Το χειρότερο για την Ελλάδα είναι ότι δεν έχουμε κάπου να ακουμπήσουμε.
Το χειρότερο για την Ελλάδα και για όσους ζούμε σε αυτήν την πανέμορφη χώρα είναι ότι σε αυτήν την εποχή της έκπτωσης αξιών, του διεθνούς χλευασμού της Ελλάδας, της εθνικής μας απαξίωσης, σε αυτήν την εποχή της σκουριάς και της οδύνης δεν έχουμε κάπου να ακουμπήσουμε.
Δεν έχουμε πρόσωπα – φάρους, ανθρώπους που θα μας δώσουν με την παρουσία τους το μήνυμα ότι αυτή η χώρα έχει μέλλον και δεν είναι μόνο για Άκηδες, Σάκηδες και Βερελήδες.
Το λέω αυτό γιατί μέσα στον Μάη είχαμε να θυμηθούμε δυο μεγάλους Έλληνες «που μέρες Μαγιού μας μίσεψαν». Τον Αλέκο Παναγούλη και τον Γρηγόρη Λαμπράκη. Και οι περισσότεροι από εμάς πνιγμένοι στην χλαπαταγή και στην σκόνη του Ντομινίκ και του Τρισέ, ούτε που θυμηθήκαμε την ύπαρξή τους.
Ο Αλέκος, φίλος μου αδελφικός, χάθηκε 1η του Μάη του 1976, σ΄ ένα περίεργο δυστύχημα με το αυτοκίνητό του, που έχει όλες τις οσμές μια καλοστημένης δολοφονίας, γιατί ήξερε πολλά για τις σχέσεις Ελλήνων πολιτικών με τη Χούντα.
Ο βουλευτής ης Αριστεράς Γρηγόρης Λαμπράκης δολοφονήθηκε 21 Μάη του 1963, γιατί ήταν η επιτομή του πολιτικού αγωνιστή με υψηλό ήθος και την καθαρότητα κρυστάλλου.
Πως λέμε Άκης και Βερελής; Ακριβώς το αντίθετο. Αν ρωτήσετε σήμερα τους Έλληνες μέχρι 40 ετών ποιος ήταν ο Γρηγόρης Λαμπράκης ίσως οι περισσότεροι θα ψάξουν να τον βρουν ανάμεσα σε τραγουδιστές, ποδοσφαιριστές ή παίκτες reality. Το ίδιο ίσως κάνουν και πολλοί νέοι για το όνομα Αλέκος Παναγούλης. Και δεν είναι τυχαίο όλο αυτό. Δεν υπάρχει ούτε αράδα στην ιστορία των σχολείων για τους δύο αυτούς Έλληνες. Γιατί έτσι έπρεπε να εκπαιδευτεί αυτός ο λαός και να είναι έτοιμος σαν ζυμάρι να δεχθεί τις όποιες εντολές παλιότερα της Αμερικής, τώρα της Μέρκελ και του Τρισέ. Ίσως όλα αυτά δίνουν και απάντηση στο ερώτημα, γιατί δεν έχει κατέβει η νεολαία στους δρόμους για την ανεργία που την μαστίζει, όπως κάνουν οι Ισπανοί σήμερα.