Chipita: Από τα γαριδάκια στην στήριξη της ελληνικής οικονομίας
Η εταιρεία που όχι μόνο δεν έκανε απολύσεις και περικοπές, αλλά και –μέσω θυγατρικής της- ξεκίνησε να στηρίζει αγροτικές περιοχές για την παραγωγή ποιοτικών οπωροκηπευτικών, παρ’ ότι μέχρι σήμερα οι δραστηριότητές της είχαν να κάνουν με τα σνακ.
Από τον Παναγιώτη Χριστόπουλο
Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια το όνομα Chipita συζητιόταν περισσότερο στους χρηματιστηριακούς κύκλους, παρά στα περίπτερα όπου πωλούνται τα προϊόντα της. Η Chipita απετέλεσε κομμάτι του κολοσσού Vivartia, όταν αυτός δημιουργήθηκε το 2006, για να αγοραστεί πίσω από τον κ. Σπύρο Θεοδωρόπουλο, τον «Μr. Chipita», 4 χρόνια αργότερα.
Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε τους λόγους πίσω από τη μία ή την άλλη κίνηση, αλλά όλη αυτή η «κορπορατίλα», το ξενικό όνομα της εταιρείας και το γεγονός ότι τα προϊόντα της δεν έχουν άμεση σχέση με την Ελλάδα (όπως, ας πούμε τα γάλατα της «Όλυμπος» ή τα λεμόνια της «ΕΨΑ» -για να αναφέρουμε δύο άλλες εταιρείες που έχουμε παρουσιάσει από αυτήν τη στήλη) ίσως και να έχουν δώσει την εντύπωση στο ευρύ κοινό ότι η Chipita δεν είναι ελληνική εταιρεία. Κι όμως…
Όχι μόνο πρόκειται για μια αμιγώς ελληνική επιχείρηση -την κορυφαία στο χώρο των σνακ στην πατρίδα μας-, αλλά είναι και ένα όνομα πασίγνωστο στο εξωτερικό. Ένας άξιος πρεσβευτής της Ελλάδας σε περισσότερες από 35 χώρες. Εν μέσω κρίσης και με τις προβλέψεις και για την αγορά των τροφίμων (που μαζί με αυτή του ποτού είχαν μείνει μέχρι πριν λίγους μήνες τα δύο λιγότερο λαβωμένα κάστρα της ελληνικής οικονομίας) να γίνονται όλο και πιο δυσοίωνες, η Chipita όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει δυσκολίες, αλλά και σημειώνει τζίρους που φτάνουν το μισό δισεκατομμύριο ευρώ. Πώς τα κατάφερε; Η συνταγή είναι απλή. Λίγο ελληνικό δαιμόνιο παρέα με μπόλικη ευρωπαϊκή πειθαρχία.
Από την στήλη «Ψωνίζουμε Ελληνικά» σας παρουσιάζουμε κάθε εβδομάδα και κάποια ελληνική επιχείρηση που αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, ειδικά υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες που βιώνουμε όλοι μας. Σας έχουμε μιλήσει για εταιρείες που δεν σκέφτηκαν ποτέ να στείλουν τα εργοστάσιά τους εκτός Ελλάδας, για άλλες που χρησιμοποιούν μόνο ελληνικές πρώτες ύλες ή που η όλη τους φιλοσοφία στηρίζεται στην ελληνική φύση και, βέβαια, για εταιρείες που ξεπερνούν τους ανταγωνιστές στους στο εξωτερικό ή που κατατροπώνουν πολυεθνικές που προσπάθησαν να τις εκτοπίσουν από την Ελλάδα. Η Chipita είναι ένα ακόμη υπέροχο παράδειγμα. Σταθερά από την πρώτη μέρα με στόχους και πλάνο και μακριά από την συνήθη ελληνική διαπλοκή, κατάφερε με τα χρόνια να χτίσει ένα μεγάλο όνομα στο χώρο της και να ξεφύγει με επιτυχία από τα στενά όρια της Ελλάδας. Αυτή είναι η ιστορία της.
