Ο παραγωγικός ιστός της χώρας ασφυκτιά
Γεώργιος Βλάχος, Τομεάρχης Εμπορίου Νέας Δημοκρατίας, πρ. Υφυπουργός Ανάπτυξης
Η χώρα μας βρίσκεται σε μια από τις κρισιμότερες –ίσως στην κρισιμότερη- καμπή της σύγχρονης ιστορίας της. Ταλανίζεται από σημαντικά προβλήματα τα οποία δεν αφορούν μόνο στην οικονομία της αλλά έχουν προεκτάσεις κοινωνικές και πολιτικές. Είναι προφανές, πως υπάρχει κοινωνική αναταραχή, με τους πολίτες να εκφράζουν τις ανησυχίες τους και την αντίθεσή τους στην Κυβερνητική πολιτική, αφού βλέπουν πως οι τεράστιες θυσίες, στις οποίες έχουν υποβληθεί μέχρι σήμερα, δεν έχουν φέρει κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Αντιθέτως έχουν βυθίσει τη χώρα σε μεγαλύτερη ύφεση, με τα εισοδήματα των πολιτών – ειδικά μετά την πρόσφατη ψήφιση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος – να περικόπτονται δραματικά.
Η Κυβέρνηση, με την πολιτική που ακολουθεί δεν έχει κατανοήσει πως οι αριθμοί μπορεί να βελτιώνονται, όμως ολόκληρος ο παραγωγικός ιστός της Ελληνικής οικονομίας ασφυκτιά αναζητώντας απεγνωσμένα μια ελπίδα ανάκαμψης και προοπτικής. Η Κυβέρνηση δεν έχει κατανοήσει πως η μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, ουσιαστικά θέτει σε κίνδυνο ολόκληρο τον οικονομικό κύκλωμα της χώρας, αφού ένας σημαντικός κρίκος της συγκεκριμένης αλυσίδας ο οποίος είναι τα «νοικοκυριά» αδυνατεί να διαδραματίσει τον ρόλο του, που είναι να καταβάλει ένα μέρος των χρημάτων του, για να αγοράσει αγαθά και υπηρεσίες που παράγουν οι επιχειρήσεις, αφού και η ανεργία καλπάζει αλλά και τα εισοδήματα –αυτών που εργάζονται – είναι πενιχρά.
Δυστυχώς στις ιδιάζουσες σημερινές συνθήκες ο Έλληνας πολίτης και κατά συνέπεια ο Έλληνας καταναλωτής, αντί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανοικοδόμηση της οικονομίας λογίζεται από την Κυβέρνηση μόνο ως «πηγή εσόδων» και αποτελεί εύκολο στόχο για την επιβολή φοροεισπρακτικών μέτρων. Η Κυβέρνηση δείχνει ανήμπορη να προστατεύσει αποτελεσματικά τον Έλληνα καταναλωτή. Όποιες πρωτοβουλίες και αν πήρε όχι μόνο δεν έφεραν τα επιθυμητά –για τους καταναλωτές- αποτελέσματα, τουναντίον δημιούργησαν συγχύσεις και σε κάθε περίπτωση διατήρησαν τις στρεβλώσεις που ήδη προϋπήρχαν. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι, οι όποιες Κυβερνητικές πρωτοβουλίες είχαν ως στόχο να βελτιώσουν μια κατάσταση σε βραχυπρόθεσμο διάστημα – προκείμενου να δείξει η Κυβέρνηση την αποτελεσματικότητά της – και σε καμία περίπτωση δεν ήταν απόρροια σωστής συλλογιστικής με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί η επιβολή πλαφόν –αλλά και η πρόσφατη κατάργηση του- στις τιμές των καυσίμων.
Η Κυβέρνηση από την αρχή της διακυβέρνησής της μέχρι και σήμερα, δεν έχει καταφέρει σε κανένα σημείο να ελέγξει αποτελεσματικά τις τιμές των καυσίμων. Μάλιστα, η αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ και η επιβολή πρόσθετου φόρου στα καύσιμα -σε συνδυασμό πάντα με την αύξηση της τιμής του πετρελαίου διεθνώς- οδήγησαν τις εγχώριες τιμές καυσίμων στα ύψη, κατατάσσοντας την χώρα μας ως την δεύτερη ακριβότερη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Κυβέρνηση αδυνατώντας να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αντιμετώπισης της αισχροκέρδειας αλλά και της έντονης παραβατικότητας στις αντλίες υγρών καυσίμων κατέφυγε πριν από περίπου δύο μήνες στην απλουστευτική λύση της επιβολής πλαφόν.
