Το Σύνταγμα και η ποινική δίωξη υπουργού
Η ενδεχόμενη παράκαμψη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής αλλοιώνει το περιεχόμενο του άρθρου 86 του Συντάγματος με απαγορευτικό τρόπο

H τρέχουσα συζήτηση σχετικά με την ακολουθητέα διαδικασία ποινικής δίωξης υπουργού καθορίζεται στο άρθρο 86 του Συντάγματος και στον αμφίβολης συνταγματικότητας Ν. 3126/2003. Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις για να ασκηθεί δίωξη κατά υπουργού ή υφυπουργού για αδίκημα που τέλεσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του ρυθμίζεται σε δύο φάσεις:
- Η πρώτη φάση είναι αμιγώς κοινοβουλευτική και
- η δεύτερη φάση διενεργείται αποκλειστικά από ανώτατους δικαστές.
Συγκεκριμένα, η πρώτη φάση για να ξεκινήσει απαιτεί πρόταση 30 βουλευτών και απόφαση της Βουλής που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151). Ακολούθως, συγκροτείται Κοινοβουλευτική Επιτροπή, η οποία διενεργεί προκαταρκτική εξέταση. Δηλαδή η εν λόγω επιτροπή έχει τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πρωτοδικών όταν αυτός διενεργεί προκαταρκτική εξέταση. Η Επιτροπή οφείλει σύμφωνα με το Σύνταγμα να συντάξει αιτιολογημένο πόρισμα, το οποίο περιλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα, καθώς και την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις εφαρμοζόμενες ποινικές διατάξεις.
Επίσης, το πόρισμα περιλαμβάνει την πρόταση της Επιτροπής ή της πλειοψηφίας της για την άσκηση ή όχι ποινικής δίωξης. Ενδεχόμενη διαφοροποίηση της μειοψηφίας της Επιτροπής καταχωρίζεται ξεχωριστά εντός του πορίσματος. Η Επιτροπή υποβάλλει το πόρισμά της στον πρόεδρο της Βουλής μαζί με το αποδεικτικό υλικό που συνέλεξε. Η κοινοβουλευτική διαδικασία ολοκληρώνεται με τη συζήτηση του πορίσματος και με ψηφοφορία για την παραπομπή ή όχι του εγκαλουμένου.
Με το πέρας της συζήτησης διενεργείται μυστική ψηφοφορία και η απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151).
Η δεύτερη φάση ξεκινά από τη στιγμή που η Βουλή αποφασίσει την άσκηση δίωξης. Σε δημόσια συνεδρίαση ο πρόεδρος κληρώνει πέντε τακτικά και τρία αναπληρωματικά μέλη για την συγκρότηση Δικαστικού Συμβουλίου. Η απόφαση της Βουλής για την άσκηση δίωξης έχει τον χαρακτήρα γραπτής παραγγελίας για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης. Καθήκοντα ανακριτή αναλαμβάνει μέλος προερχόμενο από τον Άρειο Πάγο.
Το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου δεν υπόκειται σε ένδικο μέσο και επιδίδεται στον καθ’ού η διαδικασία και στον πρόεδρο της Βουλής. Εάν το βούλευμα είναι παραπεμπτικό ο πρόεδρος της Βουλής κληρώνει δημοσίως τα 13 τακτικά και τα έξι αναπληρωματικά μέλη του ειδικού δικαστηρίου. Στην κλήρωση αυτή δεν μετέχουν τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου.
Ενόψει των ανωτέρω η ενδεχόμενη παράκαμψη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής αλλοιώνει το περιεχόμενο του άρθρου 86 του Συντάγματος με απαγορευτικό τρόπο. Το Σύνταγμα έτσι από ανώτερος νόμος της χώρας που διαθέτει αυξημένη νομική ισχύ μετατρέπεται σε γράμμα κενό περιεχομένου. Η όλη μεθόδευση – εάν συμβεί – απάδει της έννοιας του Κράτους Δικαίου.
*Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.
Σχόλια