Από την οργή στις προτάσεις
Του Αντώνη Βγόντζα
Προέδρου της Αλληλεγγύης Δικηγόρων
Καταρρεύσαμε οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά. Ταπεινωθήκαμε ως χώρα. Και η πολιτική ηγεσία και εμείς ως λαός και κοινωνία. Πρόδωσαν τις αξίες μας και τα ιδανικά μας με καυχησιάρικα πλην κούφια λόγια.
Οι ενδείξεις ήσαν πολλές. Και προμήνυαν έγκαιρα αυτή την ανατροπή. Το σκάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας και τα παιχνίδια με τους αριθμούς των εθνικών λογαριασμών, που ξεκίνησαν το 2007, ήσαν οι πιο κραυγαλέες.
Τα τυφλά ξεσπάσματα της οργής και οι ακραίες εκδηλώσεις μαζικής αγανάκτησης ήσαν αναμενόμενα. Ιστορικά δεν είναι σπάνιες οι λαϊκές εκρήξεις. Οι λαοί οπουδήποτε της γης οργίζονται και αγανακτούν ύστερα και παράλληλα με τα ανάλογα ερεθίσματα. Σε εμάς, όμως, οι βασικοί θεσμοί της χώρας δεν άντεξαν τη διαχείριση της λαϊκής αντίδρασης. Και αυτό έγινε γρήγορα αντιληπτό. Από το σύνολο της κοινωνίας. Της ελληνικής και της διεθνούς. Και εμείς μεν απωλέσαμε την συνήθη και παραδοσιακή αισιοδοξία μας, εκείνοι δε μετέτρεψαν την θλίψη τους σε απαξίωση και γενικότερο αρνητισμό.
Έτσι καταλήξαμε σε μία σειρά αρνητικών συμπεριφορών. «Δεν πληρώνω» ήταν η πρώτη. Ακολούθησαν τα «μουντζώματα» του Μεγάρου της Εθνικής Αντιπροσωπείας και «γιαουρτώματα» των πολιτικών στελεχών. Και επακολούθησε η σταδιακή απόρριψη του συνόλου, σχεδόν, των πολιτικών δυνάμεων και ειδικά των κομμάτων εξουσίας. Αυτό το τελευταίο με απασχολεί. Να προσέλθουμε στα εκλογικά τμήματα και να εναποθέσουμε σε αυτά την τελική μας επιλογή;
Γνωρίζω αρκετούς συμπολίτες μας, που δηλώνουν και διαδηλώνουν την πρόθεσή τους να ρίξουν λευκό ή άκυρο ψηφοδέλτιο. Μερικοί το «γλεντάνε» από τώρα. Πρέπει, όμως, να πληροφορηθούν ότι το λευκό ή άκυρο δεν προσμετράται στο αποτέλεσμα και ουσιαστικά πριμοδοτούν το πρώτο σε αριθμό ψήφων κόμμα. Αν αυτός ο στόχος και αυτό το περιεχόμενο του μηνύματός τους είναι επιλογή τους, τότε οφείλουμε να την σεβαστούμε.
Με απασχολεί, όμως, βαθύτατα η άλλη κατηγορία των συμπολιτών μας. Εκείνοι που την ημέρα των εκλογών θα μείνουν στο σπίτι τους ή θα εκδράμουν στο βουνό ή τη θάλασσα. Ένας στους τρεις εκμυστηρεύεται στους δημοσκόπους, τουλάχιστον σε ορισμένους, ότι δε θα ψηφίσει. Με αυτούς οφείλουμε να αναπτύξουμε ένα ειλικρινή διάλογο. Αφού προηγουμένως τους διαβεβαιώσουμε ότι κανένας δεν πρόκειται να τους κατακρίνει θεσμικά και ηθικά για την τελική τους στάση. Ή και για το περιεχόμενο της ψήφου τους.
Θέλουμε να έχουνε πλήρη συνείδηση ότι η όποια συμπεριφορά τους επηρεάζει την ιστορική πορεία της χώρας μας.
Επιθυμούν να παραμείνουμε στη ζώνη του ευρώ; Και την ενωμένη Ευρώπη και τους κανόνες της; Ή να επιστρέψουμε στη νοσταλγική μιζέρια της δραχμής;
Επιθυμούν να νιώσουμε την ψευδαίσθηση της ανάπτυξης μέσα από τη διόγκωση της κατανάλωσης και τη δραματική αύξηση των εισαγωγών; Ή να ενθαρρύνουμε και να οργανώσουμε τις επενδύσεις που συνεπάγονται, μάλιστα, αύξηση των θέσεων εργασίας;
Επιθυμούν να βουλιάξουμε κι άλλο στο πελατειακό, αντιαναπτυξιακό και διεφθαρμένο κράτος; Ή να σπεύσουμε να μετατρέψουμε τη διαφάνεια και αξιοκρατία σε θεμελιώδεις κανόνες οργάνωσης της δημόσιας ζωής; Τι κράτος επιτέλους θέλουμε ;
Επιθυμούν να ανεχτούμε κι άλλο τα φαινόμενα διαφθοράς και σήψης στη δημόσια ζωή της χώρας μας; Ή να τα ανατρέψουμε τιμωρώντας ακριβοδίκαια τους πολιτικούς φορείς ανάλογα με το μερίδιο πραγματικής ευθύνης και τους πρωταγωνιστές της διαφθοράς με ακριβοδίκαιη επιμέτρηση των κυρώσεών σε βάρος τους;
Αν ισχύουν τα παραπάνω, προτείνω: «Πάμε εκλογές!» Όχι σαν άλλοτε. Όπως την πρώτη φορά!