Συνδικαλισμός του αύριο…
Σε μια εποχή υπεροχής του ατομισμού έναντι της συλλογικότητας, ο δημόσιος διάλογος για τη συμμετοχική διαδικασία, και δη υπό την ειδικότερη μορφή της συνδικαλιστικής δράσης, αποκτά αναμφίβολα προστιθέμενη αξία.
Της Ιωάννας Καλαντζάκου-Τσατσαρώνη*
Όχι μόνο γιατί συμβάλλει στην ενεργοποίηση όλων των δημιουργικών δυνάμεων μιας κοινωνίας, στοιχείο αναγκαίο για την υπέρβαση της κρίσης, αλλά και γιατί αναβαπτίζει τους κλονισμένους θεσμούς. Πέραν από οικονομική, η κρίση, εξάλλου, είναι πρωτίστως θεσμική.
Υπό τη δικηγορική μου ιδιότητα, θα ήταν ίσως λογικό να συνεισφέρω στο διάλογο αυτόν προς δύο κατευθύνσεις:
• Αφενός, τη νομική διάσταση και το θεσμικό πλαίσιο της συνδικαλιστικής ελευθερίας.
• Αφετέρου, τις προκλήσεις του ελληνικού δικηγορικού συνδικαλισμού μέσα από τη βιωματική εμπειρία της συμμετοχής μου στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΣΑ. Οι συνδικαλιστές δικηγόροι πρωτίστως είναι θεματοφύλακες του κύρους και του θεσμικού ρόλου του δικηγορικού επαγγέλματος μακριά από στενά συντεχνιακά συμφέροντα.
• Στη μεν πρώτη περίπτωση, ο συνδικαλισμός ως κεκτημένο έννομο αγαθό έχει επαληθευτεί διαχρονικά στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας. Οποιαδήποτε λοιπόν αναφορά θα ήταν εξ ορισμού ελλιπής, αποσπασματική και αναντίστοιχη με το πραγματικό αντικείμενο.
• Στη δεύτερη περίπτωση, το διακύβευμα επανήλθε προγραμματικά σε μια μακρά προεκλογική περίοδο με απόληξη της αρχαιρεσίες του ΔΣΑ τις δύο προηγούμενες εβδομάδες. Είναι γνωστό ότι τα προβλήματα που απασχολούν το δικηγορικό επάγγελμα είναι πολλά και δυσεπίλυτα. Αν προστεθεί σ'αυτά η λαίλαπα των φορολογικών και ασφαλιστικών μέτρων και η συνεχής απόπειρα περιθωριοποίησης και υπαλληλοποίησης των δικηγόρων είναι προφανές ότι η θεσμική εκπροσώπηση του κλάδου καθίσταται πολύ σημαντική.
Θα ήθελα όμως κατ'αρχήν να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις γενικές για τη συσχέτιση του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος με την κρίση που βιώνουμε. Πώς δηλαδή ο συνδικαλισμός λειτούργησε ως καταλύτης της, αλλά και αντιστρόφως, πώς μπορεί να αποτελέσει εργαλείο για τη διέξοδο από αυτήν.
Απάντηση στο διττό αυτό ερώτημα παρέχει νομίζω ο εντοπισμός των χαρακτηριστικών εκείνων που συνιστούν χρόνιες δομικές παθογένειές του. Με άλλα λόγια, τα στοιχεία που οδήγησαν στην εκτροπή του και τα οποία, αν θεραπευτούν, εγγυώνται στο μέλλον αυξημένη κοινωνική ειρήνη και πολιτική αποτελεσματικότητα.
Ποια είναι αυτά;
Τουλάχιστον στη Μεταπολίτευση, η οποία και αποτελεί τη περίοδο της θεσμικής του ωρίμανσης και πλήρους κατοχύρωσης, ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα υπήρξε δυστυχώς:
• Πρώτον, συγκρουσιακός και όχι συναινετικός.
Πάντοτε η συνδικαλιστική διεκδίκηση κατανοήθηκε ως απεργιακή πάλη και ποτέ ως προγραμματική συμμετοχή στη χάραξη μιας πολιτικής. Και ναι μεν οι εργασιακές σχέσεις δεν μπορούν εξ ορισμού να τεθούν σε συνεργατική βάση, αλλά αμφιβάλλει κανείς ότι στην Ελλάδα έγινε ιδεολογική καπηλεία που οδήγησε σε υπέρμετρη κοινωνική φόρτιση; Και όχι μόνο μεταξύ συνδικάτων και Κεντρικής Κυβέρνησης, αλλά και μεταξύ των ίδιων των συνδικάτων που αισθάνονταν ανέκαθεν ότι διαγκωνίζονται για «κομμάτια από την ίδια πίτα», με αποτέλεσμα τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού.
• Δεύτερον, κομματοκεντρικός και όχι κοινωνιοκεντρικός.
Αντί ο συνδικαλισμός να αποτελέσει φορέα πίεσης για τη διαμόρφωση πολιτικών, αποτέλεσε εκτελεστικό βραχίονα των κομμάτων στην κοινωνία. Η ορθή φορά αντιστράφηκε: δεν επηρέαζαν οι συνδικαλιστές τα κόμματα, αλλά τα κόμματα γεννούσαν συνδικαλιστές.
