Ξενύχτια με σκέψεις και προβληματισμούς
Το Σάββατο βράδυ είναι η υπόσχεση της εβδομάδας. Η στιγμή που το ρολόι σταματά και οι σκέψεις ξεκουράζονται, παραχωρώντας τη θέση τους στη μουσική, στον χαβαλέ, στις παρέες. Έτσι κι εγώ, αποφάσισα να ετοιμαστώ. Το φόρεμα ανέβηκε με κόπο, σαν να αντιστεκόταν, απαιτώντας περισσότερη προσπάθεια από όση χρειαζόταν η μέρα στη δουλειά. Η μουσική που αγαπώ γέμιζε τον χώρο, και ταυτόχρονα η προσμονή για το βράδυ φούντωνε, σαν μια σπίθα που γίνεται φλόγα.
Φτάνοντας στο μαγαζί, η πραγματικότητα έσκασε μπροστά μου σαν δυναμίτης. Κατέβαλα τεράστια προσπαθεί να ανοίξω την πόρτα βάζοντας όλο το βάρος μου πάνω της και μόλις τα κατάφερα, ένα σμήνος ανθρώπων απλώθηκε, στερώντας τον χώρο από το οξυγόνο μου. Οι θαμώνες, σαν τα κύματα σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλον, με πρόσωπα και αγκώνες να γίνονται τοπία που έπρεπε να διασχίσεις.
Η αποστολή ήταν ξεκάθαρη: να φτάσω στην άλλη άκρη του μαγαζιού. Μα το έργο φάνταζε άθλος. Το σώμα μου, ευλύγιστο σαν καλάμι στον άνεμο, έσκυβε και διπλωνόταν για να περάσει ανάμεσα από τα τείχη των σωμάτων. Κάθε βήμα ήταν ένα ποτήρι ιδρώτα, κάθε άγγιγμα μια αναμέτρηση με το τυχαίο. Το φόρεμά μου, πρώτα περήφανο, είχε πλέον δοκιμάσει κάθε ποτό του καταλόγου, απορροφώντας τις αδέξιες σταγόνες που έπεφταν από τα χέρια των άλλων.
Και τότε, σαν να ξύπνησα από όνειρο, θυμήθηκα. Τι θα γινόταν αν αυτός ο χώρος, γεμάτος ψυχές, έπρεπε να αδειάσει ξαφνικά; Η πόρτα, η μόνη διέξοδος, φάνταζε τόσο μακρινή όσο το φεγγάρι. Το πλήθος, πειθήνιο και ήρεμο τώρα, θα μετατρεπόταν σε πανικόβλητο ποτάμι, σαρώνoντας ό,τι βρισκόταν στον διάβα του. Πόσο εύκολα θα μπορούσε η χαρά ενός βραδιού να γίνει τραγωδία.
Πολλά μαγαζιά φέρονται σαν να μην έχουν ποτέ σκεφτεί το «αν». Η έξοδος κινδύνου είναι συχνά ανύπαρκτη ή κρυμμένη πίσω από αόρατα εμπόδια. Οι θαμώνες, στοιβαγμένοι σαν πακέτα σε αποθήκη, είναι αριθμοί και όχι άνθρωποι. Και το οξυγόνο; Έχει προ πολλού παραδοθεί στην επιθυμία του κέρδους. Μα αυτό δεν είναι υπερβολή· είναι πραγματικότητα που πρέπει να αλλάξει.
Το περιστατικό στο Παγκράτι ήρθε σαν ξυπνητήρι. Σε ένα μαγαζί που επισκέπτομαι κάθε Κυριακή. Με τους ιδιοκτήτες να σπάνε πριν λίγες μέρες τα τζάμια χωρίς να το σκεφτούν, για να σώσουν τους πολίτες. Εξαιρετικά παιδιά που πάντα προσπαθούν να ικανοποιήσουν κάθε αίτημα. Οι τζαμαρίες έσπασαν, και μαζί τους η ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Ήταν μια υπενθύμιση ότι οι χώροι διασκέδασης δεν είναι απλά τόποι συγκέντρωσης, αλλά δυνητικά πεδία κινδύνου. Και δεν είναι μόνο το Παγκράτι. Τα μεγάλα μαγαζιά, που γεμίζουν ασφυκτικά με κόσμο, συχνά αδιαφορούν για το πώς θα αδειάσει ο χώρος σε μια κρίσιμη στιγμή.
Μήπως ήρθε η ώρα να απαιτήσουμε περισσότερα; Να δούμε τις εξόδους κινδύνου ως θεμέλιο και όχι ως πολυτέλεια; Να θέσουμε όρια στον αριθμό των ατόμων που επιτρέπεται να βρίσκονται σε έναν χώρο; Γιατί κάθε βράδυ διασκέδασης πρέπει να κλείνει με ασφάλεια, όχι με τραγωδία. Και κάθε μαγαζί που υποδέχεται ψυχές πρέπει να είναι έτοιμο να τις προστατεύσει, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές.
Οι σκέψεις αυτές τριβέλιζαν το μυαλό μου καθώς η νύχτα προχωρούσε. Και κάθε φορά που κοιτούσα το πλήθος γύρω μου, δεν έβλεπα πια μόνο ανθρώπους. Έβλεπα ευθύνες. Ευθύνες που ανήκουν σε όλους: στους ιδιοκτήτες, στους νομοθέτες, αλλά και σε εμάς που συμμετέχουμε σιωπηλά στη συνωμοσία της αδιαφορίας.