.

Επιπλέον, οι Τσάμηδες αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τις εντολές του Κομουνιστικού Κόμματος Αλβανίας, (25.3.1949), που είχε υποσχεθεί συνδρομή σε σχετικό αίτημα του ΚΚΕ για αποστολή ανθρώπινου δυναμικού προς υποστήριξη των ενόπλων συγκρούσεων στην Ήπειρο. Τα σχέδια των αλβανών ιθυνόντων ήταν να πετύχουν από τη μια τη συνδρομή του ΕΛΑΣ με ετοιμοπόλεμους άνδρες –που θα είχαν ελληνικά έγγραφα ταυτοποίησης και δεν θα ενοχοποιούνταν η Αλβανία για ανάμιξη στον Εμφύλιο – και από την άλλη να δημιουργήσουν συνθήκες επαναπατρισμού των πληθυσμών αυτών.

Αντιδρώντας οι Τσάμηδες οργάνωσαν στην Αλβανία εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και για το λόγο αυτό πολλοί συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας ή παρέμειναν για δεκαετίες στις αλβανικές φυλακές. Και το ερώτημα που προκύπτει πλέον είναι: Μετά την ομιλία Ράμα στο Γαλάτσι και την επίσκεψη του ανώτατου Αλβανού πολιτειακού Άρχοντα στο συγκεκριμένο Μνημείο, με τις οποίες ετέθη με ξεκάθαρο τρόπο «θέμα Τσάμηδων», το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών θα συνεχίζει να σφυρίζει αδιάφορα απαντώντας όχι ευθέως αλλά μέσω διπλωματικών κύκλων;

Ποτέ η λήθη, οι διαστρεβλώσεις των γεγονότων, οι επινοήσεις, οι αποσιωπήσεις, τα στρογγυλέματα και οι συμψηφισμοί σκοπιμότητας δεν βοήθησαν στην οικοδόμηση καλών διακρατικών σχέσεων και αληθινής φιλίας μεταξύ των λαών. Εμείς πάντως στη Θεσπρωτία, που οι γενιές των πατεράδων και των παππούδων μας σημαδεύτηκαν από τις επιπτώσεις των εγκλημάτων των Τσάμηδων κατά του χριστιανικού πληθυσμού και την παντοτινή απουσία αγαπημένων προσώπων, δεν δικαιούμαστε να σιωπούμε!

(*) Ο Αντώνης Μπέζας είναι πρώην Υπουργός και Βουλευτής Θεσπρωτίας της ΝΔ

Ροή Ειδήσεων Δημοφιλή