Η κρίση του τραπεζικού συστήματος
Του Προκόπη Παυλόπουλου - Καθηγητή και βουλευτή της ΝΔ (*)
Ουδείς μπορεί ν' αμφιβάλλει πια ότι βιώνουμε την κορύφωση της παραμορφωτικής στρέβλωσης του κλασικού καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Η στρέβλωση αυτή είναι απόρροια και της βασικής επιδίωξης του νεοφιλελευθερισμού να προκαλέσει πλήρη ανάπτυξη των αγορών χρηματοπιστωτικών προϊόντων, ανατρέποντας το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς κρατικού, lato sensu, ελέγχου των αντίστοιχων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Και μάλιστα, κατά προκλητική υποτίμηση της δραματικής εμπειρίας του κραχ του 1929.
Η πορεία ανατροπής του ως άνω νομοθετικού καθεστώτος ελέγχου των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ακολούθησε, grosso modo, την εξής διαδρομή:
Ι. Προηγήθηκε η ευθεία επέμβαση στο τραπεζικό σύστημα, όπως τούτο είχε δομηθεί, από πλευράς ελέγχου του, μέσω του νόμου Glass-Steagall.
Α. Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος Glass-Steagall ίσχυσε στις Η.Π.Α. μετά το 1933, με στόχο την προστασία της αμερικανικής οικονομίας από χρηματοπιστωτικές εκρήξεις ανάλογες εκείνης του 1929. Την προστασία αυτή επιτύγχανε το κατά τ' ανωτέρω νομοθέτημα μέσ' από την εμπέδωση της «τραπεζικής πίστης», δια της οδού της διασφάλισης των καταθέσεων ακόμη και σε περίπτωση χρεοκοπίας μιας τράπεζας. Το νόμο Glass-Steagall συμπλήρωσαν στην συνέχεια επιμέρους κανονισμοί λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος οι οποίοι, μεταξύ άλλων, οδήγησαν και στην καθιέρωση της βασικής διάκρισης μεταξύ «εμπορικών τραπεζών» κι «επενδυτικών τραπεζών», με τις πρώτες ν' αποτελούν την «ατμομηχανή» στην πορεία κατοχύρωσης της «τραπεζικής πίστης».
Β. Οι προαναφερόμενοι κανονισμοί διατήρησαν, grosso modo, και τον κανόνα της «κεφαλαιακής επάρκειας» ιδίως των εμπορικών τραπεζών. Ήτοι τον κανόνα ότι μια εμπορική τράπεζα –αντιθέτως προς την εντελώς σχετικοποιημένη παρουσία τέτοιων κανόνων στο πεδίο των επενδυτικών τραπεζών- οφείλει να εγγυάται, κατά συγκεκριμένο ποσοστό καθοριζόμενο κάθε φορά θεσμικώς, την αξία του συνόλου των καταθέσεων που δέχεται με την αξία των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων, τα οποία της ανήκουν. Έτσι ο καταθέτης, ο οποίος είναι ο κύριος τροφοδότης της εμπορικής τράπεζας μέσω των καταθέσεών του, είναι βέβαιος για την ασφαλή τοποθέτηση της κατάθεσής του, ακόμη και αν η τράπεζα χρεοκοπήσει, αφού η τραπεζική πίστη είναι δεδομένη στην βάση των ίδιων τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων, πέρα κι έξω από την συμβολή των καταθέσεων στο συνολικό κεφάλαιό της.
Γ. Μόλις όμως ξεκίνησε η προεδρία του Ronald Reagan, το 1980, και υπό την ακατάσχετη επιρροή νεοφιλελεύθερων χρηματοπιστωτικών αντιλήψεων, η διάκριση μεταξύ εμπορικών κι επενδυτικών τραπεζών άρχισε να καταργείται στην πράξη.
1. Την αφετηρία σηματοδότησε, το 1982, ο νόμος Garn-St Germain, τον οποίο ο ίδιος ο Reagan, οπαδός της νεοφιλελεύθερης «απορρύθμισης» στην οικονομία, χαρακτήρισε ως «το πρώτο βήμα ενός ολοκληρωμένου προγράμματος χρηματοπιστωτικής απορρύθμισης». Με το νόμο αυτόν «χαλάρωσαν» οι περιορισμοί του νόμου Glass-Steagall ως προς τα είδη δανείων που μπορούν να χορηγούν οι εμπορικές τράπεζες, φυσικά προς την κατεύθυνση δανείων υψηλότερου χρηματοπιστωτικού κινδύνου.
2. Την «ταφόπλακα» στη διάκριση μεταξύ εμπορικών και επενδυτικών τραπεζών έβαλε επί της προεδρίας του ο Bill Clinton, όταν πλέον και κατάργησε όλους, σχεδόν, τους κανονισμούς οι οποίοι θεσμοθετούσαν την διάκριση αυτή (νόμος Gramm-Leach-Bliley του 1999). Και κάπως έτσι στις ΗΠΑ –και όχι μόνο, λόγω της τεράστιας επιρροής του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό γίγνεσθαι- και οι εμπορικές τράπεζες μπήκαν για τα καλά στους «πειρασμούς» εξαιρετικά επικίνδυνων επενδυτικών συμπεριφορών. Σήμερα ο Barak Obama επιχειρεί να γυρίσει πίσω, στις ρίζες της προμνημονευόμενης διάκρισης που, το 1933, στήριξε την τραπεζική πίστη στις ΗΠΑ.