• Τέλος, αποσπασματικός και όχι μακροσκοπικός.
Τα αιτήματα αποσκοπούσαν πάντοτε στο στενό κλαδικό ή συντεχνιακό συμφέρον, χωρίς ποτέ να το εντάσσουν στη γενική πορεία της χώρας. Κατέτειναν ως επί το πλείστον σε βραχυπρόθεσμη ανακούφιση του θυμικού, και όχι σε μακρόπνοη αναπτυξιακή τροχιά. Δεν νοείται όμως συνδικαλισμός που αγνοεί το «γενικό κάδρο», δηλαδή αναπτύσσεται χωρίς εθνωφελή κίνητρα.
Το πόσο σημαντική είναι η ανάμιξη των κοινωνικών εταίρων σε τέτοιες μακροσκοπικές διεργασίες το αποδεικνύει η εμπειρία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και του όλου ενωσιακού κεκτημένου. Η ίδια η Συνθήκη αναγνωρίζει τους κοινωνικούς εταίρους ως συντελεστές του ενοποιητικού εγχειρήματος και τους καταλείπει ορισμένο όργανο στην αρχιτεκτονική της Ένωσης, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, για την εξασφάλιση του «διαρθρωμένου διαλόγου» πριν από την κίνηση της νομοθετικής διαδικασίας. Στο πλαίσιο αυτό της συμμετοχής σε μια μακροσκοπική διαδικασία κινείται και το CCBE. Το Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρωπαϊκής Ένωσης , στο οποίο έχω την τιμή εδώ και χρόνια να είμαι επικεφαλής της Ελληνικής Αντιπροσωπείας.
Πώς λοιπόν μεταβάλλεται μια τέτοια παγιωμένη κατάσταση;
Πώς αντιστρέφονται τα παραπάνω δίπολα ώστε ο συνδικαλισμός να αποκατασταθεί αξιολογικά αλλά και πραγματικά ως συναινετικός, κοινωνιοκεντρικός και μακροσκοπικός;
Δεν υπάρχουν ριζικές λύσεις, το γνωρίζουμε όλοι. Δεν πάσχει εξάλλου τόσο το θεσμικό πλαίσιο, ώστε να γίνει λόγος για νομοθετικές παρεμβάσεις, όσο οι προθέσεις από τις οποίες εμφορούνται οι άνθρωποι που συμμετέχουν και ενσαρκώνουν τους θεσμούς.
Μόνη οδός είναι επομένως η μεταβολή νοοτροπίας. Μάχη διαρκής, που ανάγεται σε τελική ανάλυση στη θεσμική παιδεία που προσλαμβάνουμε πολύ πριν την όποια συνδικαλιστική μας δραστηριότητα.
Αυτή η αλλαγή νοοτροπίας θα σημάνει όμως και την οριστική μετάβαση από τον «επαγγελματικό συνδικαλισμό», τον απεχθή και ανομιμοποίητο στη συνείδηση της κοινωνίας, στην αληθινή και συμμετοχική «Κοινωνία των Πολιτών», στον Τρίτο Πυλώνα της κοινωνίας, εκεί όπου συνδέεται η δημόσια με την ιδιωτική σφαίρα και εκεί όπου η υγιής προώθηση συμφερόντων και η πραγματική διάθεση προσφοράς βρίσκονται σε μια αδιάσπαστη ενότητα.
Νομίζω ότι η πρόκληση του μέλλοντος είναι να επανασυνδέσουμε τον συνδικαλισμό οποιασδήποτε μορφής με τον εθελοντισμό, μολονότι οι δύο έννοιες δεν μπορούν ποτέ να ταυτιστούν. Να κατανοήσουμε δηλαδή ότι τα ελατήρια και η ουσία του συνδικαλισμού βρίσκονται στην εξωστρεφή διάθεση προσφοράς και να αποδεχθούμε, όλοι όσοι συμμετέχουμε σε συνδικαλιστικά fora, ότι το προσωπικό μας ισοζύγιο πρέπει και θα είναι πάντα αρνητικό. Θα χάνουμε δηλαδή εμείς ως πρόσωπα ώστε να κερδίζουν οι φορείς και οι θεσμοί που εκπροσωπούμε.
Μόνο τότε θα ανακτήσουμε το κύρος μας στη συνείδηση της κοινής γνώμης. Το στοίχημα είναι μεγάλο. Ελπίζω η νέα Διοίκηση του Δ.Σ.Α. να συνεχίσει τον αγώνα της αναβάθμισης του θεσμικού ρόλου του δικηγόρου και ταυτόχρονα ν'αλλάξει σελίδα στον συνδικαλισμό.
* Η Ιωάννα Καλαντζάκου-Τσατσαρώνη είναι δικηγόρος, αντιπρόεδρος του ΔΣΑ και επικεφαλής της Ελληνικής αντιπροσωπείας στο Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρώπης.
Διαβάστε επίσης:
Ιωάννα Καλαντζάκου: Ευθύνη να ΄σαι Δικηγόρος