Τo Βρετανικό Όχι στην ΕΕ είναι… ψηφιακό
Το ηχηρό «Όχι» της Μεγάλης Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σύμπτωμα μιας βαθύτερης διαδικασίας ριζικών οικονομικών και κοινωνικών ανατροπών που λαμβάνει χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο και έχει τις ρίζες της στην... ψηφιακή τεχνολογία.
Του Γιώργου Μαύρου
Από τη φύση τους, οι μεγάλες τεχνολογικές επαναστάσεις ανατρέπουν όλες τις υφιστάμενες δομές, οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές. Το είδαμε να συμβαίνει με τον ηλεκτρισμό, ο οποίος γκρέμισε τις παλιές δομές και τις αντικατέστησε με νέες, τις ίδιες που σήμερα γκρεμίζει με τη σειρά της η ψηφιακή τεχνολογία. Ο ηλεκτρισμός επιτάχυνε την βιομηχανική παραγωγή, επέτρεψε την εργασία τη νύχτα, διεύρυνε τη νυκτερινή ζωή σε κάθε επίπεδο και επέβαλε την συμμετοχή της γυναίκας στην παραγωγική διαδικασία, οδηγώντας στη χειραφέτηση και τη διεκδίκηση του δικαιώματος ψήφου.
Κάτι αντίστοιχο συντελείται σήμερα ως συνέπεια της ψηφιακής επανάστασης. Οι πρώτες κοσμογονικές αλλαγές έγιναν αισθητές στο επίπεδο της οικονομίας. Η ίδια η μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, απότοκο της οποίας είναι και τα οικονομικά δεινά της Ελλάδας, έχει ως πηγή της την μεγάλη ψηφιακή επανάσταση. Χάρη στην ψηφιακή τεχνολογία το σημερινό μονεταριστικό σύστημα που έχει ως κορμό τις κεντρικές τράπεζες και ως κλαδιά τις εμπορικές τράπεζες, κυριάρχησε παγκοσμίως, δημιουργώντας μια ψευδή εικόνα ανάπτυξης που στην πραγματικότητα αποτελούσε μια παράλογη μεγέθυνση του χρηματοοικονομικού κλάδου και μέσω αυτού κάθε λογής αξιών.
Κι αυτό, αποκαλύφθηκε με την κρίση: Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία αλλά κι άλλες χώρες, διαπίστωσαν με τρόπο τραγικό ότι η ατμομηχανή της δυναμικής μέχρι το 2009 ανάπτυξής τους δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια κενή μεγέθυνση (άλλοτε του κράτους κι άλλοτε των τραπεζών ή της αγοράς ακινήτων κι άλλων αξιών) που τροφοδοτούσε δίκην… «τρόμπας» ο χρηματοοικονομικός κλάδος του μονεταριστικού συστήματος.
Το τελευταίο, αποσύρεται μαζί με το χρήμα στην φυσική του μορφή, διότι οι τράπεζες δεν θα παίζουν πλέον κομβικό ρόλο στη νέα οικονομία. Διότι δεν είναι σε θέση να προσφέρουν πλέον ούτε ασφάλεια καταθέσεων, ούτε τραπεζικό απόρρητο κι επί της ουσίας ούτε πίστωση, αν δεν λυθεί το εκκρεμές ζήτημα των αστρονομικών τους χρεών.
Τουναντίον, τον ρόλο αυτό θα τον έχουν οι κεντρικές αρχές, όποιες κι αν είναι αυτές, οι οποίες θα έχουν στα χέρια τους ένα άνευ προηγουμένου αποτελεσματικότητας και εύρους όπλο δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής.
Διότι, τι έννοια θα έχουν λέξεις όπως «φοροδιαφυγή», «λαθρεμπόριο», «διαφθορά», όταν όλες οι συναλλαγές θα είναι ηλεκτρονικές κι επομένως θα καταγράφονται, εντοπίζονται, ελέγχονται και φιλτράρονται σε πραγματικό χρόνο και δίχως ανθρώπινη παρέμβαση; Το μέγεθος και η λειτουργία της παραοικονομίας, του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, του λαθρεμπορίου, του εμπορίου ναρκωτικών, όπλων και λευκής σαρκός, θα καθορίζεται από το ψηφιακό ρυθμιστικό πλαίσιο της εκάστοτε κεντρικής αρχής.