40 χρόνια γαριδάκια!
Το 1973, οι αδελφοί Γαβαλάκη, τρεις εργολάβοι που έψαχναν να βρουν και κάποια ακόμη επιχειρηματική δραστηριότητα, μακριά από τις οικοδομές, νοίκιασαν ένα εργοστάσιο στον Κηφισό και ξεκίνησαν να παράγουν γαριδάκια. Ήταν μια εποχή που ο χώρος των σνακ ήταν αρκετά μικρός, τα προϊόντα ελάχιστα και άρα τα περιθώρια για μια επιχειρηματική επιτυχία μεγάλα, αρκεί να έκανε κανείς τις σωστές κινήσεις. Τα γαριδάκια της Chipita ήταν για χρόνια τα αγαπημένα των παιδιών, αλλά η αγορά των σνακ άλλαζε και η εταιρεία χρειαζόταν πια ένα άλλο πρόσωπο για να καταφέρει να σταθεί ψηλότερα από τους ανταγωνιστές της και τα δεκάδες νέα προϊόντα που εκείνοι έφερναν. Eπίσης, το Υπουργείο Παιδείας πήρε την –σωστή- απόφαση για την απαγόρευση των σνακ τύπου «γαριδάκια» στα σχολεία και η Chipita έπρεπε οπωσδήποτε να πάρει έναν άλλο δρόμο, αφού η ζήτηση γι’ αυτά τα προϊόντα θα έπεφτε κατακόρυφα.
Το 1986 ο κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος αγόρασε τη μισή εταιρεία και ανέλαβε την διοίκησή της και τρία χρόνια αργότερα, έπειτα από πολύ μεγάλες προσπάθειες, κατάφερε να αποκτήσει και το υπόλοιπο 50%. Ο δρόμος ήταν πλέον ανοικτός για να μπει η Chipita στο παιχνίδι με νέα προϊόντα, πέραν των εμβληματικών της γαριδακίων. Το νέο της, ιδιόκτητο πια, εργοστάσιο στην ΒΙΠΕ Λαμίας ήταν ένας παραπάνω λόγος για την επέκταση των δραστηριοτήτων της.
Τα κρουασάν 7 Days που ξεκίνησαν το 1991 ήταν τόσο μεγάλη επιτυχία που δημιούργησαν μια εντελώς νέα αγορά. Το 1994 η Chipita μπήκε πανηγυρικά στο Χρηματιστήριο ως μια από τις πιο γρήγορα ανερχόμενες ελληνικές εταιρείες. Και, βέβαια, δεν σταμάτησε εκεί. Από το 1997 ξεκίνησε τις εξαγωγές σε διάφορες χώρες, αλλά και το άνοιγμα εργοστασίων στο εξωτερικό για να ικανοποιεί την εκεί ζήτηση. Την ίδια περίοδο παρουσίασε και τα Bake Rolls, ένα προϊόν που δεν υπήρχε στον υπόλοιπο κόσμο και που, φυσικά, έκανε αμέσως τεράστια επιτυχία.
Η περιπέτεια της Vivartia
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ήταν πια σαφές ότι η Chipita δεν ήταν μια εταιρεία για την οποία η ελληνική αγορά θα έμοιαζε αρκετή. Η επιτυχία της στο εξωτερικό, η ζήτηση των ποιοτικών και κυρίως καινοτόμων προϊόντων της και η ευελιξία της διοίκησής της στην σύναψη διεθνών συμφωνιών, την έκαναν ένα όνομα παγκόσμιο. Το 2000, μάλιστα, υπέγραψε συμφωνία με την Pepsico για παραγωγή και διανομή κρουασάν στη Λατινική Αμερική, ενώ το 2004 εξαπλώθηκε και στην Αφρική.