Τέτοιου είδους μέτρα, προφανώς και θα μειώσουν την τιμή των καυσίμων βραχυπρόθεσμα, όμως σε καμία περίπτωση δε δίνουν λύση στο πρόβλημα αφού αντί να υπάρξει ουσιαστικός έλεγχος και άμεση αντιμετώπιση των παθογενειών του συστήματος μεταφοράς και πώλησης υγρών καυσίμων, ουσιαστικά οι στρεβλώσεις παραμένουν και δυστυχώς διογκώνονται με «θύμα» τον Έλληνα καταναλωτή. Άλλωστε μετά την πρόσφατη κατάργηση του πλαφόν που προχώρησε η ηγεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας υπήρξε όργιο κερδοσκοπίας στην αγορά καυσίμων. Σύμφωνα με το παρατηρητήριο τιμών καυσίμων, η μέση τιμή της αμόλυβδης βενζίνης ανέβηκε στα 1,665€/ λίτρο, από το 1,652€/λίτρο που βρίσκονταν όταν ήταν σε ισχύ το πλαφόν, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,3 λεπτά το λίτρο. Μάλιστα σε νησιωτικές περιοχές η τιμή της αμόλυβδης ξεπέρασε και το 1,90€/λίτρο.
Η τεράστια αυτή «ψαλίδα» στις τιμές των καυσίμων μεταξύ Αθηνών και νησιών σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, ιδιαίτερα αν συνυπολογιστεί και το γεγονός πως τα νησιά έχουν χαμηλότερο συντελεστή ΦΠΑ. Αποτελεί γεγονός πως όταν πριν δυο χρόνια η τιμή του αργού πετρελαίου είχε εκτιναχθεί στα 150 δολάρια/βαρέλι η μέση τιμή της αμόλυβδης βενζίνης ήταν περίπου 1€/λίτρο. Σήμερα, που η τιμή του αργού πετρελαίου είναι κοντά στα 117 δολάρια/ βαρέλι η μέση τιμή της αμόλυβδης διαμορφώνεται περίπου στο 1,71 €/ λίτρο με την ελάχιστη τιμή –σύμφωνα με τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών Υγρών Καυσίμων- να ξεκινά από τα 1,58 €/λίτρο και την μέγιστη να διαμορφώνεται στα 1,889€/λίτρο.
Είναι φανερό πως τέτοιου είδους παρεμβατικές πολιτικές μόνο μικροκομματικές σκοπιμότητες μπορούν να εξυπηρετήσουν και τίποτα περισσότερο. Το ζήτημα του ελέγχου της τιμής των καυσίμων χρήζει μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης, όχι μόνο γιατί αποτελεί κύρια πηγή εσόδων για το κράτος αλλά γιατί επηρεάζει άμεσα και έμμεσα την τιμή προϊόντων και υπηρεσιών αλλά και οικογενειακών προϋπολογισμών. Για το λόγο αυτό προτείναμε στην Κυβέρνηση μια σειρά από μέτρα σχετικά με τις τιμές των καυσίμων διότι πιστεύουμε πως απαιτείται θεσμική θωράκιση της διακίνησης και εμπορίας καυσίμων σε όλα τα στάδια, έτσι ώστε να εξασφαλίζονται ο υγιής ανταγωνισμός, καθώς και τα συμφέροντα του καταναλωτή.
Συγκεκριμένα προτείναμε στην Κυβέρνηση:
(α) Μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ), αφού τα έσοδα από τον ΦΠΑ -λόγω υψηλότερων τιμών- θα αυξηθούν, (β) Πραγματοποίηση κοστολογικών ελέγχων, ούτως ώστε κάθε μείωση του ποσοστού κέρδους και κομίστρων, να φθάνει στον καταναλωτή, (γ) Χρήση δεξαμενών καυσίμων τρίτων, στα νησιά και στις απομακρυσμένες περιοχές, (δ) Εφαρμογή του συστήματος εισροών-εκροών, προκειμένου να μπει οριστικό τέλος στην κλοπή και λαθρεμπορία από πρατήρια, που θα έχει ως αποτέλεσμα τη στήριξη του υγιούς ανταγωνισμού, (ε) Ολοκλήρωση της λειτουργίας του συστήματος «Ποσειδώνας», για την τηλεματική παρακολούθηση και τον έλεγχο διακίνησης ναυτιλιακών καυσίμων (πετρέλαιο ναυτιλίας), (στ) Επέκταση του συστήματος «Ποσειδώνας» στα καύσιμα των αεροπλάνων, (ζ) Εγκατάσταση συστήματος προσδιορισμού (G.P.S) στα βυτιοφόρα, καθώς και ηλεκτρονική σφράγιση των βυτίων, (η) Κίνητρα τόσο για τη λειτουργία πρατηρίων υγραερίου και φυσικού αερίου όσο και για τη μετατροπή αυτοκινήτων, (θ) Προώθηση της πετρελαιοκίνησης στα επιβατικά αυτοκίνητα σε όλη τη χώρα, με τις προδιαγραφές που ισχύουν στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και (ι) Επανεξέταση της διακίνησης αφορολόγητων καυσίμων (πετρέλαιο), στις εξόδους της χώρας προς Τουρκία, Αλβανία, Π.Γ.Δ.Μ (Σκόπια).
