Κίνδυνος έκρηξης της μερικής απασχόλησης από 1-2-2019

Οι εργοδότες καταφεύγουν μαζικά σε απολύσεις ή/και σε μερική απασχόληση των εργαζομένων τους
Αυτός είναι ο οδηγός της ΕΝΥΠΕΚΚ για τους εργαζομένους
pixabay
11'

Η κυβέρνηση πρέπει άμεσα:
α.Να κατοχυρώσει με νόμο τον κατώτατο μισθό
β.Να απαγορεύσει τη μετατροπή των συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε μερική ή σε εκ περιτροπής απασχόληση

Οδηγός της ΕΝΥΠΕΚΚ για τους εργαζομένους!

Μετά την εξαγγελία του πρωθυπουργού στις 28/1/2019 για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 € μεικτά (546 € καθαρά) χωρίς ηλικιακές διακρίσεις, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να έχουμε έκρηξη τόσο στις απολύσεις όσο και τη μετατροπή των ισχυουσών συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε μερική ή σε εκ περιτροπής εργασία.

Ήδη κατά το τελευταίο τρίμηνο (Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2018) κι ενόψει της εξαγγελίας του πρωθυπουργού, πολλές επιχειρήσεις, κυρίως μικρού δυναμισμού, μετέτρεψαν αρκετές εκατοντάδες συμβάσεις πλήρους απασχόλησης σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης ή σε εκ περιτροπής εργασία, σε συμφωνία με το προσωπικό ή με απόφαση μονομερούς επιβολής αφού διαθέτουν αυτό το δικαίωμα από το 2010!

Χαρακτηριστικοί είναι οι πίνακες του συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ» του ΥΠΕΚΑΚΑ με τις εν λόγω μετατροπές

Οδηγός για τους εργαζομένους

1.Μετατροπή σύμβασης αορίστου χρόνου (πλήρους απασχόλησης) σε σύμβαση μερικής απασχόλησης

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 3846/2010: «Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της, ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση)».

Η συμφωνία μερικής απασχόλησης μεταξύ εργοδότη και μισθωτού μπορεί να συναφθεί κατά την πρόσληψή του ή κατά τη διάρκεια της σχέσης εργασίας, οπότε έχουμε μετατροπή τής ισχύουσας σύμβασης πλήρους απασχόλησης σε σύμβαση μερικής απασχόλησης.

Η συμφωνία για τη μερική απασχόληση πρέπει να γίνει με γραπτή ατομική σύμβαση. Μπορεί να γίνει για ορισμένη ή αόριστη διάρκεια και αφορά εργασία μικρότερη της κανονικής ημερήσιας ή εβδομαδιαίας. Η μερική απασχόληση εμφανίζεται στην πράξη κυρίως με τις παρακάτω μορφές:

α. Καθημερινή απασχόληση 5 ή 6 ημερών την εβδομάδα με μειωμένο ωράριο (Ν. 3846/2010, άρθρο 2, παρ. 2)

β. Καθημερινή απασχόληση 5 ή 6 ημερών την εβδομάδα, ορισμένες ημέρες με μειωμένο ωράριο και τις λοιπές με πλήρες (Ν. 3846/2010, άρθρο 2, παρ. 2, 3)

γ. Διαλείπουσα απασχόληση για λιγότερες από 5-6 ημέρες, την εβδομάδα με μειωμένο ωράριο (Ν. 3846/2010, άρθρο 2, παρ. 2)

δ. Διαλείπουσα απασχόληση για λιγότερες από 5-6 ημέρες, αλλά με πλήρες ημερήσιο ωράριο (Ν. 3846/2010, άρθρο 2, παρ. 3)

Την εκ περιτροπής εργασία μπορεί ο εργοδότης να την καθιερώσει με σύμφωνη γνώμη του εργαζομένου ή μονομερώς, με διάρκεια που δεν υπερβαίνει τους 9 μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος και υπό τον όρο ότι θα τηρηθούν οι προϋποθέσεις και η διαδικασία που ορίζει ο νόμος (Ν. 3846/2010, άρθρο 2, παρ. 3, εδ. 4).

Όλες τις παραπάνω συμφωνίες μερικής απασχόλησης, διαλείπουσας εργασίας και εκ περιτροπής εργασίας ο εργοδότης οφείλει να τις γνωστοποιεί εντός οκτώ (8) ημερών από την κατάρτισή τους ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας.

