«Ο ρόλος των νομικών στο Μακεδονικό και η αβάσταχτη τεχνική ελαφρότητά τους»
Γράφει ο Αντώνης Τζανακόπουλος - Αναπληρωτής Καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου - Νομική Σχολή Παν/μίου Οξφόρδης
Είναι αυτή η τεχνική διάσταση η οποία στο άρθρο του ίδιου καθηγητή στην ίδια εφημερίδα μόλις προχθές, 11 Ιουνίου, είναι εξαιρετικά ελλιπής. Ο κύριος Γεραπετρίτης γράφει συγκεκριμένα ότι «με μόνη την υπογραφή της από την κυβέρνηση (και ανεξαρτήτως της κύρωσής της), η διεθνής συνθήκη δεσμεύει τη χώρα και δημιουργεί ζήτημα διεθνούς ευθύνης σε περίπτωση μη τήρησης των συμφωνηθέντων. Συνεπώς, η κυβέρνηση δεσμεύει διεθνώς τη χώρα με την υπογραφή και η Βουλή την καθιστά εσωτερικό δίκαιο με την κύρωση».
Οι προτάσεις αυτές φανερώνουν βαθειά άγνοια της διαδικασίας δέσμευσης κράτους από διεθνή σύμβαση κατά το διεθνές εθιμικό δίκαιο, όπως αυτό άλλωστε αποτυπώνεται στη Σύμβαση της Βιέννης του 1969 για το δίκαιο των διεθνών συνθηκών.
Με απλά λόγια, διεθνής σύμβαση που προβλέπει διαδικασία κύρωσης καθίσταται διεθνώς δεσμευτική μόνο από την κύρωσή της σε διεθνές επίπεδο.
Η κύρωση αυτή (ratification) είναι διεθνές βήμα, που πραγματοποιείται με την ανταλλαγή ή αποστολή οργάνων κυρώσεως (instruments of ratification), δεν είναι φυσικά η ίδια διαδικασία με την εθνική διαδικασία επικύρωσης από τη Βουλή κατ’ ά. 28 παρ. 1 του Συντάγματος, στην οποία αναφέρεται ο καθηγητής Γεραπετρίτης. Περαιτέρω, η σύμβαση μπορεί να περιέχει επιπλέον βήματα για τη θέση της σε ισχύ, με αποτέλεσμα να παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα μόνο από την πλήρωση αυτών των επιπλέον βημάτων.
Τα παραπάνω είναι ξεκάθαρα στα ά. 14 κ 24 της Σύμβασης της Βιέννης, και επαφίεται στα κράτη που συνομολογούν τη σύμβαση να προβλέψουν όσα βήματα επιθυμούν, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η σύμβαση δεν θα ξεκινήσει να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της προτού και τα δύο ή περισσότερα μέρη εκπληρώσουν ή ολοκληρώσουν όλα τα βήματα που απαιτεί η συνταγματική τους τάξη, η πολιτική συμφωνία μεταξύ τους, κλπ. Τα αυτά δε προβλέπει και το Σύνταγμα της χώρας μας, όπου ρητά αναφέρεται ότι οι διεθνείς συμβάσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού δικαίου με υπερνομοθετική ισχύ «από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς».
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μόνη η υπογραφή διεθνούς συμβάσεως προ της κύρωσής της και της θέσης της σε ισχύ σύμφωνα με τις διατάξεις της ουδόλως δεσμεύει τα μέρη, ούτε δημιουργεί διεθνή ευθύνη σε περίπτωση μη τήρησης των συμφωνηθέντων. Αντίθετα, η μόνη διεθνής υποχρέωση που προκύπτει από την υπογραφή είναι η υποχρέωση περί μη αποστέρησης της συνθήκης από το αντικείμενο και το σκοπό της πριν τη θέση της σε ισχύ (ά. 18 Σύμβασης Βιέννης)—ή απλώς, η καλή τη πίστει προσπάθεια να πληρωθούν οι προϋποθέσεις θέσης της σε ισχύ.
Είναι προφανές ότι αν τα παραπάνω ισχύουν—που ισχύουν—όλη η θεσμικοφανής επιχειρηματολογία του καθηγητή Γεραπετρίτη στερείται οιασδήποτε βάσης. Η «θεσμική ελαφρότητα» για την οποία ο καθηγητής εγκαλεί την κυβέρνηση είναι μόνο απόρροια της δικής του τεχνικής ελαφρότητας σε ζητήματα διεθνούς δικαίου που καταφανώς δεν γνωρίζει.