Τι να κάνει μια γυναίκα μετά την εξωσωματική;
Ο Δρ ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΚΩΝ. ΛΥΓΝΟΣ, MSc, PhD Μαιευτήρας Χειρούργος Γυναικολόγος, Master of Science University College London & Διδάκτωρ Μαιευτικής Γυναικολογίας συμβουλεύει.
Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι μια διαδικασία κατά την οποία δια της χορήγησης της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής «αναγκάζουμε» τις ωοθήκες τις γυναίκας να παράξουν όσο το δυνατόν περισσότερα ωάρια γίνεται.
Τι κάνει μια γυναίκα μετά την εμβρυομεταφορά;
Από την εμβρυομεταφορά αναμένουμε περίπου 15 ημέρες, οπότε και γίνεται μία μέτρηση β-χοριακής, προκειμένου να εξακριβώσουμε, αν ξεκίνησε κύηση. Κατά το διάστημα αυτό χορηγούνται φαρμακευτικά «βοηθήματα», τα οποία στόχο έχουν να προάγουν την εμφύτευση του εμβρύου.
Στην περίπτωση που οι τιμές της β-χοριακής είναι ικανοποιητικές, αυτή συνεχίζεται η παρακολούθηση της κύησης, όπως σε κάθε άλλη κύηση. Επόμενο βήμα είναι η καταγραφή δια του υπερηχογραφήματος της καρδιακής λειτουργίας του εμβρύου.
Θεωρητικά καρδιακή λειτουργία μπορεί να καταγραφεί ήδη από την 6η εβδομάδα της κύησης δηλαδή περίπου ένα μήνα – ίσως κάτι λιγότερο – μετά την εμβρυομεταφορά. Υπάρχει όμως και η πιθανότητα να χρειαστεί μία με δύο εβδομάδες παραπάνω.
Η καταγραφή της καρδιακής λειτουργίας έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι μετά από το σημείο αυτό μειώνονται σημαντικά οι πιθανότητες να σημειωθεί αποβολή της κύησης. Εξάλλου, με δεδομένο, πως προκειμένου να αυξήσουμε τις πιθανότητες επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης εμφυτεύουμε πλέον του ενός εμβρύου, όποτε αυτό είναι εφικτό, η καταγραφή του καρδιακού ρυθμού μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε πόσα τελικά από έμβρυα αυτά είναι βιώσιμα, ώστε να γνωρίζουμε, αν βρισκόμαστε μπροστά σε μία μονήρη, δίδυμο ή – σπανιότερα – τρίδυμο κύηση.
Πρέπει να τονίσουμε όμως, πως η καταγραφή περισσοτέρων του ενός καρδιακού παλμού δεν σημαίνει, πως απαραίτητα θα γεννηθούν περισσότερα μωρά. Είναι εξαιρετικά συχνό, να μην αναπτύσσονται όλα τα έμβρυα μέχρι τέλους.
Πότε λέμε, πως η εξωσωματική γονιμοποίηση πέτυχε;
Τεχνικά η εξωσωματική γονιμοποίηση λέμε, πως πέτυχε, άμα πάρετε το παιδί στην αγκαλιά. Βέβαια η πιθανότητα αποβολής μειώνεται, όταν καταγράψουμε στο υπερηχογράφημα καρδιακό ρυθμό.Όμως η μείωση των πιθανοτήτων αποβολής μειώνονται ακόμα περισσότερο μετά το τέλος του πρώτου τριμήνου, δηλαδή περίπου 10 με 12 εβδομάδες από την εμβρυομεταφορά. Συνεπώς, από το ορόσημο αυτό κι έπειτα, μπορούμε να πάρουμε μια ανάσα ανακούφισης.
Πότε λέμε, πως η εξωσωματική δεν πέτυχε;
Η διαπίστωση αυτή γίνεται, όταν οι τιμές β-χοριακής δεν είναι ικανοποιητικές, ή όταν δεν καταγραφεί καρδιακός παλμός.
Τι γίνεται τότε;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από το αν έχουν καταψυχθεί έμβρυα ή όχι.
Στην περίπτωση, που έχουν καταψυχθεί έμβρυα, τότε εξετάζεται το ενδεχόμενο αυτά – ή κάποια από αυτά – να εμφυτευθούν στη μήτρα σε επόμενη φάση. Από ιατρικής άποψης επόμενη εμφύτευση μπορεί να γίνει ακόμα και στον επόμενο κύκλο της γυναίκας, δηλαδή μετά από περίπου ένα μήνα. Εντούτοις, το διάστημα αυτό μπορεί να μεταβληθεί ανάλογα με το ιστορικό της γυναίκας και τη γενικότερη κλινική της κατάσταση. Φυσικά, το πότε ενδεχομένως θα γίνει επόμενη εμφύτευση εμβρύων δεν εξαρτάται μόνο από κλινικές παραμέτρους. Εξαρτάται και από την ψυχική κατάσταση της γυναίκας, αφού η όλη διαδικασία της εμβρυομεταφοράς, δεν αποτελεί μεν σημαντική σωματική δοκιμασία, αλλά δεν πρέπει να υποτιμάται το ψυχικό βάρος, που συνδέεται με αυτήν.
Αν δεν υπάρχουν κατεψυγμένα έμβρυα, τότε η γυναίκα θα πρέπει να υποβληθεί ξανά σε όλη την διαδικασία της χορήγησης αγωγής για διέγερση των ωοθηκών, οπότε και το ψυχικό, το σωματικό, αλλά και το οικονομικό κόστος είναι μεγαλύτερο. Η χρονική στιγμή επανάληψης της διέγερσης των ωοθηκών εξαρτάται από το ιστορικό της γυναίκας και την κλινική της εικόνα. Θα μπορούσε να πει κανείς, πως ένα δίμηνο από την αρχή της προηγούμενης διέγερσης ίσως είναι ένα ικανό διάστημα, για να επαναληφθεί η προσπάθεια.