Μερική απασχόληση είναι κάθε μορφή απασχόλησης μικρότερη από την κανονική, με αντίστοιχα μικρότερες αποδοχές. Συνεπώς, όλα τα ζητήματα που ανακύπτουν από την παροχή της (μισθός, ωράριο, επιδόματα, άδειες, προσαυξήσεις κ.ά.) εξαρτώνται και αντιμετωπίζονται σε σχέση με τον συγκρίσιμο εργαζόμενο, αυτόν δηλαδή που απασχολείται με πλήρη απασχόληση στην ίδια επιχείρηση.

Σύμφωνα με τον ισχύοντα Ν. 3846/2010 (άρθρο 2, παρ. 2): «Συγκρίσιμος με πλήρη απασχόληση είναι κάθε εργαζόμενος που απασχολείται στην ίδια επιχείρηση με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα υπό τις αυτές συνθήκες» και «Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος στην επιχείρηση, γίνεται παραπομπή στην αντίστοιχη ΣΣΕ, στην οποία θα υπαγόταν ο εργαζόμενος αν προσλαμ­βανόταν με πλήρη απασχόληση, διαφορετικά εφαρμόζονται οι αντίστοιχες εθνικές νομοθεσίες, ΣΣΕ ή επιχειρησιακές πρακτικές» (άρθρο 3, παρ. 2).

Η σύναψη της σύμβασης μερικής απασχόλησης ρυθμίζεται και υπάγεται στην Εργατική Νομοθεσία και τον Αστικό Κώδικα (άρθρα 648-678, 281, 288) και για να είναι έγκυρη πρέπει να πληροί τις παρακάτω τυπικές προϋποθέσεις:

α. Έγγραφη συμφωνία εργοδότη-εργαζομένου (άρθρο 7, παρ. 13, ΝΔ 1651/1954, όπως συμπληρώθηκε). Σύμφωνα με τη νομοθεσία και τη νομολογία, αν παραλειφθεί ο έγγραφος τύπος, η σύμβαση είναι άκυρη και θεωρείται ως αορίστου χρόνου, έγκυρη δηλαδή ως σύμβαση με πλήρες ωράριο και πλήρεις αποδοχές

β. Γνωστοποίηση της ως άνω συμφωνίας από τον εργοδότη στην αρμόδια Αρχή του Υπουργείου Εργασίας με ηλεκτρονικό τρόπο («ΕΡΓΑΝΗ») εντός οκτώ (8) ημερών από την κατάρτισή της (ΥΑ 5072/Ιούνιος 2013, όπως τροποποιήθηκε με την ΥΑ 28153/126/2013), άλλως τεκμαίρεται ότι πρόκειται για σύμβαση ή σχέση πλήρους απασχόλησης

Σε περίπτωση παράλειψης της ηλεκτρονικής γνωστοποίησης, η σύμβαση δεν θεωρείται άκυρη, αλλά δημιουργείται τεκμήριο πως πρόκειται για σύμβαση πλήρους απασχόλησης (παρ. 1 άρθρου 38 του ν. 1892/1990, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 3846/2010)

γ. Ενημέρωση από τον εργοδότη του εκπροσώπου των εργαζομένων και διαβούλευση του εργοδότη με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων αναφορικά με τις προσλήψεις με καθεστώς μερικής απασχόλησης.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 38 (παρ. 15) του ν. 1892/1990 (όπως αργότερα αντικαταστάθηκε), ο εργοδότης υποχρεούται να ενημερώσει σχετικά με τον αριθμό των απασχολουμένων με μερική απασχόληση, την αναλογία με το σύνολο των εργαζομένων και τα σχέδιά του για μελλοντικές προσλήψεις με καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Σε περίπτωση παράλειψης ενημέρωσης, ο νόμος δεν προβλέπει κύρωση για τον εργοδότη. Αντίστοιχη πρόβλεψη υπάρχει και στη σχετική Οδηγία (ρήτρα 5, παρ. 3).

