Παγίδα για τον φορολογούμενο η «νέα» διαδικασία επίλυσης διαφορών
Της Aσπασίας Μάλλιου*
Με τον πρόσφατο πολυνόμο θεσπίζεται νέα προδικασία επίλυσης διοικητικών φορολογικών διαφορών. Έτσι, πλέον, ο υπόχρεος που αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη έχει εκδοθεί σε βάρος του από την φορολογική Αρχή, ασκεί υποχρεωτικά ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα διοικητικής επανεξέτασης από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης που συστήνεται στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων.
Παράλληλα, σύμφωνα με όσα ορίζονται στον νέο νόμο, με την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής βεβαιώνεται άμεσα από τη φορολογική Αρχή και καταβάλλεται ποσοστό 50% του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης. Για την μη καταβολή του ποσού, ο υπόχρεος δικαιούται να ασκήσει αίτηση διοικητικής αναστολής στην ίδια Υπηρεσία, επικαλούμενος ανεπανόρθωτη βλάβη.
Διαβάζοντας την νέα αυτή ρύθμιση, εύλογα αναρωτιέται κάποιος έως ποιο σημείο θα φτάσει η έκπτωση του κράτους δικαίου και ο περιορισμός του πυρήνα του ατομικού δικαιώματος έννομης προστασίας.
Όπως έχουμε πολλές φορές υπογραμμίσει, οι ιστορικές καταβολές του Συνταγματικού κανόνα της τυπικής νομιμότητας του φόρου (άρθρο 78 Σ.), επιβάλλουν την έκδοση της ατομικής φορολογικής πράξης μόνον μία φορά, καθώς και την απουσία οιουδήποτε ιεραρχικού διοικητικού ελέγχου κατά την έκδοσή της. Η ιστορική καταβολή της διάταξης αυτής προστατεύει τον φορολογούμενο από την αυθαιρεσία της εκτελεστικής εξουσίας. Πράγμα που συμβαίνει σε δημοκρατικά οργανωμένες κοινωνίες, όπου η επιβολή, βεβαίωση και είσπραξη του φόρου πρέπει να έχει την αμεσότερη δυνατή έγκριση της λαϊκής κυριαρχίας.
Πλήττεται ο συνταγματικός κανών
Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της προβλεπόμενης ενδικοφανούς προσφυγής και η ολοκλήρωση της έκδοσης καταλογιστικής πράξης από άλλη δημόσια υπηρεσία από αυτήν που πραγματοποίησε τον φορολογικό έλεγχο - και μάλιστα μετά τον έλεγχο του νόμω και ουσία βάσιμου των ενεργειών της φορολογικής Αρχής - πλήττει ευθέως τον οικείο Συνταγματικό κανόνα.
Παράλληλα, αυτή η νέα διάταξη περιορίζει ακόμη περισσότερο την δυνατότητα του φορολογούμενου να ζητήσει δικαστική προστασία. Για ποιόν λόγο, άραγε, θα πρέπει ο φορολογούμενος να περάσει τη βάσανο της προηγούμενης υποχρεωτικής διοικητικής κρίσης, πριν μπορέσει να προσφύγει στην ελληνική δικαστική εξουσία;
Για ποιο λόγο να υποστεί ο φορολογούμενος το βάρος αυτό, αφού ήδη η εμπειρία της λειτουργίας της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 70Α Ν.2238/1994 είναι αρνητική. Ιδίως, διότι, η Επιτροπή, αυτή, παρά τις προσπάθειές της και το περιορισμένο ποσοτικά αντικείμενό της (ασχολείται μόνο με υποθέσεις άνω των 300.000 ευρώ) δεν έχει τον απαιτούμενο χρόνο για να εξετάσει ουσιαστικά τα δυσχερή νομικά προβλήματα που της τίθενται.
