Καημένη μάνα... συγγνώμη
Καημένη ΜΑΝΑ είσαι μόνη σου, μην περιμένεις τίποτα από ΠΟΥΘΕΝΑΔΕΣ που κρύβονται πίσω από την ασφάλεια διπλωματικών δηλώσεων...
Σε είδα στο βίντεο να ζητάς πίσω το γιο σου κι ένιωσα ένα κόμπο στο στέρνο.
Ότι και να σου πω είναι λίγο.
Είσαι μόνη σου μάνα.
Μη ζητάς απο δειλούς να βγουν μπροστά.
Μην περιμένεις από κανένα να σε στηρίξει, να σου πει μια κουβέντα αγάπης τούτες της ώρες.
Έχουν κρυφτεί μάνα πίσω από τα γραφεία τους και τη βουλευτική τους αποζημίωση.
Όλοι τους. Κι ο Αλέξης κι ο Πάνος κι ο Κυριάκος και ο Προκόπης.
Είναι μόνο για γιορτές και πανηγύρια, ξέχασέ τους.
Κάνουν ασκήσεις θάρρους στον καθρέφτη τους, αλλά μπροστά, δεν θα βγουν ποτέ μπροστά. Δεν βγήκαν ποτέ άλλωστε.
Δοξάστηκαν κρυπτόμενοι παντού.
Δεν το λέει η καρδούλα τους, μάνα.
Έχουν μάθει να σκύβουν το κεφάλι, ο ραγιαδισμός είναι στο αίμα τους.
Σε είδα να μιλάς με τον βουλευτή του κόμματος LSI, τον Βαγγέλη Τάβο:
«Κάνω έκκληση για τον γιο μου. Θέλω να μου έρθει το γρηγορότερο στο σπίτι. Να το θρηνήσω, να το αγκαλιάσω το παιδί μου. Τι το κρατάνε το παιδί μου; Γιατί το κρατάνε Βαγγέλη, γιατί δεν φωνάζετε όλοι; Θέλω να δικαιώσω το παιδί μου» λέει η μητέρα του Κωνσταντίνου Κατσίφα. «Δεν έκανε τίποτα, έβαλε πέντε σημαίες στο χωριό. Ήθελε τον τόπο του, το χωριό του. Να ζούμε με το φόβο;».
Σε άκουσα καλά που του είπες «γιατί δεν φωνάζετε όλοι Βαγγέλη;».
Άχ καημένη μάνα, δεν ξέρεις...
Δεν είσαι μόνο εσύ μόνη σου... όλοι εκεί πάνω είστε μόνοι σας, λυπάμαι που στο λέω.
Βάστα. Ο θάνατος αγαπημένων προσώπων, πάντα γίνεται ζωή, αθάνατη.
Το επιβλητικό σου ξέσπασμα είναι απόσπασμα αρχαίας τραγωδίας, είναι κομμάτι από τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου...
Να, κι εγώ που σου γράφω τώρα είμαι πολύ λίγος μάνα... Δειλός είμαι κι εγώ...
Σου ζητώ μόνο να με συγχωρέσεις.
Σκύβω ευλαβικά το κεφάλι μου πάνω στα μαύρα ρούχα σου, μπροστά στα παγωμένα χέρια σου και ζητώ ταπεινά συγγνώμη που η Πατρίδα σου δεν θέλει να σε βοηθήσει...
«...Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ’ αργασμένα μπράτσα
και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.
Αχ, γιε μου, πια δε μου ’μεινε καμιά χαρά και πίστη,
και το χλωμό και το στερνό καντήλι μας εσβήστη.
Και, τώρα, επά σε ποια φωτιά τα χέρια μου θ’ ανοίγω,
τα παγωμένα χέρια μου ναν τα ζεστάνω λίγο;».
Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος - Μάης 1936