Μαριέττα Γιαννάκου: Η κρίση της πολιτικής και το αντίδοτό της
Άρθρο παρέμβαση της επικεφαλής της ΚΟ της ΝΔ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για την αλλαγή του πολιτικού συστήματος.
«Η πολιτική κρίση της χώρας είναι ανάλογης σημασίας με την οικονομική κρίση και, κατά συνέπεια, πρέπει όλοι όσοι είμαστε υπέρμαχοι της δημοκρατίας και του διαρκούς εκσυγχρονισμού των θεσμών να συμβάλλουμε με ιδέες και δράση.
Είναι πράγματι πρωτόγνωρα τα στοιχεία για την έλλειψη εμπιστοσύνης στα πολιτικά κόμματα, την παντελή έλλειψη κομματικής ταύτισης και την συνολική αμφισβήτηση κομμάτων και πολιτικών προσώπων που διακρίνουν αξιοσημείωτο ποσοστό των πολιτών. Καταλογίζονται στο πολιτικό προσωπικό ζητήματα κυβερνητικής αβελτηρίας και αναποτελεσματικότητας, διαφθοράς και πελατειακών σχέσεων, κομματισμού και αναξιοκρατίας, συχνά τεκμηριωμένα με πραγματικά περιστατικά.
Όλα αυτά θίγουν κόμματα και πολιτικούς, αλλά δεν μπορούν να θίγουν το πολίτευμα, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και τους θεσμούς της εν γένει (την Βουλή, την κυβέρνηση, τα κόμματα). Αν οι λειτουργίες αυτών απεδείχθησαν ατελείς, πρέπει να διορθώσουμε αυτές και όχι να απορρίψουμε τους θεσμούς συλλήβδην. Στη χώρα μας η εδραίωση της δημοκρατίας υπήρξε το αποτέλεσμα μίας μακράς και επίπονης διαδικασίας και πρέπει να το αναλογιστούν σοβαρά όσοι ταυτίζουν την κριτική με μία αντι-συστημική στάση.
Η έναρξη της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης προσφέρει πεδίον δόξης λαμπρόν για να επιφέρουμε ουσιαστικές αλλαγές στις λειτουργίες του πολιτικού συστήματος που προκάλεσαν προβλήματα. Μία τέτοια περίπτωση είναι η διάκριση των εξουσιών. Πολλά προβλήματα προκλήθηκαν από την τάση, κοινή και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, να συγκροτείται η κυβέρνηση με μέλη του κοινοβουλίου. Με τον τρόπο αυτό, όμως, είναι δυσδιάκριτο ποιος είναι ο ελέγχων και ποιος ο ελεγχόμενος. Το αποτέλεσμα είναι τα μέλη της κυβέρνησης να μονοπωλούν την νομο-παρασκευαστική διαδικασία και να διαθέτουν μία προνομιακή σχέση με τους βουλευτές της πλειοψηφίας, ενώ οι τελευταίοι τελικά περιορίζονται σε ένα διαδικαστικό ρόλο, δηλαδή στη συζήτηση των διαμορφωμένων νομοθετικών κειμένων και την ψήφισή τους.
Από την άλλη πλευρά, οι βουλευτές προσκείμενοι στην αντιπολίτευση δεν διαθέτουν ουσιαστικές ευκαιρίες συμβολής, άρα και συναίνεσης, στη νομοθετική διαδικασία και περιορίζονται σε έναν καταγγελτικό λόγο. Σε κάθε περίπτωση, δεν εξυπηρετείται το μείζον, δηλαδή ο έλεγχος της κυβέρνησης και ένας περισσότερο αυτόνομος ρόλος των βουλευτών στην νομοθετική λειτουργία.
Με άλλα λόγια, πρέπει να προχωρήσουμε σε μία ουσιαστική διάκριση των εξουσιών με αποτελεσματικά θεσμικά αντίβαρα. Αυτό θα συντελεσθεί μέσω πρώτον, της ενδυνάμωσης του κοινοβουλίου στη διαμόρφωση των νομοθετικών κειμένων και δεύτερον, της ανάθεσης στα μέλη της κυβέρνησης αυστηρά εκτελεστικών αρμοδιοτήτων ταυτόχρονα με ρυθμίσεις για έναν αποτελεσματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Ακόμη, πρέπει να επαναξιολογήσουμε το συνταγματικό άρθρο 86 σχετικά με τη διερεύνηση κατηγοριών εναντίον μελών κυβέρνησης για αδικήματα που τελέσθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Στο ζήτημα αυτό πρέπει να επισπεύσουμε τις διαδικασίες και να εμπιστευθούμε την ανεξάρτητη δικαιοσύνη για τη διερεύνηση των κατηγοριών. Οι πολίτες δεν μπορούν να δεχθούν ένα καθεστώς οιονεί κοινοβουλευτικής ασυλίας των μελών της κυβέρνησης. Αλλά και οι έντιμοι υπουργοί θα ωφεληθούν από μία εξασφαλισμένα ανεξάρτητη διαδικασία διερεύνησης των κατηγοριών, συγκριτικά προς μία επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης που συγκροτείται από συναδέλφους τους.
Συμπερασματικά, η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος μας προσφέρει τη δυνατότητα να ανταποκριθούμε στο αίτημα των πολιτών για την ανανέωση της δημοκρατίας, την αντιμετώπιση της διαφθοράς και την καθιέρωση αυστηρότερων κανόνων και μηχανισμών εποπτείας της άσκησης εκτελεστικής εξουσίας. Η ανάταξη του πολιτικού συστήματος, της σχέσης εμπιστοσύνης πολιτών-πολιτικού προσωπικού-κομμάτων μπορεί πράγματι να είναι η απαρχή για τον εκσυγχρονισμό και την ανάκαμψη της χώρας».