Λίγο πριν αρχίσει το πρωτάθλημα και η μπάλα στην κερκίδα…
Αντί για σχέδιο με διαπραγμάτευση το πολιτικό αίτημα μετατράπηκε σε θαύμα και ο αντίλογος του η δραχμή.
Του Χάρη Τσιόκα
Διαβάζουμε στην καρδιά του δεκαπενταύγουστου τις ηρωικές ρήσεις του τύπου «όλα για την Ελλάδα», «να δώσουμε τη μάχη για την πατρίδα» και γεννιέται το ερώτημα:
Τι είναι πατρίδα; Αυτό που λέει ο ποιητής Ιωάννης Πολέμης
«Τι είναι η πατρίδα μας;
Μην είναι οι κάμποι;
Μην είναι τ’ άσπαρτα βουνά;..» και τελειώνει
«…όλα είναι η πατρίδα μας! κι αυτά και εκείνα»
Πατρίδα λοιπόν είναι όλα είναι και η χώρα μας και οι άνθρωποί της.
Στις επικλήσεις λοιπόν του Δεκαπενταύγουστου υπήρξε σ όλα αυτά μια κρίσιμη αφαίρεση που οι θιασώτες της αχαλίνωτης κερδοσκοπίας υποκρύπτουν. Δεν θέλουν καν να ακούσουν το ερώτημα «υπάρχει πατρίδα χωρίς να αγκαλιάζει τους ανθρώπους της, να επιμερίζει δίκαια τους κινδύνους και τις ευκαιρίες;»
Θυμίζω ότι μια από τις μεγάλες κατακτήσεις της μεταπολεμικής περιόδου στην Ευρώπη και της μεταδικτατορικής στην Ελλάδα είναι η εργασιακή συμφιλίωση του ανθρώπινου μόχθου με την παραγωγή, την ποιότητα ζωής. Η δημιουργία κανόνων κοινωνικής και οικονομικής προστασίας… με μια φράση η άρση του διχασμού της κοινωνίας των ανισοτήτων και της διαίρεσης που συντηρούσαν τους λίγους.
Αυτή η κατάκτηση που κατά κύριο λόγο εκφράσθηκε και υλοποιήθηκε από τους σοσιαλιστές, αριστερούς και σοσιαλδημοκράτες με τα κοινωνικά συμβόλαια εκείνης της εποχής έδωσε ταυτότητα στην Ευρώπη και απέδειξε ότι στης έννοια της πατρίδας χώρα και λαός δεν διαχωρίζονται.
Το εφεύρημα να «σώσουμε την χώρα» ζητώντας ετεροβαρείς θυσίες από τους πολλούς ανακατανέμοντας βίαια τον πλούτο χωρίς να διευρύνεται η παραγωγική βάση είναι άλλοθι για συντηρητική παλινόρθωση που ευνοεί τους λίγους τους ισχυρούς ώστε να καθορίζουν τους κανόνες της αχαλίνωτης αγοράς, να εμπορευματοποιήσουν δημόσια αγαθά άρα και τους όρους λειτουργίας της δημοκρατίας και των κοινωνικών δομών στο κατώτερο δυνατό σημείο.
Σ αυτήν την εκδοχή οι έννοιες του κοινωνικού συμβολαίου, της αλληλεγγύης, των κανόνων και της δημοκρατίας ως κατάκτηση της Ευρώπης και των λαών της τίθεται σε αμφισβήτηση. Είναι η επιστροφή της Ευρώπης των λαών, σε τριτοκοσμικές οικονομίες.
Η Ευρώπη με μαλακό υπογάστριο την Ελλάδα και το Νότο πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα.
Μπορεί να υπάρξει έξοδος από την κρίση σώζοντας τη χώρα και θυσιάζοντας την πλειοψηφία των πολιτών σε βαθύτερη κρίση? Είναι προφανές ότι οι νεοφιλελεύθεροι δεν μιλούν στην πράξη για σχέδιο εξόδου αλλά για μετακύλιση της κρίσης στους πολλούς στην πραγματική οικονομία, στα αγαθά κτλ…
Στην πραγματικότητα αυτή, οι οπαδοί του μονεταρισμού στην καρδιά του Δεκαπενταύγουστου επικαλέστηκαν την Παναγία, τον Θεό, το θαύμα για να σώσουν τις δικές τους στοχεύσεις.
Μόνο που κατά την ορθόδοξη χριστιανική θεώρηση το θαύμα προϋποθέτει την ενεργητική συνέργεια, την συμμετοχή του ανθρώπου, του πολίτη σ' αυτή την προσπάθεια. Η χριστιανική θεώρηση ορίζει με σαφήνεια ότι η πίστη, δηλαδή η αποδοχή και η συμμετοχή του ανθρώπου στη Θεία οικονομία φέρνει το θαύμα και όχι το θαύμα την πίστη.
Τι ζητούν λοιπόν ένα θαύμα χωρίς πίστη, συμμετοχή των ανθρώπων στο σχέδιο δίκαιης διαχείρισης;
Ασφαλώς και η διαπραγμάτευση για την έξοδο από την κρίση είναι πολιτική και διαρκής. Η συμμετοχή προϋποθέτει δικαιοσύνη στον επιμερισμό των ευκαιριών και των κινδύνων που εξελίσσονται στη χώρα.
Η σύγχρονη αντίθεση λοιπόν δεν είναι η ανάμεσα στο θαύμα και τη δραχμή όπως μας το παρουσιάζουν αλλά στο γεγονός ότι αναμετρώνται δύο διαφορετικές πολιτικές διαχείρισης της κρίσης.
Η συντηρητική που διαχωρίζει τους ανθρώπους από τη χώρα και μετακυλά τις επιπτώσεις στους πολλούς.
Και η άλλη η προοδευτική που εντάσσει τους πολίτες σε ένα σχέδιο ανάπτυξης με κοινωνικά δίκτυα και δικαιοσύνη. Με απλά λόγια χώρα και λαός συνδιαμορφώνουν και υλοποιούν ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση
Να ζητήσουμε λοιπόν η Παναγία να βάλει το χέρι της, αλλά για ποιους;