Φοβού τους Δαναούς και «αυξήσεις μισθών» φέροντας…
Άρθρο Ιωάννας Καλαντζάκου – Τσατσαρώνη
Δικηγόρου- τ. Αντιπροέδρου Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι αποτελεσματική μόνο όταν συνδέεται με την πορεία της οικονομίας, τις αναπτυξιακές επενδύσεις που θα αυξήσουν την «πίτα» του εθνικού εισοδήματος, αλλά και την ικανότητα της χώρας να δανείζεται με προσιτό επιτόκιο – δηλαδή με αυτά ακριβώς στα οποία οι κυβερνητικές επιλογές είχαν καταστρεπτικό αποτέλεσμα.
Πιστεύει, προφανώς, η κυβέρνηση ότι οι Έλληνες έχουν τόσο βραχεία μνήμη, ώστε δεν θυμούνται πως ο κ. Τσίπρας δεσμευόταν το φθινόπωρο 2014 ότι θα επανέφερε άμεσα τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ. Εξαιτίας της καταστρεπτικής οικονομικής πολιτικής του, πέρασαν τέσσερα χρόνια για να τον αυξήσει στα 650. Πιστεύει, ακόμη, ο πρωθυπουργός ότι οι πολίτες έχουν ξεχάσει ότι ο κατώτατος μισθός έπρεπε να είχε αυξηθεί από την 1.1.2017 με την ολοκλήρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής – βάσει του νόμου 4172/2013 της κυβέρνησης Σαμαρά. Η κυβέρνηση το κάνει με δύο χρόνια καθυστέρηση μήπως παραπλανήσει κάποιους ψηφοφόρους καθώς η χώρα οδεύει προς εκλογές.
Πόση κοινωνική σημασία θα έχει, αλήθεια, στην πράξη η αύξηση του κατώτατου μισθού, όταν το 56% των νέων προσλήψεων γίνεται με σχέση μερικής ή «ευέλικτης» απασχόλησης; Όταν ένας στους τρεις εργαζόμενους αμείβεται με 319 ευρώ το μήνα; Όταν μεγάλο μέρος της αύξησης του κατώτατου μισθού δεν θα μείνει διαθέσιμο στους εργαζόμενους, αλλά θα «εξαφανισθεί» από τη μείωση του αφορολόγητου; Και τι επιπτώσεις θα έχει η αύξηση για τις επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρές; Εξαιτίας της ανόδου του κόστους, είναι πολύ πιθανόν ότι θα μειωθούν οι προσλήψεις και θα αυξηθεί –κι άλλο!- η μαύρη εργασία και η μερική απασχόληση.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Ν.Δ. έχει εξαγγείλει την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά το διπλάσιο του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης. Οι μισθοί στην αγορά δεν καταβάλλονται από κάποιο κυβερνητικό νομισματοκοπείο, αλλά από τις επιχειρήσεις. Συνδέονται με την κατάσταση της οικονομίας, την άνοδο της παραγωγικότητας, τη συνολική ανάπτυξη. Και ο αριθμός των προσλήψεων είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις ασφαλιστικές εισφορές και τους φόρους που επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις.
Στην Ελλάδα του σήμερα, όπου η παραγωγική οικονομία έχει δεχτεί συντριπτικά πλήγματα, η αύξηση του κατώτατου μισθού πρέπει να συνοδευτεί από μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και των φορολογικών επιβαρύνσεων. Αν αυτό δεν συμβεί, θα υπάρξει άμεσος κίνδυνος οι επιχειρήσεις να αντιδράσουν μειώνοντας τις προσλήψεις πλήρους απασχόλησης – οι δε μικρές στρεφόμενες στη μαύρη εργασία ως αναγκαστική επιλογή επιβίωσης. Έτσι, η κυβερνητική παροχολογία μπορεί να αποδειχθεί «μπούμπερανγκ»..
Για τους εργαζόμενους η δουλειά και ο μισθός δεν είναι προεκλογικό σύνθημα, αλλά όρος αξιοπρεπούς επιβίωσης. Όποιος σέβεται την αγωνία τους, πρέπει να αποβλέπει πραγματικά στην αύξηση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων, που θα δημιουργήσουν νέες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Το πρόγραμμα της Ν.Δ. εστιάζει ακριβώς σ’ αυτά. Στην οικοδόμηση ενός περιβάλλοντος εμπιστοσύνης που θα ενισχύσει την απασχόληση και τις αποδοχές των εργαζομένων. Από ωραία λόγια και ηχηρές υποσχέσεις χορτάσαμε τέσσερα χρόνια – και είδαμε το καταστρεπτικό τους αντίκρισμα στην πράξη..