ΙΙ. Δυστυχώς, το νεοφιλελεύθερο αυτό «πρότυπο» κατάργησης του κρατικού ελέγχου επί των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων επηρέασε –κι εξακολουθεί ακόμη περισσότερο να επηρεάζει- την όλη δομή και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, πρωτίστως λόγω των γερμανικής «έμπνευσης» στοχεύσεων. Στοχεύσεων, οι οποίες αποβλέπουν από τη μια πλευρά στο να μην έχει η ΕΚΤ δυνατότητες υιοθέτησης πρακτικών ποσοτικής χαλάρωσης ανάλογες μ' εκείνες της Fed. Και, από την άλλη πλευρά, στο να μείνει στο απυρόβλητο ενός αποτελεσματικού ευρωπαϊκού κεντρικού τραπεζικού ελέγχου το γερμανικό τραπεζικό σύστημα.
Κάπως έτσι:
Α. Η ΕΚΤ δεν έχει τις ουσιαστικές εκείνες αρμοδιότητες -και τ' ανάλογα μέσα- οι οποίες θα της επέτρεπαν ν' αντιδράσει αποτελεσματικώς στις κερδοσκοπικές επιθέσεις των «αγορών» εναντίον των κρατικών ομολόγων των μελών της Ευρωζώνης, και όχι μόνον. Ιδίως δε στερείται της δυνατότητας έκδοσης «ευρωομολόγου» οιασδήποτε μορφής, πράγμα το οποίο σηματοδοτεί και το πιο χαρακτηριστικό μειονέκτημά της έναντι της Fed.
Β. Παρά τις σχετικώς πρόσφατες θεσμικές παραβάσεις στο πεδίο του πρωτογενούς και παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου, ο έλεγχος της ΕΚΤ επί του τραπεζικού συστήματος των κρατών-μελών της Ευρωζώνης παραμένει μάλλον χαλαρός. Και ως προς το γερμανικό τραπεζικό σύστημα, όπως προεκτέθηκε, ουσιαστικά αναιμικός.
ΙΙΙ. Η υπό τους όρους αυτούς εγκατάλειψη του προγενέστερου προστατευτικού νομοθετικού καθεστώτος κρατικού ελέγχου των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων «απελευθέρωσε», δίχως ελεγκτικούς φραγμούς πλέον, τις μεταξύ τους συναλλαγές καθώς και τις συναλλαγές τους με τις «αγορές» κατά την αγοραπωλησία παράγωγων χρηματοπιστωτικών προϊόντων.
Α. Μια τέτοια «απελευθέρωση» έχει οδηγήσει και στην «απελευθέρωση» της σύναψης επενδυτικών συμβάσεων, οι οποίες προσφέρουν δήθεν «επενδυτικές ευκαιρίες», με τη μορφή αμιγώς στοιχηματικού χαρακτήρα «επενδυτικών προϊόντων». Ήτοι προϊόντων που εξυπηρετούν κερδοσκοπικούς στόχους, οι οποίοι κινούνται συνήθως στα όρια του οικονομικού τυχοδιωκτισμού. Οι κίνδυνοι από την, ολοένα εντεινόμενη μάλιστα, διακίνηση των προϊόντων αυτών είναι τόσο περισσότερο ορατοί, όσον η απουσία του κρατικού ελέγχου επί των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δεν επιτρέπει, κυρίως στους μικρότερους από πλευράς οικονομικής δύναμης επενδυτές, να γνωρίζουν αν και κατά πόσον τα κατά περίπτωση χρηματοπιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν πραγματικά τ' απαιτούμενα κεφάλαια για την κάλυψη των in concreto αναλαμβανόμενων εκ μέρους τους χρηματοπιστωτικών κινδύνων.
Β. Και μάλλον ματαίως –τουλάχιστον ως τώρα- επιχειρείται, προς διόρθωση των προεκτεθέντων μειονεκτημάτων του νεοφιλελεύθερου χρηματοπιστωτικού προτύπου, η θέσπιση κανόνων επιστροφής στο προγενέστερο προστατευτικό νομοθετικό καθεστώς, ιδίως ως προς την κεφαλαιακή επάρκεια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Και τούτο διότι τα υιοθετούμενα θεσμικά μέσα δεν διαθέτουν την απαιτούμενη κανονιστική αποτελεσματικότητα. Συγκεκριμένα, τα μέσα αυτά φέρουν περισσότερο τα χαρακτηριστικά οιονεί «πολιτικών αποφάσεων», και όχι τόσο κανόνων που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις μιας lex perfecta. Άκρως αντιπροσωπευτικά της ως άνω τραυματικής χρηματοπιστωτικής εμπειρίας είναι, για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, τα παραδείγματα των Κανονισμών 236/2012, ως προς την ρύθμιση των συμβολαίων ανταλλαγής κρατικού πιστωτικού κινδύνου. Και 648/2012, ως προς τα παράγωγα συμβόλαια που έχουν ως αντικείμενο την αντιμετώπιση των κινδύνων κρατικών χρεωστικών τίτλων.
Υπό τα δεδομένα που προεκτέθηκαν, η σύγχρονη τραπεζική κρίση στο πλαίσιο της Ευρωζώνης –και, συνακόλουθα, της Ευρωπαϊκής Ένωσης- δεν πρόκειται να λήξει οριστικά αν δεν επέλθει μια ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ εμπορικών κι επενδυτικών τραπεζών, βασισμένη σε στέρεα θεσμικά θεμέλια. Διάκριση, την οποία θα εγγυάται εποπτικώς η ΕΚΤ, εφοδιασμένη βεβαίως με τα κατάλληλα, επίσης θεσμικά, μέσα ελέγχου. Τα οποία όμως, όπως ήδη επισημάνθηκε, κάθε άλλο παρά διαθέτει σήμερα. Θα εκπέμψει λοιπόν ο Μάριο Ντράγκι το, ήδη καθυστερημένο, άκρως επείγον σήμα κινδύνου;
(*) Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ», τ. 261 της 30/10/2014