Τι να κάνει και ο Θεός
Έχω δει το παγωμένο βήμα του γονιού, που μπαίνει να μάθει τα θλιβερά μαντάτα. Εχω κυρτώσει μπροστά σε μια κολώνα μην μπορώντας να συνειδητοποιήσω τι συνέβη. Έχω ακούσει τον βουβό πόνο της μάνας που χάνει το παιδί της.
Έχω ζήσει την τραγική φιγούρα του πατέρα, που με λυγμούς χτυπιέται θέλοντας να φύγει μαζί με τον γιο του. Έχω κρυώσει σε ένα σπίτι νεκροταφείο, που μόνο η σιωπή χαράζει. Έχω βάλει ένα πιάτο αδειανό στο κυριακάτικο τραπέζι. Έχω μιλήσει με φωτογραφίες που από συρτάρια βγήκαν, για να στολιστούν με πένθιμα λουλούδια.
Έχω ρωτήσει, γιατί…
Πόσα γιατί έχει ακούσει η άσφαλτος; Πόσο αλκοόλ έχει μυρίσει ο δρόμος. Πόσα γκάζια σύρθηκαν πάνω σε ανθισμένες ζωές; Πόσοι δολοφόνοι πιάνουν ξανά το τιμόνι; Ένα παιδί έφυγε. Όσοι κι αν ξηλωθούν, όσοι κι αν κατεβάσουν το κεφάλι, το παλικάρι δεν γυρίζει.
Κάποιες φορές πρέπει να παρακούσεις την πινακίδα, «μην αγγίζετε» για να βιώσεις με τα δάχτυλα την γνησιότητα ή την σαπίλα. Κάποιοι ίσως δίστασαν. Ή και να βολεύτηκαν. Μπορεί και να γλυκάθηκαν. Πόσα καντηλάκια θα σιγοσβήνουν στις λεωφόρους ώσπου να μάθουμε.
Μια αλυσίδα που πλέχτηκε με νοσηρούς και αδιάφορους σκοπούς, κόμπος σε λαιμό αθώων γίνεται. Ας παραθέσω κάποιες απορίες μου. Ο μπαρμαν βλέποντας άνθρωπο να λιμνάζει στην μπάρα σαν πλοίο σε φουρτούνα δεν αναρωτιέται πως θα φύγει; «Έχει δουλειά».
Οι υπεύθυνοι στην πόρτα, με τα ουρλιαχτά του αλκοόλ να ηχούν στο αίμα θαμώνα, δεν αναρωτιούνται πως θα φύγει; «Έχουν δουλειά».
Η παρέα, αν έχει, του μεθυσμένου δεν προστατεύουν τον φίλο τους και τους άλλους οδηγούς; «Δεν μπορούν να τον πείσουν».
Ο ίδιος… «μάταιο»
Οι αστυνομικοί στο μπλόκο, βλέποντας αυθόρμητο βηματισμό ζεϊμπέκικου μπροστά τους, δεν τηρούν τα προβλεπόμενα για να αποφύγουμε τα μοιραία; «Που να μπλέξουν; έχουν πάρει και εντολές»
Οι άλλοι αστυνομικοί που ενημερώθηκαν πως κάποιος επικίνδυνος είναι έτοιμος τον θάνατο να σπείρει, δεν μερίμνησαν; «Δεν έδωσαν σημασία».
Εσύ Θεέ μου γιατί … « εγώ προσπάθησα αλλά φαίνεται πως ουδείς νοιάζεται για τον συνάνθρωπο του»…
Θεέ μου συγχώρεσε μας…