δ. Καταβολή μισθού και επιδομάτων πάντα σε σχέση με τον μισθό και τα επιδόματα του συγκρίσιμου εργαζομένου πλήρους απασχόλησης

2.Μετατροπή συμβάσεων αορίστου χρόνου (πλήρους απασχόλησης) σε εκ περιτροπής εργασία

Είναι το είδος της μερικής απασχόλησης κατά το οποίο εργαζόμενος εναλλάσσεται στην παροχή εργασίας με κάποιον άλλον εργαζόμενο, ενώ η λειτουργία της επιχείρησης είναι συνεχής. Είναι δηλαδή μορφή μερικής απασχόλησης που συνίσταται στην εναλλαγή των εργαζομένων σε επιχείρηση που έχει σύστημα συνεχούς λειτουργίας.

Σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, η εκ περιτροπής εργασία εντάσσεται στην κατηγορία της μερικής απασχόλησης. Στο άρθρο 38 του Ν. 1892/1990, όπως ισχύει, και ειδικότερα στην παρ. 3 (εδ. α και β) ορίζεται ότι: «Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής.

Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες τον μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας» (σχετική η Εγκύκλιος του Υπουργείου Εργασίας 35958/666/2017).

Περαιτέρω, στο εδ. δ της παρ. 3 του ίδιου νόμου 1892/1990, ορίζεται ότι: «Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του, ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνον εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΠΔ 240/2006 και του Ν. 1767/1988.

Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας».

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η εκ περιτροπής απασχόληση δεν αναφέρεται σε λιγότερες ώρες παροχής εργασίας σε ημερήσια βάση, αλλά σε παροχή εργασίας κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή εβδομάδες τον μήνα ή μήνες μέσα στο έτος ή συνδυασμό των ανωτέρω δυνατοτήτων, πάντα όμως κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο.

Επίσης συνάγεται ότι, μολονότι η λειτουργία της επιχείρησης θα είναι συνεχής, ο εργαζόμενος θα παρέχει την εργασία του ορισμένες μόνο ημέρες της εβδομάδας, του μήνα ή του έτους, εναλλασσόμενος ατομικά ή ομαδικά με άλλους εργαζομένους, σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να λάβει δύο ειδικότερες μορφές:

α) της συμφωνημένης (συμβατικής) εκ περιτροπής εργασία

β) αυτής που εφαρμόζεται με μονομερή εργοδοτική απόφαση

Πιο συγκεκριμένα:

α) Στην πρώτη περίπτωση (συμφωνημένη εκ περιτροπής εργασία), η σχέση «εκ περιτροπής εργασία» ιδρύεται μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου είτε πρωτογενώς (κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας), είτε κατά τη διάρκεια μιας σύμβασης πλήρους απασχόλησης με μεταγενέστερη συμφωνία των μερών, που λογίζεται ως τροποποίηση της αρχικής.

Με τη σύμβαση εκ περιτροπής εργασίας συμφωνείται η εναλλαγή περιόδων εργασίας και μη εργασίας, με ανάλογη μείωση των καταβαλλόμενων αποδοχών. Η εναλλαγή αυτή μπορεί να συμφωνηθεί ελεύθερα με διάφορους συνδυασμούς, δίχως μάλιστα οι χρονικές ενότητες εργασίας και μη εργασίας να είναι απαραίτητα της ίδιας χρονικής έκτασης, με μόνο περιορισμό η εργασία να παρέχεται κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο.

Έτσι, επιτρέπεται να συμφωνηθεί μειωμένη εβδομαδιαία εργασία (π.χ. επί συστήματος πενθήμερης εργασίας να παρέχεται η εργασία από μία έως τέσσερις ημέρες την εβδομάδα) ή συνδυασμός μειωμένης εβδομαδιαίας εργασίας για κάποιες μόνο εβδομάδες του μήνα (π.χ. τρεις ημέρες εργασίας κάθε δεύτερη εβδομάδα) ή εναλλαγή πλήρους μηνιαίας εργασίας με μήνες περιορισμένου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας κ.ο.κ.

Περαιτέρω, η εγκυρότητα μιας τέτοιας συμφωνίας δεν υπόκειται σε περιορισμούς ως προς τη χρονική της διάρκεια, ούτε συνδέεται με κάποια άλλη ουσιαστική προϋπόθεση (π.χ. ύπαρξη συγκεκριμένου λόγου επιλογής της). Θα πρέπει, ωστόσο, η σχετική συμφωνία να είναι έγγραφη. Ο έγγραφος τύπος επιβάλλεται ως συστατικός, με αποτέλεσμα η έλλειψή του να συνεπάγεται την ακυρότητα της συμφωνίας.

Τέλος, η συμφωνία παροχής εκ περιτροπής εργασίας πρέπει να κοινοποιηθεί εντός οκτώ (8) ημερών στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας. Η μη γνωστοποίηση της συμφωνίας εκ περιτροπής εργασίας κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας συνεπάγεται την κατά τεκμήριο ύπαρξη σχέσης εργασίας πλήρους απασχόλησης, ενώ η μη γνωστοποίηση της συμφωνίας εκ περιτροπής εργασίας κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με τους ίδιους όρους και συμφωνίες που ίσχυαν πριν από την κατάρτισή της.

β) Στη δεύτερη περίπτωση (επιβολή εκ περιτροπής εργασίας με μονομερή απόφαση του εργοδότη), παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη, σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητάς του, να επιβάλει στην επιχείρησή του σύστημα εκ περιτροπής εργασίας μέχρι εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος.

Προϋποθέσεις της τυπικά έγκυρης μονομερούς επιβολής της εκ περιτροπής εργασίας από τον εργοδότη αποτελούν:

1) ο περιορισμός των δραστηριοτήτων του εργοδότη

2) η προηγούμενη της επιβολής ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων

3) η επιβολή να λαμβάνει τον χαρακτήρα συστήματος, αναφερόμενου στο σύνολο των εργαζομένων της επιχείρησης, της εκμετάλλευσης ή του τμήματος της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης

4) η διάρκεια της επιβολής να μην υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος

5) η απόφαση του εργοδότη να κοινοποιηθεί εντός οκτώ (8) ημερών στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας.

Η πρώτη θέσπιση της ευέλικτης αυτής μορφής απασχόλησης έγινε με το ΝΔ 2961/1954. Ακολούθησαν οι νόμοι 1892/1990 (άρθρο 38, παρ. 3), 2639/1998 (άρθρο 2), 3846/2010 (άρθρο 2, παρ. 3) και 3899/2010 (άρθρο 17, παρ. 3).

Η εκ περιτροπής εργασία, μονομερώς επιβαλλόμενη από τον εργοδότη, είναι τον τελευταίο καιρό η πιο ελκυστική μορφή ευέλικτης εργασίας.

Η ΕΝΥΠΕΚΚ παραθέτει σημαντικά στοιχεία για την μετατροπή των συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε μερική απασχόληση ή σε εκ περιτροπής εργασία. Είναι ενδεικτικό από τους παρακάτω σχετικούς πίνακες των εκθέσεων του συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ» του ΥΠΕΚΑΚΑ ότι κατά το τελευταίο τρίμηνο (Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος 2018) υπάρχει σημαντική αύξηση στις μετατροπές των συμβάσεων αορίστου χρόνου (πλήρους απασχόλησης)

Τι πρέπει να γίνει άμεσα

Για να μην καταλήξει εξαπάτηση και εμπαιγμός των χαμηλόμισθων εργατοϋπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα η πρόσφατη εξαγγελία τού πρωθυπουργού για την κατάργηση του νεανικού κατώτατου μισθού («υποκατώτατου») και την αύξηση μαζί με τον εργατικό κατώτατο στα 650 € μεικτά (546 € καθαρά), η κυβέρνηση πρέπει άμεσα:

1ον) να ακυρώσει την υπογραφείσα απόφαση της υπουργού Εργασίας και να φέρει νόμο με τον οποίο θα θεσπίσει την υποχρεωτική αύξηση του κατώτατου μισθού για ΟΛΟΥΣ τους εργοδότες, όπως αντιστοίχως με νόμο (ν. 4093/2012) μειώθηκε ο εργατικός κατώτατος μισθός από 751 σε 586 € μεικτά (μείωση 22%) και ο νεανικός κατώτατος («υποκατώτατος») από 751 σε 510 € μεικτά (μείωση 32%).

2ον) με την ίδια (ως άνω) νομοθετική ρύθμιση, να απαγορεύσει κάθε μετατροπή συμβάσεως αορίστου χρόνου (πλήρους απασχόλησης) σε σύμβαση μερικής απασχόλησης ή σε εκ περιτροπής εργασία, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο (2) ετών.

Αλέξης Μητρόπουλος, εργατολόγος - πρόεδρος ΕΝΥΠΕΚΚ

Σχετικές ειδήσεις