«Κούρεμα» στις καταθέσεις και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα

Η κατάθεση χρημάτων σε τραπεζικό λογαριασμό συνιστά κατ' άρθρο 830 ΑΚ σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης του καταθέτη με την Τράπεζα, δηλαδή η Τράπεζα παραλαμβάνει από τον καταθέτη ένα χρηματικό ποσό, το οποίο λογίζεται για την Τράπεζα ως λήψη δανείου, αφού η τελευταία έχει την εξουσία να το χρησιμοποιεί, μέχρι να της ζητηθεί από τον καταθέτη να επιστραφεί σε αυτόν.

Πληθώρα προστατευτικών διατάξεων στη χώρα μας αλλά και στην ξένη έννομη τάξη παρέχουν εχέγγυα σχετικά με τη φερεγγυότητα των τραπεζών και προκρίνουν το συμφέρον του καταθέτη, σε σχέση με το συμφέρον της τράπεζας για διατήρηση της κατάθεσης. Κάθε σχέση καταθέτη-Τράπεζας προϋποθέτει αναπόδραστα σχέση εμπιστοσύνης, η οποία μάλιστα διακηρύσσεται πανηγυρικά και στα προοίμια όλων των Γενικών Όρων Συναλλαγών των Τραπεζών, βασισμένη στην αρχή της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών.

Η κρίση του 1929 και ο κλονισμός των καταθετών ως προς την αξιοπιστία των Τραπεζών τότε, ώθησε τον Έλληνα νομοθέτη να θεσπίσει με το νόμο 5076/1931 αυστηρές και περιοριστικές διατάξεις σχετικά με τις Τράπεζες προσπαθώντας να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη του κοινού στο αποταμιευτικό σύστημα.

Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από μεταγενέστερους νόμους και αποφάσεις, ώσπου το 1995 ρυθμίστηκε με την έκδοση του νόμου 2324/1995 το σύστημα εγγύησης καταθέσεων σε εφαρμογή της με αριθμό 94/14/ΕΟΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κωδικοποίηση έγινε με το νόμο 2832/2000) με στόχο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταθετών.

Ιδρύθηκε λοιπόν ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων (Τ.Ε.Κ.), εποπτευόμενο από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας, για να αναλάβει την καταβολή αποζημίωσης στους καταθέτες των πιστωτικών ιδρυμάτων, στην περίπτωση αδυναμίας των τελευταίων να αποδώσουν τα κατατεθειμένα χρηματικά ποσά.

Ενώ αρχικά ορίστηκε στο άρθρο 5 του νόμου ότι το Τ.Ε.Κ. καλύπτει τις Τράπεζες ώστε οι τελευταίες να μπορούν να εγγυηθούν μέχρι του ποσού των 20.000 ευρώ, με τον υπ' αρ. 3714/2008 νόμο τροποποιήθηκε το όριο αυτό μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ. Η εγγύηση αυτή ισχύει για την Ελλάδα μέχρι τις 31/12/2015.

Το «κούρεμα» των τραπεζικών καταθέσεων στην Κύπρο, τουλάχιστον στις καταθέσεις κάτω των 100.000 ευρώ, κλονίζει κατάφωρα τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και καθιστά αδικαιολόγητη τη θέσπιση σωρείας διατάξεων που έχουν εισαχθεί για την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης του αποταμιευτικού κοινού. Και όχι μόνο αυτών.

Πληθώρα νομοθετημάτων έχουν εκδοθεί δίνοντας προνόμια στις τράπεζες, οι οποίες ακριβώς λόγω της φερεγγυότητάς τους και της πίστης στις συναλλαγές που παρέχουν, αλλά και του μεγάλου κύκλου συναλλαγών που διαχειρίζονται, χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας από το νόμο, όπως π.χ. ότι επιτρέπεται να συμβάλλονται στις συμβάσεις δανείων με υψηλότερα επιτόκια απ' ό,τι συμβάλλονται οι εξωτραπεζικοί δανειστές, χωρίς τα επιτόκια αυτά να θεωρούνται αθέμιτα («τοκογλυφικά»).

Είναι σαφές ότι αν εκλείπει η απαραίτητη και αναμφισβήτητα προσδοκώμενη ασφάλεια που παρέχει η τράπεζα στους καταθέτες της, τότε δεν υπάρχει λόγος να χρήζει όλων των, διαφόρων ειδών, προνομίων από τη νομοθεσία και θα έπρεπε να γίνουν ριζικές αλλαγές σε όλους τους κανόνες που ρυθμίζουν την οργάνωση και λειτουργία των τραπεζών.

Ώστε να έχει και το κοινό τη δυνατότητα να επιλέξει τίμια αν θα καταθέσει τα χρήματά του σε αυτή, αν θα λάβει δάνεια από αυτή κ.ο.κ.

Και βέβαια οι νόμοι είναι αυτοί που κάνουν κάτι νόμιμο ή παράνομο και άρα η συμμόρφωση σε αυτούς είναι πάντα κάτι νόμιμο. Αυτό που δεν έχουν όμως καταφέρει οι νόμοι μέχρι σήμερα είναι να κάνουν το νόμιμο και ηθικό.


Ευγενία Φωτοπούλου,

Δικηγόρος LL.M.