Κι αυτός είναι ο βασικός λόγος που η Βρετανία αποφασίζει την έξοδο από την Ε.Ε. Διότι η Βρετανία είναι πρώτιστα μια χρηματοοικονομική δύναμη και δεν μπορεί να ανεχτεί στη να μην έχει ανεξαρτησία αποφάσεων στο πώς θα διαχειριστεί το Σίτι του Λονδίνου τις προκλήσεις της νέας, ψηφιακής εποχής. Δεν μπορεί να αναγκάζεται να πειθαρχεί σε κοινοτικές οδηγίες αναφορικά με τον ψηφιακό έλεγχο της ροής των κεφαλαίων από και προς τη Βρετανία, ειδικά όταν η ευρωπαϊκή νομοθεσία αντανακλά τις προτεραιότητες και επιδιώξεις της Γερμανίας.
Το Βερολίνο έχει σηκώσει ψηλά τη σημαία της διαφάνειας βάζοντας στο στόχαστρο διεθνή χρηματοοικονομικά κέντρα και φορολογικούς παραδείσους, όπως η Κύπρος (που είδαμε πώς τιμωρήθηκε επειδή «φιλοξενούσε» ρώσικα κεφάλαια), η -εκτός Ε.Ε.- Ελβετία, αλλά και το Λονδίνο. Δεν είναι τυχαίες οι μπηχτές του Σόιμπλε κι άλλων Γερμανών αξιωματούχων για την κινητή κι ακίνητη περιουσία των Ελλήνων στο Λονδίνο. Στόχος του Βερολίνου δεν είναι τόσο το ελληνικό κεφάλαιο, παρόλο που θα ήθελαν πολύ να επιστρέψουν στην Ελλάδα τα δεκάδες δισ. ευρώ που διατηρούνται στο εξωτερικό, ώστε να απαλλαγούν από την επώδυνη πολιτικά χρηματοδότηση της Αθήνας, αλλά το Λονδίνο, ως διεθνές χρηματοοικονομικό κέντρο, δηλαδή κέντρο ξεπλύματος του απανταχού μαύρου χρήματος.
Η Γερμανία δεν κάνει σταυροφορία κατά της φοροδιαφυγής και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος για λόγους… ηθικής τάξης, αλλά διότι αυτό εξυπηρετεί τους γεωπολιτικούς της στόχους: Να απομονώσει το ρώσικο κεφάλαιο, να αποδυναμώσει το Σίτι του Λονδίνου και να επιβάλει τους όρους της ψηφιακής ρύθμισης σε όλη την Ευρώπη, ώστε να διατηρήσει υπό τον έλεγχό της όλη τη ροή των ευρωπαϊκών κεφαλαίων. Είναι ένας τρόπος να επιτύχει με οικονομικούς όρους, ότι δεν πέτυχε μέσα από δυο Παγκοσμίους Πολέμους.
Μόνο που σύντομα αυτή της η πολιτική θα της έλθει μπούμερανγκ. Διότι, η στη βάση της η ψηφιακή τεχνολογία, στην οποία βασίζονται οι Γερμανοί για τις στρατηγικές τους επιδιώξεις, έχει κάτι το… αναρχικό! Εξισώνει κι αντιστρέφει τους όρους του παιχνιδιού. Επιτρέπει στο μικρό ψάρι να φάει το μεγάλο. Κι ως τέτοια, λειτουργεί ως ιός, διαβρώνοντας εκ των έσω τις υφιστάμενες δομές, με τρόπο που δεν γίνεται αντιληπτός πριν είναι πολύ αργά, σαν καρκίνος σε τελικό στάδιο! Μια τέτοια υφιστάμενη δομή που απειλείται από την… διάβρωση της ψηφιακής τεχνολογίας, είναι και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Και το διαφαινόμενο Brexit, που –τυχαίο;- ακολούθησε τη μεγάλη αναταραχή του Grexit, δείχνει ότι η διάβρωση είναι εκτεταμένη…