Αντίο φίλε!
Του Κώστα Τσιτούνα - Δημοσιογράφου
Τώρα πλέον είναι πολύ αργά... Ό,τι και να πω, ό,τι και να γράψω θα είναι μισές λέξεις...
Μισές λέξεις χωρίς κανένα νόημα κι αξία.
Θα μου πεις γιατί τα γράφω...
Γιατί είμαι μαλάκας δημοσιογράφος, πάσχω από την ίδια ασθένεια.
Εσύ ξέρεις, γιατί βρεθήκαμε στο πεζοδρόμιο από την πρώτη μέρα που μπήκες στη δουλειά.
Εσύ ξέρεις γιατί φάγαμε το «ελεύθερο» με το κουτάλι και μου ‘χες πάντα εμπιστοσύνη, ακόμα κι όταν οι εξελίξεις επέβαλαν καταστάσεις δημοσιογραφικού πανικού.
«Μην παίζεις ρε μαλάκα το παιχνίδι τους, να ‘σαι ψύχραιμος... την είδηση τη δίνεις εσύ μπροστά από την κάμερα, όχι οι ντενεκέδες από το στούντιο»...
Γελούσες κι έσκυβες, δίπλωνες απ’ τα γέλια... χαράματα, 5 το πρωί στα χιόνια, σε σεισμούς, σε πλημμύρες, σε φωτιές....
Το τι μαλακίες ακούσαμε και αποτρέψαμε στα μεγάλα γεγονότα μόνο εμείς το ξέρουμε...
Κι αυτή σου η μανία για ρεπεράζ πριν από κάθε «ζωντανό» με σκότωνε ρε φίλε:
-Ρε μαλάκα δεν βαριέσαι; Ποιο ρεπεράζ; Θα πάμε το πρωί κατευθείαν...
Ναι, κάποτε κάναμε και ρεπεράζ...
Σήμερα το μεσημέρι μου ‘στειλε μήνυμα ο Λευτέρης ότι σε χτύπησαν στην Κηφισίας...
«Όχι ρε πούστη μου». Αυτή ήταν η πρώτη μου αντίδραση.
Μετά κενό.
Δεν σκέφτηκα ό,τι η δημοσιογραφία έχασε έναν πολύ καλό συνάδελφο και διάφορες άλλες μπούρδες.
Σκέφτηκα ότι έχασα ένα φίλο, σκέφτηκα την οικογένειά σου, το παιδί σου ρε μάγκα.
Αυτά σκέφτηκα και δεν μπορώ να αρθρώσω κουβέντα.
Μόνοι δυο λέξεις μου ‘ρχονται στο νου.
Πάρε χαρτί και μολύβι και σημείωνε:
«Καβάλα απάνω σε ίσκινα άλογα τους ίσκιους κυνηγούμε•
ίσκιος κι ο θάνατος, και κυνηγάει τον ίσκιο της ζωής μας».
Λάμπρο, σκίσε το χαρτάκι και κράτα το, μην το πεις στο ζωντανό...