Ανασφάλεια και εγκληματικότητα
Οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις στον ραδιοτηλεοπτικό σταθμό Σκάι και στον ναό του Αγίου Διονυσίου στο κέντρο της Αθήνας και τα καθημερινά περιστατικά βίαιων ληστειών και δολοφονικών επιθέσεων επιβεβαιώνουν ότι ο νόμος και η τάξη στη χώρα μας καταλύονται. Η εγκληματικότητα αυξάνεται – ιδίως στις πόλεις. Ο πολίτης ζει καθημερινά υπό καθεστώς αβεβαιότητας και ανασφάλειας για τη ζωή του, τη σωματική ακεραιότητα και την περιουσία του. Και η τρομοκρατία ανασυντάσσεται ανενόχλητη.
Της Ιωάννας Καλαντζάκου - Τσατσαρώνη, Δικηγόρου - τ. Αντιπροέδρου Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Η κυβέρνηση, αντί να αντιδρά, στρώνει στην τρομοκρατία ιδεολογικό χαλί με τον διχαστικό λόγο και τη ρητορική μίσους κορυφαίων υπουργών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Το άλμα στην τρομοκρατική δράση είναι προφανές ότι «άνθισε» στο πρόσφορο έδαφος που προσέφερε η κυβερνητική ανοχή στην ακραία πολιτική ρητορική και τις οργανωμένες ενέργειες παραβατικότητας. Μερικές από τις τελευταίες, μάλιστα, η κυβέρνηση τις βλέπει με «κατανόηση», αν όχι με συμπάθεια, όπως την οργανωμένη παραβατικότητα που συνδέεται με υποτιθέμενους «εναλλακτικούς» χώρους, όπως οι Ρουβίκωνες, τα «Εξάρχεια» και τα αδικήματα εντός πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων. Και αυτή, όμως, βία είναι. Και μόνο βία παράγει.
Αλλά και η ωμότερη μορφή της βίας, αυτή του «κοινού» εγκλήματος δεν συγκινεί ιδιαίτερα την κυβέρνηση. Η υποχώρηση του κράτους – αν όχι η εξαφάνισή του σε ορισμένες περιοχές, η αποθράσυνση των εγκληματιών και ο βρόχος ανασφάλειας που σφίγγει τους πολίτες δεν θεωρούνται ζήτημα προτεραιότητας. Οι ληστείες, οι φόνοι, το κύμα διαρρήξεων και κλοπών, τα «ξεκαθαρίσματα λογαριασμών» δεν ταράσσουν την ηρεμία των ενοίκων των κυβερνητικών γραφείων. Η κυβέρνηση δεν μεταμελείται καν για τον νόμο Παρασκευόπουλου που απελευθέρωσε χιλιάδες καταδικασμένους, μεταξύ των οποίων εκατοντάδες υπότροποι εγκληματίες, από τους οποίους πολλοί συνελήφθησαν ήδη ή καταζητούνται για νέα, βίαια εγκλήματα. Ο ίδιος νόμος κατάργησε τις φυλακές υψίστης ασφαλείας και τους περιορισμούς στις άδειες των ισοβιτών κρατουμένων, με αποτέλεσμα ο αμετανόητος πολύ-ισοβίτης τρομοκράτης Κουφοντίνας να δικαιούται τη μία άδεια μετά την άλλη και να εμφανίζεται χαμογελαστός, στο κέντρο της Αθήνας, όπου σκότωνε τα ανυποψίαστα, αθώα θύματά του, συνοδευόμενος από στελέχη του Ρουβίκωνα.
Με την κατάργηση των φυλακών υψίστης ασφαλείας αφέθηκε ανεξέλεγκτη η ώσμωση και επικοινωνία μεταξύ φυλακισμένων τρομοκρατών, ποινικών και αρχιμαφιόζων. Στη συνέχεια, με την απελευθέρωσή τους και τις άδειες, όλοι αυτοί συνεργάζονται στην κατάλυση του νόμου και την εξάπλωση της ανασφάλειας στους πολίτες.
Η δε κυβέρνηση δεν επιδεικνύει καμία αγωνία, καμία «κατανόηση» για το έλλειμμα ασφάλειας που ταλαιπωρεί τον μέσο πολίτη, για την ελλιπή αστυνόμευση στα αστικά κέντρα, για την άνοδο της εγκληματικότητας. Η κυβερνητική απάθεια συνθέτει ένα πλέγμα αδιαφορίας που επιτείνει το αίσθημα του πολίτη ότι κινδυνεύει παντού – και μέσα στο σπίτι του.
Η ασφάλεια των πολιτών και η επιβολή του νόμου δεν είναι, όμως, λεπτομέρειες. Αποτελούν βασικές προϋποθέσεις αξιοπρεπούς διαβίωσης και κοινωνικής δράσης. Αποτελούν προϋποθέσεις της ίδιας της δημοκρατίας. Δεν μπορεί να υπάρχει δημοκρατική, ανοιχτή κοινωνία χωρίς ασφάλεια δικαίου για τους πολίτες της και χωρίς ασφάλεια ότι το δίκαιο επιβάλλεται.
Η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές πρέπει να αποδώσει ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα αυτό. Η νομοθεσία πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε να τεθούν αυστηρότερες προϋποθέσεις για την πρόωρη απόλυση και την παροχή αδειών σε κρατουμένους για βαριά αδικήματα.
Ο νόμος πρέπει να εφαρμόζεται εξίσου σε όλη την επικράτεια, όπως άλλωστε είναι αυτονόητο. Το πανεπιστημιακό άσυλο της ανομίας πρέπει να καταργηθεί και να ξαναγίνουν τα πανεπιστήμια χώρος μάθησης, έρευνας και ελεύθερης διακίνησης ιδεών, όπως είναι ο προορισμός του. Τα διάφορα άβατα ανομίας, όπου το έγκλημα, με ή χωρίς πολιτικό πρόσημο, οργανώνεται και τρομοκρατεί, πρέπει να εκλείψουν. Και πρέπει να ενισχυθεί η οργάνωση και η στελέχωση της Αστυνομίας, ώστε να εξαρθρωθεί η νέα τρομοκρατία, να καταπολεμηθεί η εγκληματικότητα και να αποκατασταθεί η επαρκής αστυνόμευση και το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών στις γειτονιές και τις κατοικίες τους.