Την ίδια ώρα, βέβαια, τα πράγματα άλλαζαν και στην Ελλάδα. Οι κ.κ. Θεοδωρόπουλος και Δασκαλόπουλος (της Δέλτα) ήταν φίλοι από παλιά και συζητούσαν από καιρό το ενδεχόμενο για την δημιουργία ενός κολοσσού στο χώρο του φαγητού, που θα μπορούσε να ανταγωνισθεί τα μεγαθήρια που έμπαιναν πιο δυναμικά από ποτέ στην ελληνική αγορά. Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Θεοδωρόπουλος είχε πάντα τις αμφιβολίες του για το εγχείρημα της Vivartia, αλλά τελικά ενέδωσε και μπήκε στο παιχνίδι. Το 2006 δημιουργήθηκε ο κολοσσός με τη συμμετοχή των Δέλτα, Chipita, Goody’s, Flocafe και Μπαρμπα-Στάθης, για να εξαγοραστεί ένα χρόνο αργότερα από τη MIG –κάτι που ο «Mr. Chipita» θα καταλογίζει για πάντα στον κ. Δασκαλόπουλο, ο οποίος δεν τον ενημέρωσε για τις προθέσεις του. O κ. Θεοδωρόπουλος πούλησε το μερίδιό του στη νέα εταιρεία και αποχώρησε. Δεν απέσυρε, όμως, το ενδιαφέρον του για την Chipita, την επιχείρηση που ο ίδιος είχε μεγαλώσει και είχε κάνει κορυφαία στο είδος της. Όταν το 2010 ο κ. Βγενόπουλος της MIG άρχισε να συζητά το ενδεχόμενο να πουλήσει κάποια κομμάτια της Vivartia, o κ. Θεοδωρόπουλος ήταν εκεί και πήρε πίσω στην Chipita.
Τo κόστος δεν ήταν μικρό. Ξόδεψε 730 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 327 εκατ. ήταν δανειακές υποχρεώσεις. Χρειάστηκε την στήριξη ενός νέου συνεργάτη και αυτός ήταν ο όμιλος Olayan που κρατάει σήμερα το μεγαλύτερο μερίδιο της νέας Chipita. η επένδυση, όμως, δεν αποδείχτηκε λάθος. Ήδη την επόμενη κιόλας χρονιά, το 2011, μεσούσης της κρίσης, η επιχείρηση αύξησε κατά 11% τον τζίρο της και –την ίδια ώρα που οι περισσότερες εταιρείες έκαναν απολύσεις- προτίμησε να κρατήσει όλο της το προσωπικό, να μην κάνει μειώσεις στους μισθούς του και να αντλήσει ρευστότητα όχι από περικοπές αλλά από την πώληση μιας αμερικανικής θυγατρικής της.
Επιστροφή στη φύση
Παρ’ ότι η Chipita δραστηριοποιείται στο χώρο των σνακ (ας πούμε στον όχι και πιο… υγιεινό της καθημερινής μας διατροφής), αυτό δεν σημαίνει ότι ο κ. Θεοδωρόπουλος δεν έχει οικολογικές ή διατροφικές ανησυχίες. Η νέα του επιχειρηματική κίνηση είναι η επέκταση στην γεωργία και στην μεταφορά των ελληνικών οπωροκηπευτικών στα ράφια των σουπερμάρκετ μέσω μιας φίρμας που θα πιστοποιεί την ποιότητά τους. Το σύγχρονο πρόγραμμα της εταιρείας Wonder Plant εστιάζει στην υδροπονική καλλιέργεια, με τεχνογνωσία που εφαρμόζεται σε χώρες, όπως η Ολλανδία, με μακρά παράδοση στα κηπευτικά. Οι δραστηριότητές της ξεκίνησαν από την Δράμα, μια περιοχή της Ελλάδας ξεχασμένη από την πολιτεία και πληγείσα όσο λίγες από την ανεργία.