Είναι προφανές πως μέτρα για την αντιμετώπιση της καταστρατήγησης του ανταγωνισμού υπάρχουν, το ζήτημα πλέον είναι αν υπάρχει και η ανάλογη βούληση από την πλευρά των αρμόδιων φορέων προκειμένου να δοθεί άμεση λύση στο πρόβλημα. Από την πλευρά μας, υποστηρίζουμε την θέση μας για ενδελεχή έλεγχο και εποπτεία σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, είτε αφορά στα καύσιμα είτε αφορά σε άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες. Για το λόγο αυτό άλλωστε εκφράσαμε και την αντίθεσή μας, στις προθέσεις της Κυβέρνησης να καταργήσει την υποχρέωση των επιχειρήσεων να υποβάλλουν άμεσα στις υπηρεσίες του υπουργείου τα κοστολογικά τους στοιχεία.
Το μέτρο αυτό είχε ως στόχο να δώσει στις αρμόδιες αρχές μια πλήρη και αντιπροσωπευτική εικόνα για τον τρόπο που διαμορφώθηκε η τιμή τους. Είναι απαραίτητο, κάθε προϊόν (αγαθό ή υπηρεσία) να έχει διαθέσιμο προς έλεγχο – εάν και εφόσον ζητηθεί – τα απαραίτητα στοιχεία διαμόρφωσης της τιμής του. Για τα παραγόμενα στην Ελλάδα προϊόντα, είναι κομβικής σημασίας η ύπαρξη φακέλου κοστολόγησης και διαμόρφωσης της τιμής του (με όποιο τρόπο κρίνεται προσφορότερος αναλόγως των συνθηκών) ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου του ποσοστού κέρδους κάθε προϊόντος. Αυτό προδήλως δεν θα συνιστά όριο κέρδους αλλά εργαλείο αξιολόγησης εκ μέρους του καταναλωτή για την επιλογή του. Είναι αυτονόητη η επικαιροποίηση των σχετικών φακέλων, κάθε φορά που αλλάζουν κάποια στοιχεία διαμόρφωσης κόστους. Για τα εισαγόμενα προϊόντα από εταιρείες που δραστηριοποιούνται στα πλαίσια ομίλων ή δικτύων, η θεσμική πρωτοβουλία για τον έλεγχο των ενδο-ομιλικών συναλλαγών (transfer – prising) παρέχει ένα ασφαλές εργαλείο ελέγχου για την τεκμηρίωση της τιμής στα πλαίσια τέτοιων συναλλαγών, προκειμένου να είναι γνωστή η τιμή του προϊόντος σε κάθε χώρα που δραστηριοποιείται ο όμιλος ή δίκτυο. Επιπρόσθετα, για τα εισαγόμενα προϊόντα με βάση διμερείς συναλλαγές μεμονωμένων επιχειρήσεων, είναι απαραίτητο οι τιμές να αναγράφονται επί των σχετικών παραστατικών, όπου υποχρεωτικά πρέπει να αναγράφεται επίσης και κάθε παροχή (μείωσης τιμής) έκπτωση για να γνωρίζει η πολιτεία (άρα και οι πολίτες) την πραγματική τιμή (καθαρή τιμή) του προϊόντος.
Η κατάργηση της σχετικής ρύθμισης ουσιαστικά δίνει «ελευθερία» στους παραγωγούς, εμπόρους κλπ να κοστολογούν το προϊόν τους κατά το δοκούν, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως δεν θα υπάρξει καμία κύρωση για την ενέργειά τους αυτή. Είναι γνωστό πως στη λειτουργία μιας ελεύθερης αγοράς δεν γίνονται παρεμβάσεις για τον προσδιορισμό των τιμών. Αυτές διαμορφώνονται ελεύθερα με βάση την προσφορά και τη ζήτηση. Υπάρχουν όμως συνθήκες, συχνά στρεβλωτικές, όπως π.χ. οι εναρμονισμένες πρακτικές (καρτέλ) και τα κάθε είδους μονοπώλια/ολιγοπώλια, οι οποίες πλήττουν καίρια κάθε προσπάθεια υγιούς ανταγωνισμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις – και μόνο σε αυτές - είναι επιβεβλημένες ρυθμιστικές προβλέψεις και διοικητικές ενέργειες, οι οποίες θα εστιάζουν ασφαλώς όχι στην κρατική διαμόρφωση των τιμών αλλά σε όλες τις πτυχές λειτουργίας της αγοράς είτε αφορούν την επιχειρηματική συμπεριφορά είτε αφορούν την ποιότητα και ασφάλεια των προσφερομένων αγαθών και υπηρεσιών.