Πώς το κράτος δικαίου ανέχεται την υποχρεωτική αυτή προδικασία, η οποία δημιουργεί αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη δυνατότητα του φορολογούμενου να προσφύγει στη δικαιοσύνη, ενώ παράλληλα βεβαιώνεται σε βάρος του το 50% του φορολογικού βάρους; Ιδίως, όταν λόγω του ενδικοφανούς χαρακτήρα της διαδικασίας, βεβαιώνεται σε βάρος του φορολογούμενου ποσό όχι από βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση του Δημοσίου, αλλά από πιθανόν μελλοντική του απαίτηση.
Ο φορολογούμενος προπληρώνει!
Ο φορολογούμενος καλείται να καταβάλει το 50% μιας απαίτησης του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ακόμη δεν έχει γεννηθεί, αφού όσο εκκρεμεί η προδικασία της ενδικοφανούς προσφυγής δεν έχει εκδοθεί ατομική εκτελεστή πράξη φορολογικού καταλογισμού. Εκτός, αν ο φορολογικός νομοθέτης είναι απολύτως βέβαιος ότι κάθε αίτηση φορολογούμενου στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης, θα απορριφθεί.
Οπότε και σε αυτή την περίπτωση, ο φορολογικός νομοθέτης θα μπορούσε να καταργήσει και κάθε δυνατότητα προσφυγής σε ιεραρχικά ανώτατη διοικητική Αρχή, ακόμη και στα δικαστήρια, αν αυτό του έμοιαζε βολικό, ώστε να μην ταλαιπωρούμαστε ή καθυστερούμε!
Επιπρόσθετα, η αχαρακτήριστη αυτή διάταξη κατασκευάζει και διοικητική διαδικασία χορήγησης αναστολών. Ο φορολογούμενος καλείται να καταβάλει το 50% μη γεννημένης απαίτησης, χωρίς νόμιμο τίτλο και μπορεί να ζητήσει, κατά τη διάταξη, προστασία όχι από τον φυσικό του δικαστή, αλλά από την εκτελεστική εξουσία. Προστασία δηλαδή από τον θύτη του...
Τέλος, κατά τον νομοθέτη, η παρουσία του φορολογούμενου και κυρίως η προηγούμενη ακρόασή του από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης δεν ορίζεται ως υποχρεωτική. Έτσι, ο «συμβιβασμός» κατά τα έως σήμερα οριζόμενα παύει να ισχύει. Η φορολογική διοίκηση δεν υποχρεούται πλέον να επανεξετάσει την εξατομίκευση του φορολογικού περιστατικού, αφού ακροασθεί προηγουμένως τον φορολογούμενο, και έτσι προσβάλλεται οξύτατα το δικαίωμα της προηγούμενη ακρόασης.
Μόνον ευχή μπορούμε να κάνουμε: Να καταργηθεί το συντομότερο δυνατόν αυτήν η διάταξη, η οποία προσβάλλει τη δημοκρατική συνείδηση του Ελληνικού Λαού. Η προσβολή αυτή δεν δικαιολογείται, ούτε γίνεται ανεκτή με την επίκληση οιουδήποτε λόγου επιτακτικής ανάγκης. Αυτή η εξαμβλωματική διάταξη δεν εξυπηρετεί την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κατάρρευσης του κράτους, αλλά δυστυχώς καλύπτει για μια φορά ακόμη την ανικανότητα του κρατικού μηχανισμού να ανταποκριθεί με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στον συνταγματικό θεσμικό του ρόλο.
Ιδίως, καλύπτει την προβλεπόμενη από τον Νομοθέτη καθυστέρηση εξέτασης των ενδικοφανών προσφυγών που μόλις θέσπισε, η οποία με τη σειρά της θα προκαλέσει καθυστέρηση στη ταμειακή προβεβαίωση, λόγω άσκησης προσφυγής στα δικαστήρια, ποσοστού 50% του καταλογισθέντος ποσού.
Επιτέλους, ας σοβαρευτούμε!
* Η Ασπασία Μάλλιου είναι δικηγόρος και εκδότης του νομικού περιοδικού «Δελτίον Φορολογικής Νομοθεσίας», www.dfn.gr
Διαβάστε επίσης: