Παροχές και επιδόματα την ώρα της κάλπης
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προσφεύγει και πάλι στην προσφιλή της «συνταγή» της παροχολογίας και των ψεύτικων υποσχέσεων στην προσπάθειά της να αποτρέψει την εκλογική κατάρρευση, που προεξοφλούν τα μηνύματα της κοινωνίας. Με μέτρα πρόχειρα και αποσπασματικά χωρίς σχεδιασμό και αναπτυξιακή προοπτική, επιχειρεί να ξεγελάσει τους πολίτες με εφάπαξ επιδόματα και άτολμες ρυθμίσεις οφειλών, τις οποίες η ίδια προκάλεσε με τα βάρη που επέβαλε σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
H κυβερνητική στάση είναι ένας συνδυασμός λαϊκισμού και υποκρισίας. Μία σοβαρή κυβέρνηση δεν προσπαθεί να εξαγοράσει ψήφους λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, ενώ έχει υιοθετήσει έναν εντελώς αντίθετο προϋπολογισμό. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο κ.Τσίπρας υποτιμά τη νοημοσύνη των Ελλήνων. Η δε υποκρισία του κορυφώνεται με την προσπάθεια να εμφανισθούν ως … «παροχές» μέτρα που αποτελούν αντίδωρα σε σχέση με όσα έχει δημεύσει από τους Έλληνες με τους φόρους, τις ασφαλιστικές εισφορές και τις περικοπές της κυβερνητικής πολιτικής!
Πράγματι, με το άχρηστο τρίτο μνημόνιο που φόρτωσε στις πλάτες του ελληνικού λαού και την εν συνεχεία εγκληματική πολιτική της υπερφορολόγησης, η κυβέρνηση επέβαλε 29 νέους φόρους, 17 αυξήσεις εισφορών και περικοπές συντάξεων, κατάργηση του ΕΚΑΣ και των επιδομάτων, με αποτέλεσμα οι οφειλές προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία να εκτιναχτούν από 85 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2014 σε 140 δισ. τον Μάρτιο 2019! Μετά την οικονομική αυτή ισοπέδωση, η κυβέρνηση έρχεται να βαφτίσει παροχή τη διευκόλυνση πληρωμής των χρεών που εκείνη προκάλεσε! Και το κάνει με μέτρα που ελάχιστους τελικώς θα βοηθήσουν.
Η ρύθμιση των 120 δόσεων αποτελεί τυπική περίπτωση. Κάθε μακροπρόθεσμη ρύθμιση είναι θετική και γι’ αυτό υπερψηφίστηκε από τη Νέα Δημοκρατία. Αντί όμως για μία γενναιόδωρη ρύθμιση, που είχαν απόλυτη ανάγκη τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, η κυβέρνηση παρουσίασε μια ρύθμιση αποσπασματική, ακριβή και άδικη.
Αποσπασματική, γιατί δεν περιλαμβάνει τα κόκκινα δάνεια, με αποτέλεσμα όσοι οφείλουν και σε τράπεζες και στον δημόσιο τομέα να μην μπορούν να ρυθμίσουν όλες τις οφειλές τους. Αλλά και επειδή εξαρτά τον αριθμό των δόσεων από το εισόδημα των οφειλετών, με αποτέλεσμα λίγοι να εντάσσονται στις 120 δόσεις, σε αντίθεση με την πρόταση της Ν.Δ. που προβλέπει υπαγωγή σε 120 δόσεις όλων των οφειλών μέχρι 20.000 ευρώ χωρίς προϋποθέσεις.
Ακριβή, επειδή οι δόσεις επιβαρύνονται με επιτόκιο 5%, που είναι υψηλότερο εκείνου με το οποίο δανείζεται το Δημόσιο αλλά και από το 3% που καταβάλλει στις δικές τους υποχρεώσεις.
Άδικη, επειδή δεν επεκτείνεται στις επιχειρήσεις, για τις οποίες η ρύθμιση περιορίζεται το πολύ σε 30 δόσεις, με αποτέλεσμα να προβλέπεται ότι μόνο οι μισές από αυτές θα ενταχθούν και μόνο το 10-20% θα μπορέσει να την τηρήσει.
Άδικη και για όσους ήταν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, καθώς γι’ αυτούς δεν προβλέπεται καμία επιβράβευση.
Η λεγόμενη 13η σύνταξη αποτελεί ακόμη μεγαλύτερη ειρωνεία προς τους συνταξιούχους, από τους οποίους η κυβέρνηση με τις μειώσεις του νόμου Κατρούγκαλου έχει περικόψει ήδη τη 12η σύνταξη και με τη νέα μείωση του αφορολογήτου από 1/1/2020 και την 11η! Στην ουσία, η κυβέρνηση χορηγεί ένα εφάπαξ επίδομα με άδικα κριτήρια, καθώς θα δοθεί πλήρως μόνο στους χαμηλοσυνταξιούχους, δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα και θα διατεθούν συνολικά μόνο 800 εκατ. ευρώ ενώ για μία επιπλέον σύνταξη θα χρειάζονταν 2,2 δισ. Με το έλλειμμα κοινωνικής ευαισθησίας που τη χαρακτηρίζει, η κυβέρνηση δεν συναισθάνεται την πτωχοποίηση της κοινωνίας και νομίζει ότι θα την παραπλανήσει με προεκλογικά επιδόματα την παραμονή της κάλπης.
Ακόμη και η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση αποδεικνύεται παροχολογία με ελάχιστο αντίκρισμα. Η εξαίρεση από τη μείωση των ροφημάτων και των ποτών περιορίζει στο ελάχιστο τις θετικές επιπτώσεις στη μείωση των τιμών (και άρα στην ανταγωνιστικότητα του τουρισμού), πράγμα που θα εξακολουθήσει να ωθεί τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου στη φοροδιαφυγή.
Μία δέσμη μέτρων που θα μπορούσε να τονώσει την οικονομία και να ενισχύσει τις κοινωνικές δαπάνες, αν συνδυαζόταν με πολιτική ενίσχυσης των επενδύσεων και της ανταγωνιστικότητας, όπως προβλέπει το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας, κατέληξε σε φτηνή, υποκριτική παροχολογία τυπική του πολιτικού DNA του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι πολίτες βρίσκονται μπροστά σε μία ακόμη απόπειρα πολιτικής εξαπάτησης εκ μέρους της κυβέρνησης. Επί τεσσεράμισι χρόνια, όμως, έχουν πάρει το μάθημα. Γνωρίζουν τον υπαίτιο της καταστροφής τους. Αντιλαμβάνονται ότι η χώρα έχει ανάγκη από μία νέα, αναπτυξιακή οικονομική πολιτική και από ένα αληθινό κοινωνικό κράτος ίσων ευκαιριών. Και έχουν αποφασίσει να δείξουν την έξοδο στην κυβέρνηση του ψεύδους και της υποκρισίας. Θα το δηλώσουν εμφατικά ήδη στις πρώτες κάλπες που θα ανοίξουν στις 26 Μάϊου. Και θα ολοκληρώσουν την καταδίκη της κυβέρνησης στις εθνικές εκλογές.
* Η Ιωάννα Καλαντζάκου - Τσατσαρώνη είναι Δικηγόρος, Υποψήφια βουλευτής της Ν.Δ. στη Β' Αθηνών (Βόρειος Τομέας)